Σε ένα συνέδριο, πριν δύο χρόνια, στη Γερμανία, κορυφαίοι επιστήμονες περιέγραψαν τη χώρα τους ως μία “Ραγισμένη Δημοκρατία” (αυτός ήταν και ο τίτλος του συνεδρίου). Εξήγησαν πως η εικόνα της πλουσιότερης και ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης -και από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη- δεν είναι ακριβής. Η Γερμανία του τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος, το οποίο, όμως, δεν διατίθεται για ανάπτυξη αλλά για να θωρακίζει το δημοσιονομικό φρούριο της προτεσταντικής λογικής του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε (συνέχεια για να είναι κανείς δίκαιος της “ατζέντας” του Γκέρχαρντ Σρέντερ που αποτελεί ως ένα βαθμό και αιτία της καταβαράθρωσης του SPD), είναι μία διαιρεμένη Γερμανία.
Όλα αυτά εξηγούν μεταξύ άλλων και την εκρηκτική άνοδο του AfD, κυρίως στις ανατολικές περιοχές όπου καταγράφεται ως πρώτο κόμμα! Προφανώς και το προσφυγικό είναι μία βασική αιτία του 13,5% που έλαβε το ξενοφοβικό κόμμα, το οποίο ευθέως το SPD έχει χαρακτηρίζει “νεοναζί”. “Nazi Raus”, φώναζαν και οι χιλιάδες Γερμανοί που διαδήλωσαν μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων. Η πολιτική των ανοιχτών συνόρων, μια καθαρά ευρωπαϊκή πολιτική, της Άγκελα Μέρκελ έδωσε ζωτικό χώρο στη γερμανική ακροδεξιά και περίπου 1.000.000 ψηφοφόροι του CDU μετακινήθηκαν προς αυτό το κόμμα, όπως και 500.000 ψηφοφόροι του SPD και περίπου 400.000 της Αριστεράς, ενώ περίπου 1.300.000 νέοι ψηφοφόροι το προτίμησαν.
Δεν είναι, όμως, μόνο το προσφυγικό ή η τρομοκρατία. Η πλούσια Γερμανία είναι μια ευημερούσα κοινωνία των μεγάλων αστικών κέντρων και των στατιστικών. Η μισή και παραπάνω Γερμανία είναι μια χώρα με πτωχοποιημένα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Μια χώρα με μεγάλες ανισότητες μεταξύ των 16 ομόσπονδων κρατιδίων. Μια διαίρεση που στο εσωτερικό της ίδιας της Γερμανίας αποτελεί μία εκδοχή της βαθιάς διαίρεσης της Ευρώπης ανάμεσα στον Βορρά και το Νότο, την Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη και την Ανατολική.
Τα τελευταία χρόνια η φτώχεια αυξήθηκε κι άλλο στη Γερμανία, την ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης, και ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο μετά την επανένωση της χώρας το 1990.
«Ποτέ άλλοτε η φτώχεια δεν ήταν τόσο διευρυμένη στη Γερμανία, ποτέ άλλοτε ο διαχωρισμός μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων τόσο βαθύς» επισήμανε πριν δύο χρόνια στο Βερολίνο ο Ούλριχ Σνάιντερ, πρόεδρος της «Paritätische Gesamtverband», της ομοσπονδίας στην οποία συμμετέχουν 10.000 οργανώσεις κοινωνικής αρωγής και του τομέα της υγείας.
Στην έκθεση, που τιτλοφορήθηκε «Ραγισμένη Δημοκρατία», καταγράφεται το υψηλότερο «στην ιστορία» ποσοστό φτώχειας μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, καθώς αυξήθηκε από το 15% το 2012 στο 15,5% το 2013 (12,1 εκατομμύρια άνθρωποι το 2012, 12,5 εκατομμύρια το 2013, επί του συνόλου του πληθυσμού των 80 εκατομμυρίων κατοίκων).
Μονογονεϊκές οικογένειες, συνταξιούχοι και πολλοί ανήλικοι πλήττονται ως επί το πλείστον, υπογραμμίζεται στην έκθεση, που εξηγεί ότι το 43% των μονογονεϊκών οικογενειών και σχεδόν το 60% των ανέργων έχουν καταγραφεί ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας έχοντας κατά μέσο όρο εισοδήματα μικρότερα του 60% του μέσου εισοδήματος στη Γερμανία.
Το χάσμα μεταξύ των κρατιδίων
Ο Σνάιντερ επέμεινε ιδίως στην περίπτωση των συνταξιούχων που έχουν πληγεί «από το 2006 από την πλέον ραγδαία άνοδο της φτώχειας», καταγγέλλοντας επιπλέον την «πλήρη αποσύνδεση» μεταξύ των θετικών αποτελεσμάτων που καταγράφει η γερμανική οικονομία και της ανόδου της φτώχειας στην χώρα.
«Το χάσμα μεταξύ των πιο πλούσιων κρατιδίων με τα φτωχότερα κρατίδια μεγεθύνεται όλο και περισσότερο» τονίζεται.
Σύμφωνα με την έκθεση, η κατάσταση επιδεινώθηκε στα 13 από τα 16 κρατίδια: η Βρέμη και το Βερολίνο, όπως και το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία, στη βόρεια Γερμανία, είναι τα κρατίδια που έχουν εκτεθεί περισσότερο στην φτώχεια. Αντιθέτως, η Βαυαρία (νότια) και η Βάδη-Βυρτεμβέργη (νοτιοδυτικά) είναι τα κρατίδια που έχουν πληγεί λιγότερο.
Στο Αμβούργο (βόρεια) και σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας (δυτικά) τα ποσοστά της φτώχειας καταγράφουν μεγάλη άνοδο, ενώ τα ποσοστά αυτά παραμένουν σταθερά, ή παρουσιάζουν μικρή πτώση, στη Σαξονία- Ανχαλτ (κεντρικά), το Βρανδεμβούργο και τη Σαξονία (ανατολικά).
Η «Paritätische Gesamtverband» απευθύνει έκκληση προκειμένου να αυξηθεί το ύψος των κοινωνικών επιδομάτων, όπως και τα προγράμματα αρωγής των μακροχρόνια ανέργων και των μητέρων με μονογονεϊκές οικογένειες.
Ο Σνάιντερ παραπέμπει στην νέα ετήσια έκθεση για τη φτώχεια, η οποία στηρίζεται σε απογραφή του 2014 και καταδεικνύει ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν στη Γερμανία οι άνεργοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες και οι συνταξιούχοι. Ούτε το καλό οικονομικό έτος 2014 κατάφερε να ανακόψει το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα. Σε σύγκριση με το 2013 το ποσοστό μειώθηκε οριακά κατά 0,1 %.
Συνολικά το 15 % του πληθυσμού στη Γερμανία θεωρούνται φτωχοί. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει τη χώρα στις μεσαίες θέσεις στην Ευρώπη. Σε αντίθεση όμως με την απόλυτη ένδεια που υπάρχει σε πολλές γωνιές του πλανήτη και η οποία μεταφράζεται σε έλλειψη στέγης και λιμοκτονία, η φτώχεια στις ευρωπαϊκές χώρες είναι «σχετική» και αφορά εκείνους που διαθέτουν λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος. Για μια μονογενεϊκή οικογένεια στη Γερμανία, για παράδειγμα, το όριο της φτώχειας ορίζεται στα 1.192 ευρώ.
Σημαντικά αυξήθηκε ο κίνδυνος της φτώχειας για τους συνταξιούχους και αυτό παρά την ευρέως διαδεδομένη φήμη ότι οι συνταξιούχοι βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική θέση από άλλες πληθυσμιακές ομάδες στη Γερμανία. Στην περιοχή του Ρουρ στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, με πληθυσμό περίπου 5,2 εκατομμύρια, το 20% των συνταξιούχων θεωρούνται φτωχοί.
Τα ομόσπονδα κρατίδια
Καρλ Μπρένκε/ Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας:
Τα ανατολικά ομοσπονδιακά κράτη υπολείπονται σε όλες τις οικονομικές παραμέτρους:
ο μέσος μισθός στην Ανατολική Γερμανία είναι €2.317, στη Δυτική φτάνει τα €3.094.
Η ανεργία στην Ανατολική Γερμανία ανέρχεται σε 9,1%, όταν στη Δυτική είναι κάτω από 6%.
Η μέση περιουσία ενός νοικοκυριού στα ανατολικά φτάνει τα €67.400, κάτω από τα μισό σε σχέση με την αντίστοιχη περιουσία ενός νοικοκυριού στα δυτικά (€153.200).
Τα τελευταία 25 χρόνια, οι γερμανικές κυβερνήσεις έχουν επενδύσει περίπου €2 τρισεκατομμύρια για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών στην Ανατολική Γερμανία.
Αυτό ήταν το θέμα. Ο πληθυσμός στην Ανατολική Γερμανία ανυπομονούσε για τη νομισματική ένωση. Από την άλλη, οικονομικά δεν ήταν βιώσιμη.
Ουσιαστικά, αφαίρεσε, εν μία νυκτί, την ασπίδα του νομίσματος και, τα προϊόντα της ανατολικής Γερμανίας έμεναν στα ράφια στις διεθνείς αγορές, σε αντίθεση με τα προϊόντα από άλλες οικονομίες μετάβασης, όπως της Πολωνίας και Τσεχίας.
Για παράδειγμα το VW Golf: τη μία ημέρα κόστιζε 20.000 ευρώ και την επομένη 80.000 ευρώ. Έτσι δε βρίσκεις πλέον πελάτες. Αυτό ακριβώς συνέβη στη βιομηχανία της πρώην ανατολικής δημοκρατίας.