Η συνήθως τυπική έως και βαρετή πολιτική σκηνή του Βερολίνου σπανίως συγκινεί τις ελληνικές κυβερνήσεις. Επί 70 χρόνια, μετά τον πόλεμο, οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία ήταν γραμμικά εξελισσόμενες, ακόμα και στα χρόνια των μνημονίων που οι δύο «Χριστιανικές» (CDU-GSU) κυβερνήσεις της Άνγκελα Μέρκελ (μία με τους Φιλελεύθερους του FDP και μία με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD) επηρέασαν άμεσα και ενίοτε καταλυτικά την πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Το Γερμανικό πολιτικό θρίλερ είναι, τις τελευταίες ημέρες, κεντρικό θέμα συζήτησης στα πολιτικά γραφεία των Αθηνών, καθώς είναι πασιφανές πως η έκβαση των διαβουλεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα δρομολογήσει θετικές, ουδέτερες, ή και αρνητικές εξελίξεις τόσο στο ευρωπαϊκό πεδίο, όσο και σχετικά με την πορεία εξόδου της ελληνικής οικονομίας από τα μνημόνια.
Στο Μέγαρο Μαξίμου δεν κρύβουν ότι το καλύτερο σενάριο για τα ελληνικά συμφέροντα θα ήταν να καταλήξουν θετικά οι διαπραγματεύσεις ώστε να έχουμε την επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού», με τη σοσιαλδημοκρατική παράμετρο, μάλιστα, ενισχυμένη. Το θέμα απασχόλησε και τη συνάντηση που είχε το πρωί της Παρασκευής ο Αλέξης Τσίπρας με τον Εμανουέλ Μακρόν, καθώς και η γαλλική πλευρά παρακολουθεί με αγωνία τα συμβαίνοντα στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Νέας Σελίδας», τα τηλέφωνα μεταξύ Αθηνών και Βερολίνου έχουν κυριολεκτικά «ανάψει», ιδιαίτερα από το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης, αμέσως μετά τη συνάντηση που είχε στο προεδρικό μέγαρο της γερμανικής πρωτεύουσας ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ με τον επικεφαλής του SPD Μάρτιν Σουλτς.
Τις επικοινωνίες αυτές διευκολύνει το γεγονός ότι ο Γερμανός πρόεδρος και «πατριάρχης» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας διαθέτει στην Ελλάδα δύο φίλους που εμπιστεύεται δεόντως και με τους οποίους συνομιλεί τακτικά, ακόμα και τις τελευταίες ημέρες που το πολιτικό θερμόμετρο στην ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης έχει χτυπήσει «κόκκινο». Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο και τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, με τον οποίο, μάλιστα, συνδέεται με μακρά προσωπική φιλία, από την εποχή (1970) που αμφότεροι ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο του Γκίσεν.
Το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις στο Βερολίνο έδειξε και προσωπικά ο πρωθυπουργός που είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο του SPD Μάρτιν Σουλτς, αμέσως μετά τις συναντήσεις του με τον Φρανσουά Ολάντ και τον Εμανουέλ Μακρόν και καθ’οδόν προς το αεροδρόμιο του Παρισιού.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Αλέξης Τσίπρας ενημερώθηκε από τον κ. Σουλτς για τις εξελίξεις στο Βερολίνο και του εξέφρασε την ανησυχία του από την πιθανότητα μιας παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας στη Γερμανία, ενόψει, μάλιστα, των κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον της Ε.Ε.
Ο κ. Τσίπρας ενθάρρυνε τον πρόεδρο του SPD να δράσει υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης, λέγοντας πως “η πραγματικά αριστερή και προοδευτική στάση δεν ειναι να διατηρείς τη καθαρότητα των θέσεων σου αλλά να δίνεις μαχες για εφικτές αλλαγές προς όφελος των πολλών.
«Αν τώρα μπορείς αυτό να το πετυχεις, είναι ίσως μα ευκαιρία που δε πρέπει να χαθεί…”, φέρεται να του είπε ο ΠΘ.
Έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Γερμανία επιδεικνύει προσωπικά ο πρωθυπουργός που ενημερώνεται μέσω του διπλωματικού του συμβούλου Βαγγέλη Καλπαδάκη και του πρέσβη της χώρας μας στο Βερολίνο Θόδωρου Δασκαρόλη, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε και ο ίδιος επικοινωνία με πρόσωπα- κλειδιά στο Βερολίνο.
Τι φοβάται, τι ελπίζει η Αθήνα
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πως μια μακρά παράταση της πολιτικής εκκρεμότητας στη Γερμανία θα μπορούσε μπορεί να επηρεάσει αρνητικά -λιγότερο ή περισσότερο- τόσο τις συνομιλίες για τη «νέα αρχιτεκτονική» της Ευρώπης στη βάση του σχεδίου Μακρόν (το οποίο ο Έλληνας πρωθυπουργός όχι μόνο συμμερίζεται αλλά στη διαμόρφωση του οποίου συμμετέχει, όπως διαπιστώθηκε και κατά την επίσκεψη του Γάλλου προέδρου στην Αθήνα αλλά και στις συνομιλίες που είχε το πρωί της Παρασκευής στο Παρίσι), όσο και σε μείζονα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα.
Κι αν η ομαλή και έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης δεν φαίνεται να κινδυνεύει ούτε κατ’ ελάχιστον από τα συμβαίνοντα στο Βερολίνο, δύο άλλα εξαιρετικά ζητήματα μπορεί να επηρεαστούν από την απώλεια πολύτιμου χρόνου.
Όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι στις Βρυξέλλες, τα σύννεφα ενδέχεται να πυκνώσουν κατά πρώτον στο προσφυγικό και κατά δεύτερον σε όσα συναρτώνται με την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος μέχρι το καλοκαίρι του 2018.
Σχετικά με το προσφυγικό, όσα συνέβησαν τις προηγούμενες ημέρες με τους ιδιαίτερα αυστηρούς ελέγχους επιβατών από την Ελλάδα στα γερμανικά αεροδρόμια, ανησύχησαν και δυσαρέστησαν τόσο την Κομισιόν, όσο και την ελληνική κυβέρνηση.
Η μίνι κρίση -που φαίνεται ότι διευθετείται μετά τα διαβήματα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- φέρει την υπογραφή του Γερμανού υπουργού Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ. Πρόκειται για ένα εκ των πλέον συντηρητικών στελεχών του CDU που επιχείρησε, με αυτό τον τρόπο, να εκμεταλλευτεί τη δυσφορία μερίδας του εκλογικού σώματος για την πολιτική των «ανοικτών συνόρων» της Άνγκελα Μέρκελ και να θέσει έτσι υποψηφιότητα ως «εναλλακτικό» πρόσωπο, τόσο μελλοντικά για την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, όσο και άμεσα εάν οι εσωτερικές εξελίξεις οδηγούσαν σε μια σύμπραξη των χριστιανικών κομμάτων με το FDP ή σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας που θα απαιτούσε αλλαγή στην Καγκελαρία.
Πιθανή πολιτική παραλυσία στο Βερολίνο με προκήρυξη νέων εκλογών είναι βέβαιο πως θα έδινε πόντους στις απόψεις ντε Μεζιέρ και θα αλλοίωνε την προσεκτική πολιτική της Μέρκελ στο προσφυγικό.
Το χρέος και η έξοδος από τα μνημόνια
Ως προς το ελληνικό πρόγραμμα, εκείνο που θα μπορούσε να προκαλέσει επιπλοκές ανησυχεί την Αθήνα είναι ότι εάν η Γερμανία οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές και μάλιστα σε κλίμα γενικευμένης αβεβαιότητας και αστάθειας, πιθανώς μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου (η Welt προσδιόρισε σε ένα τέτοιο σενάριο τις κάλπες στις 22 Απριλίου), δεν πρέπει να αναμένεται σχηματισμός νέας κυβέρνησης πριν τον Μάϊο.
Δεδομένου ότι από τον Φεβρουάριο πρέπει να ξεκινήσουν οι συνομιλίες για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ (σε μια ογκούμενη κρίση χρέους και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία, το Βέλγιο και η Γαλλία σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Κομισιόν), το παζλ γίνεται δυσεπίλυτο. Πρέπει να σημειωθεί, δε, πως μια συμφωνία για το χρέος είναι «λυδία λίθος» για το πρόγραμμα του ESM μετά τη λήξη των μνημονίων και την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
« Η αναβολή συγκρότησης κυβέρνησης στη Γερμανία μπορεί να προσθέσει βαθμούς δυσκολίας για τους οποίους κανείς δεν είναι προετοιμασμένος», έλεγαν στη «Νέα Σελίδα» αρμόδιοι κοινοτικοί αξιωματούχοι.
Το καλό σενάριο
Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ωστόσο, στην Αθήνα άκουσαν με ικανοποίηση το γεγονός ότι η κ. Μέρκελ δεν θα συμπράξει τελικά -εκτός ακραίου απροόπτου- με το FDP, κάτι που θα έφερνε τον ακραίο και σκληρό έναντι της Ελλάδας Κρίστιαν Λίντνερ στο υπουργείο Οικονομικών. Ακόμα και μια σχετικά μικρή παράταση του γερμανικού πολιτικού θρίλερ θεωρείται καλύτερη εξέλιξη από τη «Τζαμάϊκα» επειδή στη θέση του διαδόχου του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε βρίσκεται ο Χριστιανοδημοκράτης αλλά μετριοπαθής Πέτερ Αλτμάγιερ.
Τα τελευταία 24ωρα, ωστόσο, το κλίμα στις Βρυξέλλες, το Παρίσι και την Αθήνα έχει βελτιωθεί καθώς υπάρχουν, πλέον, ενδείξεις ότι ο Μάρτιν Σουλτς «μαλακώνει» και υπό την πίεση κορυφαίων στελεχών του SPD συζητά την αναίρεση της αρχικής του θέσης και τη συμμετοχή σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» (GroKo). Η παρέμβαση Σταϊνμάγερ και η αναγγελία ότι την ερχόμενη Πέμπτη θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση Μέρκελ, Σουλτς και Ζεχόφερ (ηγέτης του GSU) δημιουργεί περιβάλλον αισιοδοξίας.
Αυτό μπορεί να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο εάν σε μια τέτοια κυβέρνηση CDU-SPD συμπράξουν και οι «Πράσινοι», και εφόσον επαληθευτεί το σενάριο ότι ο ισχυρά ρυθμιστικό ρόλος του Σουλτς (παρότι ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών του Σεπτεμβρίου) θα οδηγήσει στην ανάληψη από τους Σοσιαλδημοκράτες δύο εξαιρετικά κρίσιμων για την Ευρώπη και την Ελλάδα υπουργείων. Του Εξωτερικών και του Οικονομικών. Σε μία τέτοια περίπτωση είναι πολύ πιθανό να δούμε μία νέα ατζέντα Μέρκελ με βαρύ σοσιαλδημοκρατικό αποτύπωμα, κάτι που αναμφίβολα βοηθάει σημαντικά την έξοδο της Ελλάδας από την εποχή των μνημονίων.
Πηγή: Νέα Σελίδα