Σε πιο λίγους και πολύ πιο φτωχούς θα δίνονται τα οικογενειακά επιδόματα, αν το οικονομικό επιτελείο δεν καταφέρει να βρει τουλάχιστον 160 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτήσει το κυβερνητικό πλάνο για τη διατήρηση του διευρυμένου κύκλου δικαιούχων.
Το πρώτο crash test της κυβερνητικής πρότασης δεν στέφθηκε με επιτυχία και παρά το κλίμα αισιοδοξίας που επιχείρησε να καλλιεργήσει η αρμόδια αναπληρώτρια υπουργός Θεανώ Φωτίου αλλά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, γεγονός είναι ότι οι Θεσμοί δεν πείθονται επί του παρόντος από το περιβόητο spending review, δηλαδή το συμμάζεμα των κρατικών δαπανών, ως μέσο για να χρηματοδοτηθούν τα οικογενειακά επιδόματα με τη σημερινή τους μορφή. Επί της ουσίας, ο φάκελος των προνοιακών επιδομάτων αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο «αγκάθι» σε αυτή τη φάση της αξιολόγησης, δικαιώνοντας τους φόβους που είχε εκφράσει το καλοκαίρι υψηλόβαθμος αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών.
Κατά την άποψη των ξένων τεχνοκρατών, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των επιδομάτων που προβλέπονται για ένα ή δύο παιδιά και των αντίστοιχων για τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, οι οποίες ενισχύονται επιπλέον με 500 ευρώ ανά τέκνο. Όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, αν δεν βρεθεί τρόπος -δηλαδή κονδύλια, για να γεφυρωθούν αυτές ή άλλες παρόμοιες διαφορές, τότε ο πέλεκυς των περικοπών θα πέσει βαρύς, καθώς θα πάμε σε οριζόντιες παρεμβάσεις.
Αυτό που προβληματίζει ιδιαιτέρως είναι η ιδεολογική προσέγγιση των Θεσμών, που θεωρούν ότι αυτού του είδους τα επιδόματα θα πρέπει να καλύπτονται από το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, το οποίο, όμως, στοχεύει σε πολύ πιο φτωχά νοικοκυριά. Από την άλλη, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει αυτά τα περίπου 160 εκατ. ευρώ που της λείπουν, προκειμένου οι σημερινές στρεβλώσεις να διορθωθούν όχι με περικοπές αλλά με ενίσχυση των κονδυλίων για το πρώτο και το δεύτερο παιδί. «Θα τα βρούμε» ήταν η απάντηση υψηλόβαθμου αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών, στο αν υπάρχουν αυτά τα κονδύλια, ωστόσο μόνο και μόνο ότι το θέμα μένει σε εκκρεμότητα δεν είναι καλός οιωνός.
Στο μεταξύ, η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Θεανώ Φωτίου, από την πλευρά της, τόνισε πως «όσο πιο πολλά μας δώσουν, τόσο το καλύτερο για το παιδί (οικογενειακά επιδόματα)».
Κατά πληροφορίες ψάχνουν από που θα μπορούσαν να αντλήσουν 160 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει αλλαγές στα πολυτεκνικά επιδόματα με στόχο να χορηγείται αυξημένο επίδομα στο πρώτο και το δεύτερο παιδί καθώς και στα ενήλικα παιδιά των οποίων το κόστος διαβίωσης είναι υψηλότερο.
Σήμερα το επίδομα για κάθε παιδί ανέρχεται σε 40 ευρώ μηνιαίως. Ένα από τα σενάρια που προτείνει η Τράπεζα είναι το επίδομα για το πρώτο και δεύτερο παιδί να είναι 60 ευρώ για τρία και περισσότερα 90 ευρώ. Δηλαδή μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά θα λαμβάνει 90 αντί 160 ευρώ (40Χ4) μηνιαίως.
Κύκλοι του υπουργείου εργασίας τόνιζαν ήδη από χθες ότι στόχος της ελληνικής πλευράς είναι η ενίσχυση του 1ου και 2ου παιδιού με ταυτόχρονη στήριξη των πολύτεκνων.
Ανάλογος προβληματισμός υπάρχει για τα αναπηρικά επιδόματα, καθώς οι Θεσμοί πιέζουν για αλλαγή των κριτηρίων χορήγησης. Έτσι αντί των γνωστών ποσοστών αναπηρίας, προκρίνουν το κριτήριο του κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να αυτοεξυπηρετούνται στην καθημερινή τους διαβίωση. Αλλαγές θα πρέπει να δρομολογηθούν, επίσης, στα φοιτητικά επιδόματα και στις ειδικές εκπτώσεις- απαλλαγές που ισχύουν στις μετακινήσεις με τα μέσα μαζικής μεταφοράς κι αυτό συνεπάγεται αυστηρότερα εισοδηματικά κριτήρια.
Ενδεικτικό του τρόπου σκέψης των δανειστών είναι το άγριο πετσόκομμα του επιδόματος θέρμανσης, που συμπεριλαμβάνεται στα κοινωνικά επιδόματα. Το αρχικό κονδύλι ήταν περίπου 200 εκατ. ευρώ, αλλά φέτος μετά από δύο περικοπές, θα πέσει κάτω από τα 50 εκατ. ευρώ, με δραματική μείωση του χορηγούμενου επιδόματος αλλά και του αριθμού των δικαιούχων του.
Από την άλλη πλευρά, αν και τον τελευταίο χρόνο το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχει καταβάλει ομολογουμένως τιτάνιες προσπάθειες για να εντοπίσει δαπάνες ελαστικές, που χωρούν συμμάζεμα, το παράδειγμα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας λειτουργεί πάντα αποτρεπτικά για τους δανειστές. Υπενθυμίζεται ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας είχε δεσμευθεί για εξοικονόμηση 500 εκατ. ευρώ στην πρώτη διετία του προγράμματος, αλλά πλέον μιλάμε για περίπου 50 εκατ. ευρώ.