Έκλεισαν οι κάλπες στην Αυστρία και τα exit poll δείχνουν πρώτο το Λαϊκό Κόμμα με 30,2%.
Ακολουθούν το ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων (26,8%) και οι Σοσιαλδημοκράτες (26,3%), που θα δώσουν μάχη για τη δεύτερη θέση (απόκλιση 2,4% δίνουν τα exit poll).
Σε υψηλά επίπεδα η συμμετοχή των ψηφοφόρων (79%).
Πανηγυρισμοί στο Λαϊκό Κόμμα του Κουρτς
Οι έδρες σύμφωνα με τα exit polls
► 57 έδρες για τo Λαϊκό Κόμμα (+10)
► 51 για τους ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων (+11)
► 49 για τους Σοσιαλδημοκράτες (-3)
► 9 για τους Πράσινους (-15)
► 9 για το ΝΕΟS
• Η πλειοψηφία που απαιτείται για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι 92 έδρες
Γιατί είναι κρίσιμες οι εκλογές
Ιδιαίτερα κρίσιμες για τη χώρα, αλλά και γενικότερα για την Ευρώπη, καθώς από αυτές ενδέχεται να προκύψει μία ακροδεξιά συμμετοχή στη μελλοντική της κυβέρνηση, όπως συνέβαινε στο διάστημα 2000-2006, θεωρούνται οι σημερινές πρόωρες βουλευτικές εκλογές στην Αυστρία, στις οποίες, έπειτα από έναν αρκετά “σκληρό” προεκλογικό αγώνα, 6.401.304 Αυστριακοί ψηφοφόροι καλούνται από τις 7.00 το πρωί ώρα Ελλάδας στις κάλπες για να εκλέξουν, από συνολικά δέκα υποψήφια κόμματα, τα 183 μέλη της νέας τους Βουλής για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Στις 18.00 ώρα Ελλάδας που κλείνει το τελευταίο εκλογικό κέντρο αναμένεται η πρώτη πρόγνωση της δημόσιας Αυστριακής Ραδιοτηλεόρασης, στις 21.30 θα ανακοινωθεί από τον υπουργό Εσωτερικών το προσωρινό τελικό αποτέλεσμα, ενώ το οριστικό τελικό αποτέλεσμα θα είναι γνωστό αργά την Δευτέρα ή μόνον την Πέμπτη, εάν υπάρξει κάποια καθυστέρηση στην καταμέτρηση των επιστολικών ψηφοδελτίων που τη φορά αυτή έφτασαν τις 890.000, αριθμός-ρεκόρ.
Έχοντας πολλές πιθανότητες να είναι νικητής, καθώς σε όλες τις δημοσκοπήσεις ήταν πρώτο με αρκετή απόσταση, την πρώτη θέση διεκδικεί το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα του νυν υπουργού Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς, του οποίου η εκλογή σε αρχηγό του κόμματος τον περασμένο Μάιο και η καταγγελία εκ μέρους του, του κυβερνητικού συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Κρίστιαν Κερν, προκάλεσε την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών.
Οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί πρώτη πολιτική δύναμη στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2013 — αλλά και σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των προηγούμενων δεκαετιών — κινδυνεύουν να βρεθούν ακόμη και στην τρίτη θέση, πίσω από το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων.
Το κόμμα αυτό θεωρείται ο πιθανότερος κυβερνητικός εταίρος του Λαϊκού Κόμματος, με την προϋπόθεση πως αυτό θα είναι ο νικητής των εκλογών και ο Σεμπάστιαν Κουρτς θα λάβει από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν την εντολή για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Οι μνήμες της 4ης Φεβρουαρίου του 2000
Το ενδεχόμενο του σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού στην Αυστρία, ανάμεσα στο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα του υπουργού Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς και του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, μετά τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής, φέρνει στη μνήμη εκείνη την 4η Φεβρουαρίου του 2000, που έμελλε να σημαδέψει για αρκετά χρόνια την πολιτική ζωή της Αυστρίας.
΄Ηταν εκείνη η ημέρα που μέσα σε ένα κλίμα εσωτερικής αναταραχής και διεθνούς κατακραυγής, ορκιζόταν η πλέον αμφιλεγόμενη μεταπολεμικά κυβέρνηση της χώρα, και αυτό γιατί, για πρώτη φορά στην ιστορία της Αυστρίας συμμετείχε σε κυβέρνησή της ένα ακροδεξιάς και εθνικιστικής απόκλισης κόμμα, το Κόμμα των Ελευθέρων, κάτι που αποτελούσε τότε και «καινοτομία» στην Ευρώπη μια και ήταν, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το πρώτο κόμμα με τέτοια πολιτική που ανέβαινε σε κυβέρνηση.
Το γεγονός αυτό έφερε την Αυστρία επανειλημμένα στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος αλλά και εντονότατης κριτικής, η οποία συνοδεύτηκε τότε από πολύμηνης διάρκειας μέτρα πολιτικής και διπλωματικής απομόνωσης της κυβέρνησής της.
Στα δύο πρώτα χρόνια από την 4η Φεβρουαρίου του 2000, η χώρα, η οποία μέχρι τότε ίσχυε ως πρότυπο στην Ευρώπη σε πολλούς τομείς, δέχθηκε πλήγματα στην αίγλη και στο κύρος που διέθετε τις προηγούμενες δεκαετίες στο εξωτερικό.
Στο ίδιο το εσωτερικό της, η χώρα γνώρισε ίσως τις εντονότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις μετά το 1945, τις απόπειρες εγκατάστασης ενός αυταρχικού κράτους, την αμφισβήτηση της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, την απειλή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των Μέσων Ενημέρωσης, αλλά συγχρόνως και την επαναπολιτικοποίηση των πολιτών της.
Ακόμη, στο διάστημα αυτό αμφισβητήθηκε, και στη συνέχεια άρχισε η αποδόμηση, του για αρκετές δεκαετίες, υποδειγματικού στην Ευρώπη, “αυστριακού κράτους πρόνοιας”.
Αυτή η σίγουρα “δίσεκτη” διετία για την Αυστρία άρχιζε λίγες ημέρες νωρίτερα στα μέσα Ιανουαρίου 2000, με τις σαφείς πλέον ενδείξεις για τις ήδη αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές της 3ης Οκτωβρίου 1999 διεξαγόμενες μυστικές διαπραγματεύσεις σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού ανάμεσα στο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα των Ελευθέρων, που στις εκλογές είχαν αναδειχθεί σε τρίτη και δεύτερη δύναμη, αντίστοιχα.
Το Λαϊκό Κόμμα, λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων του (ΣΣ κατ΄ άλλους , εκβιασμών του) είχε οδηγήσει νωρίτερα σε ναυάγιο τις σχετικές διαπραγματεύσεις με το πρώτο σε δύναμη κόμμα, το Σοσιαλδημοκρατικό, με το οποίο σχημάτιζαν κυβέρνηση τα προηγούμενα δεκατρία χρόνια.
Οι έντονες προειδοποιήσεις των κυβερνήσεων των άλλων, τότε 14, πρωτευουσών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, πως σε περίπτωση συμμετοχής των Ελευθέρων σε αυστριακή κυβέρνηση, θα επέβαλαν μέτρα εναντίον της, δεν απέτρεψαν τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος — και υπουργό Εξωτερικών στην προηγούμενη κυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες – και κατόπιν καγκελάριο Βόλφγκανγκ Σιούσελ , να προχωρήσει σε κυβερνητική συμφωνία με τον ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο αρχηγό των Ελευθέρων, τον διαβόητο για το λαϊκισμό και τη δημαγωγία του, Γεργκ Χάιντερ.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2000, ο τότε πρόεδρος της Αυστρίας Τόμας Κλέστιλ προχωρούσε – “ενάντια στις προσωπικές πεποιθήσεις” του, όπως δήλωνε δημόσια ο ίδιος γνωρίζοντας τις διεθνείς επιπτώσεις — στην ορκωμοσία ενός δεξιού-ακροδεξιού κυβερνητικού συνασπισμού, ορκωμοσία που συνοδευόταν από πρωτοφανείς σε έκταση και δυναμικότητα διαδηλώσεις πολλών χιλιάδων Αυστριακών πολιτών, μπροστά στα κτίρια της Προεδρίας της Δημοκρατίας και της Καγκελαρίας.
Αυτή η αντίθεση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού κορυφώθηκε με το τεράστιο “Συλλαλητήριο της Αντίστασης” που πραγματοποιήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2000 στην Πλατεία των Ηρώων με την πρωτοφανή, για αυστριακά δεδομένα, συμμετοχή 250.000 και πλέον ατόμων, ανάμεσά τους δεκάδες διεθνείς προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών.
Στο πλαίσιο της κοινής διαπίστωσης, πως τα μέτρα απομόνωσης της αμφιλεγόμενης κυβέρνησης της Βιέννης, ευνοούν και ενισχύουν την ίδια, οι κυβερνήσεις των άλλων 14 κοινοτικών εταίρων και η πορτογαλική Προεδρία της ΕΕ έδιναν τέλη του Ιουνίου 2000 εντολή στην αποκαλούμενη “Επιτροπή των τριών σοφών” να εξετάσει τις πολιτικές εξελίξεις στην Αυστρία και τη φύση του Κόμματος των Ελευθέρων.
Στη βάση του πορίσματος των “τριών σοφών”, που, δεν έβρισκε μεν ψεγάδια στο κυβερνητικό έργο, προειδοποιούσε όμως για τους Ελευθέρους ζητώντας συνεχή επαγρύπνηση απέναντί τους, οι “14” προχώρησαν στις 12 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς στην άρση των μέτρων απομόνωσης της αυστριακής κυβέρνησης.
Με την άρση των μέτρων, ο δεξιός-ακροδεξιός συνασπισμός της Βιέννης βρέθηκε για πρώτη φορά και χωρίς προσχήματα πλέον, αντιμέτωπος με την πολιτική καθημερινότητα, αναγκασμένος να επιδείξει πλέον έργο, μετά οκτώ και πλέον μήνες ενασχόλησης με τον εαυτό του.
Για τους Ελευθέρους του Χάιντερ – ο οποίος εξαιτίας της διεθνούς κατακραυγής αλλά και στο πλαίσιο της τακτικής του, είχε παραιτηθεί τυπικά από την αρχηγία τους το Μάιο 2000, παραμένοντας όμως πάντα ο σκιώδης ηγέτης τους – τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι την απομάκρυνσή τους από την εξουσία στο τέλος του 2006, κυριαρχήθηκαν από αλλεπάλληλα πλήγματα και ήττες.
Εκλογικές ήττες του Κόμματος των Ελευθέρων σε τοπικές εκλογές και στα εννέα ομόσπονδα κρατίδια της Αυστρίας, αλλά και η κορύφωση στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2002, στις οποίες έχασαν σχεδόν τα δύο τρίτα της δύναμής τους σε σχέση με το θρίαμβό τους τον Οκτώβριο του 1999 — πέφτοντας από το 27 % στο 10 % — έφεραν τις μεγαλύτερες απώλειες του από την ανάληψη της αρχηγίας του από τον Χάιντερ το Σεπτέμβριο 1986.
Παρόλα αυτά ο καγκελάριος Βόλφγκανγκ Σιούσελ ανανέωσε το Φεβρουάριο του 2003 τη συνεργασία του με τον Χάιντερ και τους Ελευθέρους του, σε ένα δεύτερο δεξιό-ακροδεξιό κυβερνητικό σχήμα, το οποίο παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις εκλογές του Οκτωβρίου 2006.
Ενδιάμεσα, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο 2005, ο Χάιντερ είχε διασπάσει τους Ελευθέρους του, ιδρύοντας το “Συνασπισμό Μέλλον της Αυστρίας”, που παρέμεινε στην κυβέρνηση Σιούσελ, και του οποίου ο Χάιντερ ηγείτο μέχρι τον τραγικό θάνατό του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 11 Οκτωβρίου 2008.
Από τον Ιανουάριο του 2007 τη διακυβέρνηση στην Αυστρία ανέλαβε πάλι ένας “μεγάλος συνασπισμός” Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκού Κόμματος, που, έπειτα από πρόωρες εκλογές το Σεπτέμβριο του 2008, ανανεώθηκε, για να συνεχιστεί και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013 και να βρίσκεται μέχρι σήμερα στην εξουσία.
Σε αυτές τις τελευταίες εκλογές του 2013, το Κόμμα των Ελευθέρων με το νέο ηγέτη του — από τη διάσπαση του 2005 και μετά – τον, τον για πολλούς ακόμη πιο ακραίο από τον Χάιντερ, τον Χάιντς Κρίστιαν Στράχε, απέσπασε και πάλι ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό 20,5 ο/ο και βρέθηκε στην τρίτη θέση, ηγούμενο σήμερα της αυστριακής αντιπολίτευσης.
Ο Στράχε, του οποίου το κόμμα σε πολλές δημοσκοπήσεις για τις εκλογές της Κυριακής βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά το Λαϊκό Κόμμα του Σεμπάστιαν Κουρτς, αλλά μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες, φέρεται να εμφανίζεται σίγουρος ότι θα σημάνει τώρα η δική του ώρα και θα επιτύχει την πολυπόθητη από τον ίδιο εδώ και χρόνια, άνοδό του στην εξουσία με ένα νέο δεξιό-ακροδεξιό κυβερνητικό σχήμα Λαϊκού Κόμματος και Ελευθέρων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ