Επιχειρώντας μία όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη αποτίμηση της επίσκεψης του Ταγίπ Ερντογάν, αξίζει να επισημανθούν εν συντομία τα εξής:
Η ατζέντα των συνομιλιών του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα προσδιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Σκάϊ και τον Αλέξη Παπαχελά και προβλήθηκε λίγες ώρες πριν την άφιξή του. Αυτό είναι κάτι που κακώς υποτιμήθηκε. Σύμφωνα με την επικοινωνιακή εθιμοτυπία που τηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε «ελεγχόμενα» και στο πλαίσιο της διπλωματικής αβρότητας στο τουρκικό πρακτορείο “Anadolu”. Για κάποιον λόγο σχετικά απροσδιόριστο -που όμως εγείρει ερωτήματα- ο Ερντογάν ακολούθησε μια μη συμβατική οδό προβολής όσων επρόκειτο να θέσει στις κατ’ ιδίαν διαβουλεύσεις. Δημοσιοποίησε και μάλιστα σε υψηλούς τόνους το πλαίσιο των διεκδικήσεών του, γεγονός που εκ των πραγμάτων έπρεπε να απαντηθεί -και απαντήθηκε τεκμηριωμένα- από τον Προκόπη Παυλόπουλο (που ήταν και ο πρώτος στη σειρά των επαφών).
Η επίσκεψη δεν έγινε σε «λάθος timing»,ούτε ήταν «πρόχειρη» η προετοιμασία, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι. Πότε θα ήταν, άραγε, καλύτερο το “timing”, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι από την επίσκεψη του Τζελάλ Μπαγιάρ, το 1952, ουδείς άλλος πρόεδρος της Τουρκίας ήρθε επισήμως στην Αθήνα; Είναι προτιμότερη η απουσία επικοινωνίας στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ δύο γειτόνων ή η ατελέσφορη διπλωματία της προσποιήσεως, του ζεϊμπέκικου και της κουμπαριάς;
Ο Ερντογάν, είτε το θέλουν, είτε όχι, οι κήνσορες του «βατερλώ» και του «φιάσκο», έκανε μερικές εξαιρετικά χρήσιμες παραδοχές: πρώτον, ότι στη Δυτική Θράκη η μειονότητα είναι μουσουλμανική με τρεις διαφορετικές προελεύσεις (πομακική, ρομά και τουρκική) και δεύτερον, ότι η Τουρκία δεν έχει καμία εδαφική διεκδίκηση έναντι της Ελλάδας. Και τα δύο μπορούν εφεξής να αξιοποιηθούν από την ελληνική διπλωματία κάθε φορά που κάποιος τούρκος αξιωματούχος θα εγείρει θέματα «γκρίζων ζωνών» ή Θράκης.
Η προσπάθεια να τεθεί θέμα επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάνης, πλην του ότι αποκάλυψε την έλλειψη γνώσης του Τούρκου προέδρου περί διεθνούς δικαίου, έτυχε ηχηρής απάντησης από την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Ο Ερντογάν έχασε, έτσι, την ευκαιρία να προσεγγίσει την Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα, και απομονώθηκε περαιτέρω, η δε Ελλάδα ενίσχυσε την επιχειρηματολογία της διεθνώς έναντι των τουρκικών αιτιάσεων.
Από τη Νέα Σελίδα