Ενας ιστορικός -σοβαρός για πολλούς, αμφιλεγόμενος για άλλους τόσους- παρομοιάζει σε εμβριθές πόνημά του τη χούντα με εργαστήρι ανάπτυξης και υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια της επταετίας, η οικονομία πήρε την ανηφόρα και η κοινωνία εκσυγχρονίστηκε. Επανερχόμενος, μάλιστα, χαρακτηρίζει όσους τόλμησαν να διαφωνήσουν μαζί του «ακατέργαστα πνεύματα» και υποδεικνύει να σκεφτούμε ποια είναι τελικά η θέση της δικτατορίας στην ευρύτερη ιστορική πραγματικότητα με τρόπο που να ξεφεύγει από τα κλισέ…
Η άποψη του κ. Καλύβα, διότι αυτός είναι ο πανεπιστημιακός που ανέλαβε να αποκαταστήσει την ιστορική τάξη, δεν θα ήταν άξια περαιτέρω προβολής, καθώς προσκρούει στις εδραιωμένες πεποιθήσεις όχι μόνο των ειδικών και των ερευνητών, αλλά και της συντριπτικής πλειονότητας των εχόντων έστω και ψήγματα μνήμης πολιτών. Προξενεί εντύπωση, μάλιστα, πώς αυτός, ένας ορκισμένος εχθρός των πάσης φύσεως ολοκληρωτισμών, μεταπίπτει σε θέση απολογητή της χούντας, αναδεύοντας τον γύψο με την οικονομία και την Ιστορία με τον εξαγνισμό των πραξικοπηματιών. Αλλά περί ορέξεως -ακόμα και της ιστορικής- ουδείς λόγος…
Το πρόβλημα υπερβαίνει το πόνημα του ιστορικού και αρχίζει και γίνεται σοβαρό από τη στιγμή που ο δοξαστικός της χούντας φαίνεται να συγκινεί και άλλους συμπολίτες μας. Πρόσωπα με θητεία στην προοδευτική παράταξη και διαπιστωμένη αλλεργία στις αντιδημοκρατικές πρακτικές σπεύδουν στο πλευρό του αρθρογράφου, συνιστούν δημοσίως αυτοσυγκράτηση και σημειώνουν ότι στον ιστορικό διάλογο δεν υπάρχουν «θέματα ταμπού».
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πώς γίνεται και το ξανασυζητάμε; Να είναι άραγε η μανία της πολιτικής ορθότητας αυτή που δίνει τα περιθώρια σε κάποιους να «αναστοχάζονται» ή μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι κρισιμότερο, που νομιμοποιεί ακόμα και τις πιο ανιστόρητες αναγνώσεις της πρόσφατης Ιστορίας;
Εδώ και καιρό, μια άποψη αρχικά περιθωριακή, που πρώτοι έθεσαν σε κυκλοφορία ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης, τείνει να αποκτήσει χαρακτήρα κεντρικής γραμμής στις τάξεις των φανατικών αντιπάλων της Αριστεράς. Σύμφωνα με αυτή, οι «ηττημένοι του Εμφυλίου» κατάφεραν με τη συνδρομή του Κέντρου να ηγεμονεύσουν ιδεολογικά, διαμορφώνοντας ένα ασφυκτικά μονομερές πλαίσιο ανάγνωσης των ιστορικών γεγονότων αλλά και των σύγχρονων εξελίξεων.
Στόχος όσων ασπάζονται αυτή τη θέση είναι η αποδόμηση της ιδεολογικής ηγεμονίας των αριστερών κομμάτων και διανοουμένων, με βασικό «εργαλείο» την αναθεώρηση κρίσιμων ιστορικών περιόδων, όπως υπήρξαν ο Εμφύλιος, η Κατοχή, η Μεταπολίτευση και, τώρα, η χούντα. Στο πλαίσιο αυτό, οι κλασικές αφηγήσεις αποδοκιμάζονται, η Ιστορία, απαλλαγμένη από τα «αριστερά στερεότυπα», γράφεται ξανά, οι προοδευτικοί ιστορικοί μπαίνουν στο στόχαστρο – ορισμένες φορές, μάλιστα, με ακραίο τρόπο.
Προφανώς, η πολιτική και ιδεολογική χρήση της Ιστορίας δεν είναι φαινόμενο καινούριο. Νέα -και εξαιρετικά προβληματική- είναι η απόπειρα αναθεώρησης που εκδηλώνεται, καθώς επιχειρεί να δώσει επιστημονικό περίβλημα σε αντιλήψεις διχαστικού χαρακτήρα, που αναζητούν πολιτικές και ιδεολογικές ρεβάνς.
Αντί επιλόγου, μια επισήμανση από πρόσφατο άρθρο του Ριχάρδου Σωμερίτη, που αισθάνομαι την ανάγκη να προσυπογράψω: «Το μόνο θετικό της χούντας είναι ότι συμφιλίωσε δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς που έκλεισε στα ίδια ξερονήσια. Και αυτό το θετικό (…) βάλθηκαν οι αναθεωρητές της Ιστορίας με ηγέτες πολιτικούς επιστήμονες να το ανατρέψουν αναμοχλεύοντας κακόπιστα τα εμφύλια πάθη…».
Αναδημοσίευση από τη Νέα Σελίδα