Πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης 1,7% του ΑΕΠ για φέτος και 2,2% το 2018, το οποίο θα αυξηθεί στο 3,5% το 2019 και θα παραμείνει στο επίπεδο αυτό μέχρι το 2022, προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση (Fiscal Monitor) που έδωσε στη δημοσιότητα. Οι προβλέψεις αυτές είναι ακριβώς ίδιες με εκείνες που είχε ανακοινώσει το ΔΝΤ τον Ιούλιο με την έκθεση για την κατ’ αρχήν συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα (Stand -By Arrangement). Το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 4,2% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο προβλέπει ότι τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό στο ΑΕΠ θα μειωθούν φέτος στο 48,6% από 50,0% πέρυσι και περαιτέρω στο 46,9% το 2018. Προβλέπει, επίσης, ότι τα έσοδα θα συνεχίσουν να μειώνονται τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας στο 45,1% το 2022. Για τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, το ΔΝΤ προβλέπει μία αύξησή τους φέτος στο 50,3% του ΑΕΠ από 49,0% πέρυσι, ενώ για το 2018 προβλέπει τη μείωσή τους στο 48%. Η πτωτική τους τάση εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί και τα επόμενα χρόνια έως το 2021, όταν θα διαμορφωθούν στο 45,4% του ΑΕΠ, επίπεδο κοντά στο οποίο θα παραμείνουν και το 2022 (45,5%).
Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης (gross debt), το ΔΝΤ προβλέπει μείωσή του φέτος στο 180,2% του ΑΕΠ από 181,6% το 2016. Για το 2018 εκτιμά ότι θα υπάρξει νέα άνοδος στο 184,5%, ενώ από το 2019 προβλέπει μία σταδιακή πτώση του για να φθάσει στο 161,2% του ΑΕΠ το 2022.
Στο μεταξύ, η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη έχει ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά οι χαλαρές νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες με φόντο το χαμηλό πληθωρισμό αυξάνουν τους μεσοπρόθεσμους κινδύνους, όπως προειδοποίησε το ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ, του οποίου οι φθινοπωρινές συναντήσεις με την Παγκόσμια Τράπεζα ξεκινούν στην Ουάσινγκτον αργότερα αυτή την εβδομάδα, σημείωσε επίσης ότι οι κίνδυνοι μετατοπίζονται από τις τράπεζες, που έχουν ενισχύσει τους ισολογισμούς τους, στις χρηματοπιστωτικές αγορές καθώς τα πιστωτικά περιθώρια (credit spreads) συμπιέζονται, η αστάθεια μειώνεται και οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται.
«Ενώ η αυξημένη διάθεση για ρίσκο και η αναζήτηση αποδόσεων είναι μια ευπρόσδεκτη και επιδιωκόμενη συνέπεια των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής…υπάρχουν κίνδυνοι εάν αυτές οι τάσεις αυξηθούν πολύ», ανέφερε το ΔΝΤ στην εξαμηνιαία έκθεση για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η παρατεταμένη αναζήτηση αποδόσεων έχει αυξήσει την ευαισθησία του χρηματοπιστωτικού συστήματος απέναντι σε κινδύνους αγοράς και ρευστότητας, ανέφερε το ΔΝΤ, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα αυτούς τους κινδύνους.
Το ΔΝΤ κάλεσε τους εθνικούς ρυθμιστικούς φορείς να εξετάσουν προσεκτικά τις όποιες προτάσεις που θα χαλαρώσουν ουσιαστικά τους κανόνες αναφορικά με τα κεφάλαια, τη ρευστότητα ή τη συνετή διαχείριση «ενόψει της δυνατότητας να δημιουργήσουν προβλήματα στην ατζέντα της παγκόσμιας κανονιστικής εναρμόνισης».
Η βελτίωση στη βραχυπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στηρίζεται από μια ευρείας βάσης ανοδική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Χθες, το ΔΝΤ αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψή του για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη το 2017 κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας στο 3,6% και στο 3,7% για το 2018, συγκριτικά με τις προβλέψεις του τον Απρίλιο και τον Ιούλιο, χάρη στην αύξηση του εμπορίου, των επενδύσεων και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Ωστόσο, οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν σε διαφορετικές φάσεις σε ό,τι αφορά την περιστολή της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής. Η αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) ενίσχυσε τον ρυθμό των αυξήσεων των επιτοκίων από τότε που ξεκίνησε τον κύκλο σύσφιξης της πολιτικής της στα τέλη του 2015, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ιαπωνίας δεν έχουν ακόμα απομακρυνθεί από τα αρνητικά επιτόκια και τις αγορές ομολόγων.
«Η υπερβολικά γρήγορη προσαρμογή των νομισματικών πολιτικών μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να καθυστερήσει την πρόοδο προς τους στόχους του πληθωρισμού», ανέφερε το ΔΝΤ στην έκθεσή του, ενώ η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα για πολύ μεγάλο διάστημα ίσως προκαλέσει μια επιζήμια συσσώρευση στους κινδύνους για την αγορά και τους πιστωτικούς κινδύνους.
Παράλληλα, το Ταμείο προειδοποίησε ότι ο δανεισμός του μη χρηματοπιστωτικού κλάδου είναι τώρα υψηλότερος σε σχέση με την περίοδο πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση στις προηγμένες οικονομίες της Oμάδας των 20 (G20) συνολικά. Η μόχλευση αυτή καθιστά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις πιο ευάλωτα στις μεταβολές των επιτοκίων και την ασθενέστερη οικονομική δραστηριότητα.
«Η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής είναι να διασφαλιστεί ότι η συσσώρευση των χρηματοπιστωτικών αδυναμιών είναι συγκρατημένη ενώ η νομισματική πολιτική συνεχίζει να στηρίζει την παγκόσμια ανάκαμψη», προειδοποίησε το ΔΝΤ. «Διαφορετικά, το αυξανόμενο βάρος του χρέους και οι υπερβολικές αποτιμήσεις των στοιχείων ενεργητικού θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς στο μέλλον, με συνέπειες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την παγκόσμια ανάπτυξη».