Συγκροτείται ίσως και εντός της εβδομάδος, σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής, η ειδική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, και για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα που αναφέρονταν στη δικογραφία για την υπόθεση Novartis.
Τρεις πρώην υπουργοί Δικαιοσύνης, ο Φώτης Κουβέλης, ο Σωτήρης Χατζηγάκης και ο Αντώνης Ρουπακιώτης μιλούν στο ΑΠΕ ΜΠΕ για το τι καλείται να κρίνει η Επιτροπή και αποτιμούν την εμπειρία από την εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Ο Φώτης Κουβέλης εκτιμά ότι «η Επιτροπή μπορεί και πρέπει να ασχοληθεί και με το ουσιαστικό μέρος των σχετικών δικογραφιών που έχουν φθάσει στη Βουλή, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να μείνει μόνο στην διαπίστωση εάν έχει υποκύψει το οποιοδήποτε διωκόμενο ή ανιχνευόμενο έγκλημα, στην λεγόμενη παραγραφή, και κατά συνέπεια το αξιόποινο της πράξεως έχει εξαλειφθεί».
Για «ασπίδα» αδικημάτων πολιτικών προσώπων, μέσω της βραχύτατης παραγραφής, κάνει λόγο ο Σωτήρης Χατζηγάκης αναφερόμενος στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Σημειώνει, ωστόσο, ότι «η επιβεβλημένη κατάργησή του θα πρέπει να συνοδεύεται με ασφαλιστικές δικλίδες απέναντι σε δικομανείς ή εκδικητικούς πολίτες που θέλουν να βλάψουν κάποια πρόσωπα της εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή και η πολιτική και η δικαιοσύνη θα πρέπει να θωρακιστεί και να τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν το καθήκον τους».
Από την πλευρά του, ο Αντώνης Ρουπακιώτης αναφέρεται στην «κινητικότητα που υπάρχει, με βάση την οποία επιχειρείται η αφαίρεση της υπόθεσης Novartis από τους κατά τον νόμο αρμόδιους εισαγγελείς διαφθοράς» και ελπίζει ότι αυτό θα σταματήσει, καθώς, όπως λέει, «είναι σαφές ότι η οποιαδήποτε ενέργεια στερείται νομιμότητας».
Φώτης Κουβέλης: Για λόγους πολιτικής ηθικής, η Επιτροπή θα πρέπει να ασχοληθεί και με το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης.
«Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης θα πρέπει να αξιολογήσει το υλικό και κυρίως, θα υποχρεωθεί να διαπιστώσει εάν συντρέχει ή δεν συντρέχει η λεγόμενη παραγραφή, ακριβέστερα η αποσβεστική προθεσμία για την εξάλειψη του αξιοποίνου, με το δεδομένο ότι το Σύνταγμα δέχεται ότι έχει παραγραφεί η οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, μετά την παρέλευση δυο συνόδων από την τέλεσή της. Η Επιτροπή, εκτιμώ ότι μπορεί και πρέπει να ασχοληθεί και με το ουσιαστικό μέρος των σχετικών δικογραφιών που έχουν φθάσει στη Βουλή, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να μείνει μόνο στην διαπίστωση εάν έχει υποκύψει το οποιοδήποτε διωκόμενο ή ανιχνευόμενο έγκλημα, στην λεγόμενη παραγραφή, και κατά συνέπεια το αξιόποινο της πράξεως έχει εξαλειφθεί» σημειώνει ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Φώτης Κουβέλης και συνεχίζει:
«Κατά τη γνώμη μου πρέπει -και για λόγους πολιτικής ηθικής- να ασχοληθεί αρκετά και με το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης. Υπάρχει ένα ζήτημα: Εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη πράξεων που δεν έχουν γίνει κατά την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων των ελεγχομένων αναφερομένων προσώπων, και εάν θα μπορεί η Επιτροπή να ασχοληθεί και με αδικήματα τα οποία θα πρέπει να παραπέμψει στην τακτική δικαιοσύνη τα οποία έχουν γίνει επ’ ευκαιρία ή σε σχέση με το ιδιαίτερο καθήκον του Υπουργού. Η άποψή μου είναι ότι μπορεί να το πράξει, πλην όμως, η προηγούμενη νομολογία, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου σε δυο περιπτώσεις έχει κρίνει διαφορετικά. Κατά συνέπεια και συνοψίζοντας η Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης οφείλει να διαπιστώσει εάν έχει επέλθει ή όχι η παραγραφή με δεδομένο ότι θα πρέπει να ελεγχθεί εάν έχουν παρέλθει οι δυο σύνοδοι από την τέλεση των πράξεων και κατά την γνώμη μου πρέπει να ασχοληθεί και για λόγους πολιτικής ηθικής και με ζητήματα που αφορούν στην ουσία του ζητήματος. Εάν θα ασχοληθεί και με αδικήματα τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ότι έγιναν επ’ ευκαιρία ή σε σχέση με την ιδιότητα του Υπουργού και όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων, αυτό είναι ένα θέμα το οποίο, παρά το γεγονός ότι επιμένω, θα έπρεπε να παραπέμπεται στην τακτική δικαιοσύνη».
Σωτήρης Χατζηγάκης: Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών έχει καταλήξει σε ασπίδα.
«Θεωρώ πως οι επιτροπές αυτές, Προανακριτική και εξεταστική μέχρι σήμερα δεν είχαν θετικά αποτελέσματα απέναντι στο στόχος τους που ήταν η κάθαρση την οποία επιδιώκανε. Από την άλλη πλευρά ο νόμος περί ευθύνης υπουργών έχει καταλήξει σε ασπίδα, μέσω της βραχύτατης παραγραφής, αδικημάτων πολιτικών προσώπων. Ωστόσο, η επιβεβλημένη κατάργησή του θα πρέπει να συνοδεύεται με ασφαλιστικές δικλίδες απέναντι σε δικομανείς ή εκδικητικούς πολίτες που θέλουν να βλάψουν κάποια πρόσωπα της εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή και η πολιτική και η δικαιοσύνη θα πρέπει να θωρακιστεί και να τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν το καθήκον τους» εκτιμά ο Σωτήρης Χατζηγάκης.
«Η Δικαιοσύνη», συνεχίζει, «ξέρει και κάνει σωστή αυτή τη δουλειά. Έχει αποδειχτεί διαχρονικά και στέκεται στο ύψος της. Αρκεί να την αφήσουν να κινηθεί σε ήρεμα νερά, πολιτική που είχα εφαρμόσει επί υπουργίας μου. Γιατί έχει μηχανισμούς και ασφαλιστικές δικλίδες για να διορθώνει τυχόν λάθη και παραλήψεις κάποιων λειτουργών της. Αλλά και τα κόμματα θα πρέπει να δείξουν σώφρονα στάση απέναντι της. Το παράδειγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη Βουλή, που μίλησε ως πραγματικός ηγέτης, χωρίς υπερβολές και με καθαρό λόγο, θα πρέπει να αποτελέσει το μοντέλο της παράταξης, όπως άλλωστε παλιότερα συμπεριφέρθηκε και ο Κώστας Καραμανλής όταν κατηγορούνταν άδικα και βάναυσα η ΝΔ για την υπόθεση του Βατοπεδίου. Τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί ένα τυχοδιωκτικό παιχνίδι προσπαθώντας να καρπωθεί πολιτικά οφέλη από μια αδιευκρίνιστη επί του παρόντος υπόθεση. Νομίζω ότι, εφόσον όπως πιστεύω ότι δεν θα αποδειχθεί τίποτα, θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του».
Αντώνης Ρουπακιώτης: Η αναθεώρηση του άρθρου 86 είναι απαίτηση της κοινωνίας
«Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον εκτελεστικό νόμο του άρθρου 86 του Συντάγματος, η Βουλή αποφάσισε την συγκρότηση ειδικής επιτροπής, η οποία καλείται να αποτιμήσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, ενδεχομένως και άλλα τα οποία μπορεί να αναζητήσει, ώστε να καταλήξει σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το εάν διέγνωσε στοιχεία ή ενδείξεις σε κάποιους σε κάποιον ή σε κανέναν, ή ότι εκείνη εκτιμήσει ώστε να προτείνει στην Ολομέλεια της Βουλής την άσκηση ποινικής δίωξης. ‘Αρα λοιπόν, η Επιτροπή δικαιούται να αναζητήσει τα πάντα με την έννοια της αξιολόγησης των στοιχείων που έχει ή θα αναζητήσει. Στη συνέχεια η Βουλή θα κληθεί να δεχθεί ή να μην δεχθεί την πρόταση να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη» λέει ο Αντώνης Ρουπακιώτης, ενώ εκτιμά πως η Επιτροπή, «παρά το γεγονός ότι η ερμηνεία δεν είναι μία αλλά περισσότερες μπορεί να εξετάσει και το ζήτημα της παραγραφής κάποιων από τα αδικήματα, εάν διαπιστώσει ότι διαπράχθηκαν».
«Το άρθρο 86» συνεχίζει «καλύπτει μόνον τα αδικήματα εκείνα τα οποία διαπράχθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών, ή με την ευκαιρία της άσκησης αυτών των καθηκόντων. Μέχρι τώρα, υπάρχουν περισσότερες από μια γνώμες. Κατά το πρόσφατο παρελθόν υπήρξε το ζήτημα με τη λίστα Λαγκάρντ, όπου η Βουλή αποφάσισε ότι το τότε διαπραχθέν, κατά την άποψη της Βουλής αδίκημα από τον τότε υπουργό Οικονομικών, ήταν με επ’ ευκαιρία των καθηκόντων του και ότι δεν είχε ακριβώς αποσβεστεί. Ωστόσο το Ειδικό Δικαστήριο, έκρινε ότι και αυτό το αδίκημα που ήταν επ’ ευκαιρία, υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 86 και θεώρησε ότι και αυτό είχε αποσβεστεί. Επαναλαμβάνω, ευχόμενος τα καλύτερα σε κάθε έναν, πως οι ερμηνείες αυτές είναι ανοικτές, θα αποφασίσει η Βουλή σε αυτό το στάδιο και εάν υπάρξει και την τελική κρίση την έχει το Ειδικό Δικαστήριο. Είναι πλέον απαίτηση όλης της κοινωνίας και φαίνεται να συγκλίνουν και όλες οι πολιτικές δυνάμεις η αναθεώρηση του άρθρου 86 στην επόμενη αναθεωρητική διαδικασία. Θέλω όμως να τονίσω, ότι το φαινόμενο της διαφθοράς δεν εξαλείφεται εάν τροποποιήσουμε ένα άρθρο που προβλέπει την ευθύνη υπουργών. Είναι ένα βαθύτερο ζήτημα, για το οποίο πρέπει να λειτουργήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και να δημιουργηθεί μια αίσθηση συνευθύνης όσων ασκούν υπουργικά ή άλλα καθήκοντα, από τα οποία εξαρτάται η λειτουργία του δημοκρατικού μας συστήματος αλλά σε μεγάλο βαθμό και η μοίρα της ελληνικής κοινωνίας» εκτιμά ο κ. Ρουπακιώτης και συνεχίζει.
«Όσο για την κινητικότητα που υπάρχει και ελπίζω να σταματήσει με βάση την οποία επιχειρείται η αφαίρεση της υπόθεσης Novartis από τους κατά το νόμο αρμόδιους εισαγγελείς διαφθοράς, είναι απόλυτα σαφές ότι η οποιαδήποτε ενέργεια στερείται νομιμότητας, διότι ναι μεν παλαιότερα όριζε το άρθρο 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ότι σε υποθέσεις μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος συγκαλείται η ολομέλεια των Εφετών και αποφασίζει να ορισθεί ειδικός εφέτης όμως, μεταγενέστερη διάταξη (ν.4022/11), ορίζει ειδικότερα, ότι προκειμένου για υποθέσεις διαφθοράς, αρμόδιος είναι ο κάθε φορά εισαγγελέας διαφθοράς».
«Θέλω να πιστεύω» αναφέρει «ότι ουδείς θα επιμείνει σε αυτή την προσπάθεια. Μπορούμε να ανατρέξουμε στο πρόσφατο παρελθόν ή και στο απώτατο για το τι μας αποκαλύπτει ή που μας οδηγεί.
Την προσπάθεια που έγινε στην υπόθεση Βατοπεδίου και στην οποία, ενώ ήδη οι εισαγγελείς είχαν ολοκληρώσει σχεδόν την έρευνα, έγινε απόπειρα από τον ‘Αρειο Πάγο να τους αφαιρεθεί η υπόθεση. Παλαιότερα, ενώ η υπόθεση Λαμπράκη βρισκόταν στα χέρια του Χρήστου Σαρτζετάκη και του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα, ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρωθυπουργός της Χούντας Κωνσταντίνος Κόλλιας, θέλησε να τους αφαιρέσει την υπόθεση. Και ακόμη παλαιότερα, το 1933, έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την ανέλαβε ένας ανακριτής Τζωρτζάκης. Ύστερα από μια δύσκολη έρευνα, ο Τζωρτζάκης αποκάλυψε τους ενόχους, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής ασφαλείας Πολυχρονόπουλος και ο λήσταρχος Καραθανάσης. Όταν ανακαλύφθηκε αυτό, αφαιρέθηκε η υπόθεση από τον ανακριτή Τζωρτζάκη. Δεν επιθυμώ να ταυτισθεί η πρόθεση των όποιων κινούνται προς την κατεύθυνση να αφαιρεθεί η υπόθεση Novartis με αυτές τις περιπτώσεις. Απλούστατα τα ιστορικά στοιχεία, καλό είναι να μην τα λησμονούμε».
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ