Πόσο πιθανός είναι μέσα στα επόμενα 100 χρόνια ένας πόλεμος με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς; Καθόλου απίθανος, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη. Μάλιστα η τωρινή (σχετική) ειρήνη μπορεί να είναι σημαντικά πιο εύθραυστη από ό,τι πιστεύεται συνήθως, σύμφωνα με τη νέα στατιστική ανάλυση.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανθρωπότητα έχει δει λίγους μεγάλους πολέμους και κανέναν παγκόσμιο, ενώ και τα θύματα των συγκρούσεων είναι πια πολύ λιγότερα, με αποτέλεσμα ορισμένοι να έχουν πειστεί ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια «μακρά ειρήνη» που θα διαρκέσει πολύ ακόμη.
Όμως, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, που έκανε στατιστική ανάλυση στις διακυμάνσεις ανάμεσα στον πόλεμο και στην ειρήνη κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, η πιθανότητα ενός παγκόσμιου πολέμου μάλλον δεν έχει αλλάξει από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Αν αυτό όντως συμβαίνει, τότε αναιρεί τις απόψεις όσων υποστηρίζουν ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κόσμος τείνει πλέον να γίνει πιο ειρηνικός.
O επίκουρος καθηγητής Άαρον Κλόζετ του Τμήματος Επιστήμης των Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, ο οποίος έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», εκτιμά ότι για να βεβαιωθούμε ότι έχει βάση ο ισχυρισμός πως η στατιστική του πολέμου έχει πια αλλάξει, θα πρέπει η σχετική ειρήνη -ή απουσία ενός παγκόσμιου πολέμου- που έχει βιώσει η ανθρωπότητα μετά το 1945, να συνεχισθεί για πάνω από ένα αιώνα από σήμερα.
Παρότι η απουσία ενός μεγάλου πολέμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις μετά τα μέσα του 20ού αιώνα θεωρείται αναμφισβήτητο επίτευγμα, παραμένει το ερώτημα αν αυτή η «μακρά ειρήνη» αντιπροσωπεύει όντως μια μακρόχρονη τάση, η οποία οφείλεται σε μια αυθεντική αλλαγή στις διαδικασίες που οδηγούν σε παγκόσμιο πόλεμο, ή αν μια νέα παγκόσμια σύγκρουση είναι απλώς θέμα χρόνου.
Τόσο οι «αισιόδοξοι» ιδεαλιστές όσο και οι «απαισιόδοξοι» ρεαλιστές προβάλλουν διάφορα εμπειρικά δεδομένα είτε για να στηρίξουν τη θέση τους ότι η παγκόσμια ειρήνη αποκτά σταδιακά πιο γερά θεμέλια (εξάπλωση δημοκρατίας, οικονομική αλληλεξάρτηση λόγω παγκοσμιοποίησης, απειλή αμοιβαίου πυρηνικού ολέθρου κ.α.), είτε για να αντιτείνουν πως κάθε άλλο παρά διαρκείας θα αποδειχθεί η τωρινή ειρήνη.
Οι απόψεις διαφέρουν πολύ, επειδή είναι τεράστια η ποικιλία των παραγόντων που μπορεί κανείς να λάβει υπόψη του ή να αγνοήσει. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ομοφωνία κατά πόσο οι εμφύλιοι και οι τοπικοί πόλεμοι ή οι μη πολεμικές συγκρούσεις, π.χ. στο πλαίσιο της τρομοκρατίας, πρέπει να συμπεριληφθούν στη στατιστική του κινδύνου ενός νέου παγκόσμιου πολέμου.
Σύμφωνα με τη νέα ανάλυση, πόλεμοι μεταξύ κρατών (όχι κατ’ ανάγκη παγκόσμιοι) έχουν συμβεί μετά το 1823 με ένα σχετικά σταθερό ρυθμό σχεδόν κάθε δύο χρόνια. Οι περισσότεροι πόλεμοι (80%) διήρκεσαν έως δύο χρόνια.
Την περίοδο 1823-1939 υπήρξαν 19 μεγάλοι πόλεμοι (ο καθένας με πάνω από 26.600 θύματα στις μάχες), με ένα μεγάλο πόλεμο να συμβαίνει κάθε περίπου έξι χρόνια κατά μέσο όρο. Μεταξύ 1914-1939 (μια περίοδος μεγάλης βίας που περιλαμβάνει τους δύο παγκόσμιους πολέμους) υπήρξαν δέκα μεγάλοι πόλεμοι, ένας κάθε σχεδόν τρία χρόνια. Αντίθετα, μεταξύ 1945-2003 συνέβησαν μόνο πέντε μεγάλοι πόλεμοι ή ένας κάθε 13 σχεδόν χρόνια. Εκ πρώτης όψεως αυτό ευνοεί την άποψη ότι ο κόσμος μας τείνει να γίνει πιο ειρηνικός.
Ο Κλόζετ όμως ανέπτυξε ένα στατιστικό μοντέλο, το οποίο, αναλύοντας τους πολέμους από το 1823 έως σχεδόν την εποχή μας, ισχυρίζεται ότι μπορεί να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, δηλαδή να διακρίνει τις πραγματικές τάσεις του πολέμου και της ειρήνης, από τις «φυσιολογικές» ή συγκυριακές αυξομειώσεις στις εμπόλεμες συγκρούσεις.
Με βάση τη νέα ανάλυση, εκτιμάται ότι η σημερινή παγκόσμια ειρήνη θα πρέπει να διαρκέσει 100 έως 140 ακόμη χρόνια για να θεωρηθεί κάτι πραγματικά ξεχωριστό, που σηματοδοτεί μια νέα τάση και μια αυθεντική μείωση του κινδύνου για παγκόσμιο πόλεμο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ