Νέα τροπή στην υπόθεση για την πώληση αμυντικού υλικού στη Σαουδική Αραβία από όσα έρχονται στο φως στο πλαίσιο έρευνας στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας- Ο ρόλος του πρέσβη, του προξένου και του πολυπράγμονος Τζον Σφακιανάκη- Η συνάντηση στο Πεντάγωνο και το σχέδιο για «διαδρομή λαθρεμπορίου».
Στοιχεία-βόμβα που εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την εμπλοκή στην αρχική διακρατική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Σαουδικής Αραβίας για την πώληση 300.000 παλαιών βλημάτων και εν συνεχεία, την διαρροή απόρρητων διπλωματικών εγγράφων και την πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης από την αντιπολίτευση στην Αθήνα, φέρνει σήμερα στο φως η «Νέα Σελίδα».
Από τα στοιχεία αυτά εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά για τον τρόπο που λειτούργησαν διπλωματικά στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών, ο ρόλος κάποιων εκ των οποίων ερευνάται, πλέον, στο πλαίσιο της ΕΔΕ που διέταξε ο Νίκος Κοτζιάς, αλλά και ο περιβόητος Γιάννης (Τζον) Σφακιανάκης που κατονομάστηκε ως «αξιόπιστη πηγή» και «κοντά σε υψηλόβαθμους σαουδαραβικούς κύκλους» από τον ίδιο τον πρέσβη της Ελλάδας στο Ριάντ Πολυχρόνη Πολυχρονίου.
Οι αρμόδιες αρχές που ερευνούν την υπόθεση έχουν στη διάθεσή τους μαρτυρίες που δείχνουν ότι «πρόσωπα και κύκλοι» στο Ριάντ επιχείρησαν να σπάσουν την διακρατική συμφωνία Ελλάδας- Σαουδικής Αραβίας προκειμένου να πάρουν άλλη τη «δουλειά» της πώλησης του πολεμικού υλικού, προτείνοντας, μάλιστα, η μεταφορά του να γίνει μέσω διαδρομών που χρησιμοποιούν οι λαθρέμποροι όπλων και συγκεκριμένα μέσω της Σερβίας!
Είναι βέβαιο, πλέον, πως στο υπουργείο Εξωτερικών υπήρξε ένα τουλάχιστον «βαθύ λαρύγγι» που διακίνησε απόρρητα διπλωματικά έγγραφα, απέκρυψε άλλα, ακόμα και από προϊσταμένους διπλωμάτες και την ίδια την ηγεσία του υπουργείου, και είτε άθελα, είτε σκοπίμως (για πολιτικούς ή άλλους λόγους), προσπάθησε να συνδράμει την προσπάθεια του κ. Σφακιανάκη να ανατεθεί σε άλλα πρόσωπα η προμήθεια του υλικού και μάλιστα με αισθητά μικρότερο τίμημα, κάτι που θα ζημίωνε το Ελληνικό Δημόσιο.
Ανώτερες διπλωματικής πηγές που μίλησαν στη «Νέα Σελίδα» και είναι σε θέση να γνωρίζουν το σύνολο της εμπιστευτικής αλληλογραφίας μεταξύ Αθήνας και Ριάντ, θεωρούν πως υπήρξαν «επίορκοι κρατικοί λειτουργοί» (αυτό όμως είναι αντικείμενο της εσωτερικής έρευνας) που έδρασαν για να ναρκοθετηθεί η διακρατική συμφωνία εξυπηρετώντας τα συμφέροντα «ανεπίσημων» σαουδαραβικών κύκλων και μεσαζόντων που ενεπλάκησαν στην υπόθεση.
Το γεγονός ότι 93 υποθέσεις που αφορούν συγκεκριμένους διπλωμάτες αλλά ενδεχομένως και πολιτικά πρόσωπα προηγούμενων κυβερνήσεων έχουν σταλεί από τον κ. Κοτζιά στον εισαγγελέα ίσως εξηγεί, κατά ορισμένους, τους λόγους για την πολιτική τροπή που έλαβε η υπόθεση.
«Ειδυλλιακό» το Ριάντ
Για τα στελέχη των επενδυτικών funds και τους μεσάζοντες στο διεθνές εμπόριο οπλικών συστημάτων το Ριάντ είναι το σύγχρονο «Ελ Ντοράντο» της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Από την Ολάγια, που είναι η εμπορική καρδιά της Σαουδαραβικής πρωτεύουσας, με τα μεγάλα Mall και τα κέντρα ψυχαγωγίας κατά μήκος της λεωφόρου Al-Tahlya (όπου βρίσκεται και το επιβλητικό κέντρο Αλ- Φαϊσιλιγιά), μέχρι τη Διπλωματική Περιοχή (Diplomatic Quarter ή DQ) με τις πρεσβείες και τις πρεσβευτικές κατοικίες, κλείνονται, πλέον, όλα τα μεγάλα «ντιλς». Αρκεί, βεβαίως, να γνωρίζει κανείς τους κατάλληλους ανθρώπους στην κατάλληλη θέση, σε ένα πολυδαίδαλο σύστημα διακυβέρνησης με κρατικούς αξιωματούχους, εμίρηδες και πρίγκιπες. Ένα σύστημα ευάλωτο στη διαφθορά, όπως γνωρίζουν όσοι «κάνουν δουλειές» στη Σαουδική Αραβία και αποκαλύφθηκε πριν μερικές εβδομάδες με τη σύλληψη 11 πριγκίπων, μεταξύ των οποίων και του δισεκατομμυριούχου Αλ Ουαλίντ με τις κολοσσιαίες επενδύσεις στη Δύση μέσω της εταιρείας του Kingdom Holding.
Σ’ αυτό το «ειδυλλιακό» για έξυπνους επιχειρηματίες και διαμεσολαβητές περιβάλλον, ο πολυπράγμων οικονομολόγος Τζον Σφακιανάκης (εκ Κρήτης) φαίνεται πως έχει κατορθώσει να ανελιχθεί στα τοπικά συστήματα εξουσίας και να βρεθεί, μάλιστα, στην στενή ομάδα συμβούλων του υπουργού Οικονομικών της Σαουδικής Αραβίας, ενός εκ των πλέον ισχυρών ανθρώπων του καθεστώτος.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τα ανοικτά γεωπολιτικά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή έστρεψαν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον των εμίρηδων στην παγκόσμια αγορά οπλικών συστημάτων. Πριν μερικούς μήνες, άλλωστε, κατά την επίσημη επίσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ στο Ριάντ, ανακοινώθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Αντέλ Αλ- Ζουμπεϊρ η διμερής συμφωνία για την εξαγορά εξοπλιστικών συστημάτων από τις ΗΠΑ ύψους 110 δις $. Μια κολοσσιαία συμφωνία που κατά την προσεχή 10αετία θα φθάσει τα 380 δις $.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο επικεφαλής του τμήματος Οικονομικών Ερευνών του Gulf Research Center Γιάννης (Τζον) Σφακιανάκης κινείται, όπως λένε άνθρωποι που τον έχουν γνωρίσει, με μεγάλη άνεση. Απόφοιτος του Harvard (μετά το πρώτο πτυχίο του από το University of London), γνωστός νεοφιλελεύθερος, με θητεία στην Παγκόσμια Τράπεζα και διευθυντής του τμήματος Μέσης Ανατολής του επενδυτικού Ashmore Group, μετατόπισε τα τελευταία χρόνια το επιχειρηματικό ενδιαφέρον του και προσπάθησε να αναμιχθεί και στις μεγάλες συμφωνίες για εξοπλιστικά προγράμματα που αναζητούσε η Σαουδική Αραβία.
Για πρώτη φορά ο κ. Σφακιανάκης εκδηλώνει, όπως προκύπτει από μαρτυρίες, ενδιαφέρον για την υπόθεση πώλησης των 300.000 βλημάτων το φθινόπωρο του 2016 κι ενώ το ελληνικό υπουργείο Άμυνας είχε, από την άνοιξη του ίδιου έτους, κοινοποιήσει τις προθέσεις του να πουλήσει το προς απόσυρση πολεμικό υλικό.
Το περίεργο μήνυμα
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Νέας Σελίδας», το Νοέμβριο του 2016 φθάνει στην Αθήνα ένα περίεργο μήνυμα από «κύκλους προσκείμενους στη βασιλική οικογένεια του Ριάντ».
«Εάν δεν μπορείτε να μας στέλνετε στρατιωτικό υλικό για να καλύψουμε τις άκρως επείγουσες ανάγκες μας, εξαιτίας εμποδίων που μπορεί να τεθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή για λόγους εσωτερικών αντιδράσεων στη χώρα σας, το θέμα μπορεί να ρυθμιστεί μέσω Σερβίας».
Ουσιαστικά οι «σαουδαραβικοί κύκλοι», που ουδεμία σχέση είχαν με τα στρατιωτικά στελέχη του υπουργείου Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας που συνομιλούσαν επισήμως με την ελληνική πλευρά, φαίνεται πως πρότειναν να διοχετευθεί το πολεμικό υλικό μέσω της Σερβίας ώστε να μην φανεί πουθενά ότι τελικός παραλήπτης είναι το Ριάντ. Δηλαδή, «τελικός χρήστης» των βλημάτων ή των βομβών θα φαινόταν η Σερβία. Εκεί, πιθανότατα, τα λαθρεμπορικά κυκλώματα (που ούτως ή άλλως είναι γνωστό πως χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη διαδρομή) θα φόρτωναν σε εμπορικά πλοία τις ελληνικές οβίδες και στα συνοδευτικά έγγραφα- μαϊμού θα αναγραφόταν κάποια χώρα του τρίτου κόσμου για την οποία δεν υπάρχει εμπάργκο πώλησης στρατιωτικού εξοπλισμού. Στη συνέχεια, βεβαίως, τα πλοία θα άλλαζαν διαδρομή και θα ξεφόρτωναν το «εμπόρευμα» στη Σαουδική Αραβία ή σε ενδιάμεση χώρα-σταθμό.
Με αυτό τον τρόπο οι λαθρέμποροι προστατεύονται από τυχόν νηοψίες του ΝΑΤΟ, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση εμφανίζονται τα έγγραφα-μαϊμού με χώρα «τελικού χρήστη» κάποιον προορισμό στην Αφρική ή την Ασία.
Η εμφάνιση του μεσάζοντα
και το ραντεβού στο Πεντάγωνο
Από την έρευνα που έχουν κάνει έως τώρα οι αρμόδιες αρχές στην Αθήνα προκύπτει πως η πρώτη προσπάθεια «μαγειρέματος» στο Ριάντ για τη συγκεκριμένη πώληση ελληνικού στρατιωτικού υλικού εκδηλώνεται το Νοέμβριο του 2016, αρκετούς μήνες, δηλαδή, μετά την εκκίνηση των επίσημων διαβουλεύσεων των δύο χωρών. Τότε εμφανίζεται -δίχως να έχει διευκρινισθεί ακόμα πως συνδέονται τα δύο γεγονότα- ο κ. Σφακιανάκης και προβάλλεται ως «πρόσωπο του περιβάλλοντος του σαουδαραβικού θρόνου». Το βασικό επιχείρημα που διατυπώνεται είναι πως οι τιμές που πουλάει η Αθήνα το στρατιωτικό υλικό είναι «φουσκωμένες» και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Αυτό είναι περίπου και το μήνυμα που στέλνει, άλλωστε, και ο πρέσβης μας στο Ριάντ Πολυχρόνης Πολυχρονίου, επικαλούμενος το ίδιο πρόσωπο ως «αξιόπιστη πηγή», όπως αποκάλυψε κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο ίδιος ο πρωθυπουργός και προκύπτει από την αλληλογραφία του υπουργείου Εξωτερικών.
Την ίδια περίοδο συμβαίνει κάτι ακόμα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, όπως περιήλθε σε γνώση της «Νέας Σελίδας».
Έλληνας επιχειρηματίας που διατηρεί τουριστικό γραφείο και δραστηριοποιείται στο Ριάντ πλησιάζει στενό συνεργάτη του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου και του ζητάει να γίνει συνάντηση με τον κ. Σφακιανάκη. Η συνάντηση δεν γίνεται αφού το ενδιαφέρον του τελευταίου είναι σχετικά «θολό», ωστόσο ο τουριστικός πράκτορας επανέρχεται με διευκρινίσεις και, τελικά, κλείνεται ραντεβού με τον διευθυντή του υπουργικού γραφείου, το ανώτατο στέλεχος της Αεροπορίας και έμπειρο σε θέματα στρατιωτικού υλικού Θεολόγη Συμεωνίδη.
Η συνάντηση έγινε, όπως πληροφορήθηκε η «Νέα Σελίδα», στο γραφείο του κ. Συμεωνίδη στο Πεντάγωνο, παρόντων του συνεργάτη του Πάνου Καμμένου και του τουριστικού πράκτορα. Εκεί ο κ. Σφακιανάκης μεταφέρει το ενδιαφέρον «σαουδαραβικών κύκλων» για την πώληση των βλημάτων -παρότι η διαδικασία της διακρατικής συμφωνίας ήταν σε εξέλιξη-, εκφράζει τις επιφυλάξεις του για τις τιμές και δημιουργεί την εντύπωση ότι οι κύκλοι που φερόταν να εκπροσωπεί ήθελαν να ακολουθηθεί κάποια άλλη διαδικασία.
Ο έμπειρος κ. Συμεωνίδης άκουσε με προσοχή τον κ. Σφακιανάκη και του ζήτησε κάποιο έγγραφο εξουσιοδότησης ότι πράγματι εκπροσωπούσε το Ριάντ και δη το υπουργείο Άμυνας, δεδομένου ότι στις “government to government» τέτοιου είδους συναλλαγές εμπλέκονται οι υπηρεσίες του συγκεκριμένου υπουργείου και από τις δύο χώρες.
Όπως πληροφορηθήκαμε ο κ. Σφακιανάκης δεν είχε να προσκομίσει κάποιο επίσημο έγγραφο πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης, ενώ απέφυγε να δώσει και κάποια προσωπική- επιχειρηματική του κάρτα, υποσχόμενος ότι θα επανέλθει. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβη ποτέ.
Ο έμπειρος κ. Πολυχρονίου
και ο άπειρος πρόξενος
Ένα ακόμα περίεργο περιστατικό που προστίθεται στην αλυσίδα των μεθοδεύσεων στην πώληση του στρατιωτικού υλικού είναι η μεγάλη καθυστέρηση με την οποία οι σαουδαραβικές αρχές διαπίστευσαν τον Έλληνα στρατιωτικό ακόλουθο (ΑΚΑΜ) από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στο Ριάντ (όπου η Ελλάδα δεν διέθετε τέτοιο αξιωματούχο). Κι αυτό διότι τις περιπτώσεις διακρατικών συμφωνιών για αγοραπωλησίες αμυντικού υλικού τις χειρίζονται, όπως προείπαμε, τα υπουργεία Άμυνας μεσω των στρατιωτικών ακολούθων.
Εκτιμάται, εκ των υστέρων, πως η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στην προσπάθεια «παράλληλων κύκλων» να μπλοκάρουν την επίσημη συμφωνία και να θέσουν σε εφαρμογή το «δεύτερο σχέδιο».
Εξίσου περίεργο, εξάλλου, είναι και το γεγονός ότι ο Έλληνας πρόξενος στο Ριάντ Ηλίας Κλουβάτος έστειλε κάποια e-mail σε αντισυνταγματάρχη της Διεύθυνσης Εξοπλισμών (ΓΔΑΕΕ) του υπουργείου Άμυνας δίχως να τα κοινοποιήσει, ως όφειλε, στο υπουργείο Εξωτερικών. Σε ένα από αυτά, τον Ιούνιο του 2017 (είναι εξ αυτών που έδωσε στη δημοσιότητα ο Ανδρέας Λοβέρδος), φέρεται να γράφει πως «οι σαουδάραβες δεν γνωρίζουν τον Βασίλη Παπαδόπουλο». Το συγκεκριμένο μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, όμως, φαίνεται ότι δεν έφτασε ποτέ στους ανωτέρους του στο υπουργείο Εξωτερικών, παρότι ρητώς και κατηγορηματικών επιβάλλεται από τον κανονισμό λειτουργείας των διπλωματικών υπηρεσιών της χώρας μας.
Ο κ. Κλουβάτος είναι, βεβαίως, ένας μάλλον άπειρος διπλωμάτης, είναι, όμως, απορίας άξιο γιατί δεν παρενέβη -για να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες- ο ίδιος ο πρέσβης κ. Πολυχρονίου. Για τους χειρισμούς του τελευταίου έχουν διατυπωθεί κάποια ερωτηματικά -από τον κ. Κοτζιά και άλλα κυβερνητικά στελέχη- που ερευνώνται στο πλαίσιο της ΕΔΕ. Κι αυτό διότι δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο e-mail που δεν έφτασε στους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες αλλά και άλλο e-mail του Ιουνίου του 2017 που, όλως τυχαίως, έφτασε στο υπουργείο Εξωτερικών μόνο μετά τη δημοσιοποίησή του από την αντιπολίτευση. Τότε ήταν που παρενέβη προσωπικώς ο κ. Κοτζιάς και διέταξε τον κ. Πολυχρονίου να στείλει ολόκληρη την επίσημη αλληλογραφία σχετικά με την υπόθεση στην Αθήνα.
Τα κομβικά πρόσωπα και η αλλαγή στάσης
Εκ των πραγμάτων, ο κ. Πολυχρονίου είναι ένα πρόσωπο με κομβικό ρόλο στην υπόθεση που έγινε αιτία για την πολιτική σύγκρουση με στόχο τον υπουργό Άμυνας Πάνο Καμμένο και εν κατακλείδι την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης.
Ο Έλληνας πρέσβης δεν μπορεί, φυσικά, να κατηγορηθεί για απειρία. Όλα τα άλλα αποτελούν θέμα της ΕΔΕ που διενεργείται.
Στο υπουργείο Εξωτερικών είναι πασίγνωστος και για το βιογραφικό του αλλά και για την «τύχη» του να βρίσκεται συχνά σε εξαιρετικά καλά διπλωματικά πόστα που πολλοί άλλοι διπλωμάτες τα βλέπουν από μακριά με τα κυάλια…
Για παράδειγμα, διετέλεσε το 1989 επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του τότε υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού, του αείμνηστου, Τζανή Τζανετάκη. Δεδομένου ότι τότε είχε ακόμα μικρή προϋπηρεσία στο διπλωματικό σώμα, κάποιοι συνάδελφοί του θεωρούν πως επιλέχθηκε όχι μόνο για τα προσόντα του αλλά και λόγω των σχέσεων του με τη Ν.Δ.
Έκτοτε βρέθηκε στο προξενείο του Σαρλερουά του Βελγίου, υποδιευθυντής στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου, επιτετραμμένος στην πρεσβείας μας στην Μπραζίλια, σύμβουλος στη Βέρνη και στο Ελσίνκι, πριν τοποθετηθεί το 2011 Γενικός πρόξενος στη Τζέντα και μετά την προαγωγή του στον βαθμό του Πληρεξούσιου Υπουργού πρέσβης στο Ριάντ.
Έχει, δηλαδή, μια σημαντική διαδρομή σε κρίσιμες θέσεις που δεν δικαιολογεί είτε την διαρροή απόρρητων εγγράφων, είτε το γεγονός ότι υπήρξε μία παράλληλη αλληλογραφία που δεν έφτανε στους αρμοδίους υπηρεσιακούς παράγοντες.
Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορίες της «Νέας Σελίδας», κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ο πρέσβης φέρεται να γνωρίζει όσα είχαν διαδραματισθεί:
Ότι στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας επισκέφθηκαν την Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2017 και πραγματοποίησαν επιθεώρηση δείγματος του στρατιωτικού υλικού. Κάτι που προφανώς επιβεβαιώνει ότι Αθήνα και Ριάντ βρίσκονταν σε ανοικτό διάλογο για την πώληση.
Ότι στέλεχος του σαουδαραβικού υπουργείου Άμυνας χειρίστηκε επισήμως την υπόθεση. Όμως, προς τα τέλη του καλοκαιριού του 2017 -κι ενώ είχαν περάσει αρκετοί μήνες από την εμφάνιση και εμπλοκή στην υπόθεση του Τζον Σφακιανάκη, ο συγκεκριμένος σαουδάραβας αξιωματικός διατάχθηκε να μην συμμετέχει πλέον στις διαβουλεύσεις. Κάτι που αποδίδεται στη σύγκρουση στο εσωτερικό του υπουργείου Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας όσο και εξαιτίας επιχειρηματικών συμφερόντων εντός και εκτός της αραβικής χώρας.
Ουσιαστικά, από τον Αύγουστο του 2017, η ελληνική πρεσβεία γίνεται κοινωνός των προθέσεων σαουδαραβικών κύκλων να αλλάξουν στάση σχετικά με τη συμφωνία πώλησης αμυντικού υλικού και να επιδιώκουν την μερική υλοποίησή της (100.000 αντί για 300.000 βλήματα), ή ακόμα και την ακύρωσή της. Είναι προφανές πως «καταλύτης» για αυτή την αλλαγή στάσης ήταν πρόσωπο ή πρόσωπα στο Ριάντ και την Αθήνα που κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πηγή: Νέα Σελίδα