«Η πλειοψηφία των Ιταλών ψηφοφόρων υποστήριξε ευρωσκεπτικιστές υποψηφίους στις εθνικές εκλογές, μετά από δεκαετίες προάσπισης εκ μέρους της Ιταλίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος», αναφέρει η βρετανική εφημερίδα Guardian και υπογραμμίζει: «Σε αντίθεση με τους Βρετανούς ψηφοφόρους, οι Ιταλοί δεν θα υποστηρίξουν μια έξοδο από την Ευρώπη ή ένα δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την ευρωζώνη, αλλά η στήριξη προς τα λαϊκιστικά κόμματα τα οποία προηγουμένως ήταν ανοιχτά στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος για το ευρώ- το οποίο νομικώς θα ήταν εξαιρετικώς δύσκολο να γίνει- είναι ένα σημαντικό βαρόμετρο για τις διαθέσεις της χώρας».
Σύμφωνα με τους Financial Times, «τα κόμματα κατά του κατεστημένου αποκόμισαν μεγάλα κέρδη στις εκλογές. Το δημοσίευμα αναφέρει ότι οι Ιταλοί ψηφοφόροι κατάφεραν συντριπτικό πλήγμα κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας, καθώς το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων και η αντι-μεταναστευτική και ευρωσκεπτικιστική Λέγκα του Βορρά αποκόμισαν σαφή κέρδη στις γενικές εκλογές. Τα πρώτα αποτελέσματα υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός Κοινοβουλίου από το οποίο δεν προκύπτει πλειοψηφία και μιας περιόδου παρατεταμένων και τεταμένων διαπραγματεύσεων στις οποίες θα προεδρεύσει ο Πρόεδρος της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα για τη δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων, με επικεφαλής τον 31χρονο Λουίτζι ντι Μάιο, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους νικητές και εμφανίστηκε στην πορεία να έχει ποσοστό 32% των ψήφων. Παρόλο που δεν μπορεί να σχηματίσει μια κυβέρνηση παρά μόνο εάν επιτύχει συμμαχία με άλλα κόμματα, έχει πλέον τοποθετηθεί ως κυρίαρχη δύναμη στην ιταλική πολιτική. Εν τω μεταξύ, το αριστερό Δημοκρατικό κόμμα υπό την ηγεσία του Ματέο Ρέντσι υπέστη δραματική πτώση, με το αποτέλεσμα σχεδόν σίγουρα να προκαλεί την παραίτηση του κ. Ρέντσι. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ιταλία είχε τρεις κεντροαριστερούς πρωθυπουργούς που ήταν σε θέση να οδηγήσουν τη χώρα έξω από την οικονομική κρίση και την επακόλουθη βαθιά ύφεση. Αλλά η ανάκαμψη ήταν αργή και δύσκολη για πολλούς Ιταλούς – οδηγώντας σε εκτεταμένη δυσαρέσκεια με την πολιτική ελίτ και σε μια επιθυμία για μια βαθιά ανακατάταξη. Ταυτόχρονα, οι αρχές αγωνίστηκαν να αντιμετωπίσουν μια εισροή περισσότερων από 620.000 μεταναστών από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή – μια κρίση που τροφοδότησε το άγχος ανάμεσα σε πολλούς ψηφοφόρους. Η προοπτική ότι η Ιταλία θα εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής αβεβαιότητας και αστάθειας θα μπορούσε να αποθαρρύνει την ΕΕ, που προσπαθεί να ξεκινήσει μια ώθηση ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μαζί με τον Γάλλο Πρόεδρο Μακρόν και το νεοσύστατο μεγάλο συνασπισμό στη Γερμανία».
«Μέχρι στιγμής μπορούν να βγουν τέσσερα ξεκάθαρα συμπεράσματα» γράφει η γερμανική SZ. «Πρώτον, οι Ιταλοί ψήφισαν δύο κόμματα διαμαρτυρίας, τα Πέντε Αστέρια και τη Λέγκα του Βορρά. Ενδεχόμενη συγκυβέρνηση των δύο αυτών κομμάτων θα ήταν σενάριο τρόμου για την Ευρώπη και τις αγορές. Τα κοινά που έχουν τα δύο κόμματα είναι η τάση προς την εθνική περιχαράκωση, η εγγύτητα προς τη Ρωσία του Πούτιν και ολοένα και περισσότερο η στάση τους έναντι της μετανάστευσης. Δεύτερον, το δεξιό στρατόπεδο που μέχρι τώρα κυριαρχούνταν από τον Μπερλουσκόνι, τώρα σφραγίζεται από την ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά. Τρίτον, οι σοσιαλδημοκράτες υπέστησαν μια ιστορική ήττα. Τέταρτον, κανένα από τα τρία πολιτικά στρατόπεδα δεν μπορεί να συγκροτήσει κυβέρνηση. Ένα σενάριο που κερδίζει πιθανότητες είναι ένας συνασπισμός μεταξύ των Πέντε Αστέρων, του Δημοκρατικού κόμματος και της Αριστεράς . Ωστόσο κάθε σενάριο μοιάζει με πολιτική επιστημονική φαντασία.
«Οι κάλπες ανέδειξαν τον εκτροχιασμό της αριστεράς και την επιτυχία των αντισυστημικών δυνάμεων αφήνοντας τη χώρα αντιμέτωπη με μια αβέβαιη κατάσταση. Το Κίνημα των 5 αστέρων και η Λίγκα βγαίνουν ενδυναμωμένες, αλλά καμία πλειοψηφία δεν αναδεικνύεται για τη δημιουργία μιας κυβερνητικής συμμαχίας. Στα δεξιά η Λίγκα ξεπερνά καθαρά τον σύμμαχό της Forza Italia. Για την αναλύτρια Elena Musiani, η ψήφος αποτελεί αποτυχία για την Ευρώπη και προδίδει τη δυσαρέσκεια ενός κομματιού του πληθυσμού» σημειώνει η γαλλική εφημερίδα και προσθέτει:
«Η EE είναι αντιμέτωπη με το χειρότερο σενάριο. Η νίκη των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων θα περιπλέξει τις μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί ο Μακρόν. H Κυριακή ξεκίνησε με τα καλά νέα από τη Γερμανία, τον τερματισμό της πολιτικής παραλυσίας εκεί -και εξ αντανακλάσεως στις Βρυξέλλες, όπου καμία σημαντική απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς τη Γερμανία, ούτε τη Γαλλία. Αλλά τα άσχημα νέα ήρθαν από την Ιταλία και τα διαφαινόμενα τελικά εκλογικά αποτελέσματα. Τις τελευταίες εβδομάδες οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες έκαναν τα πάντα για να αποτρέψουν το φάσμα του εξτρεμισμού από τη χώρα: με αποκορύφωμα την προειδοποίηση Γιούνκερ για ενδεχόμενη αναστάτωση στις αγορές, ο οποίος μίλησε και για το ενδεχόμενο μη λειτουργικής κυβέρνησης στη Ρώμη. Σήμερα Λεπέν και Φάρατζ επιχαίρουν για τη Λέγκα και το Κίνημα 5 Αστέρων αντίστοιχα. Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών αποδεικνύει, αν υπήρχε αυτή η ανάγκη, ότι η δυσπιστία έναντι της ΕΕ είναι έντονη και ότι η κρίση μέσα στην οποία συζητά η πολιτική τάξη της Βρετανίας από το δημοψήφισμα δεν έχει οριστικά σκοτώσει τα ευρωφοβικά επιχειρήματα. Στην Ουγγαρία ο Όρμπαν ετοιμάζεται για επανεκλογή, στην Πολωνία η κυβέρνηση του συντηρητικού Νόμος και Δικαιοσύνη βρίσκεται στα υψηλότερα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις. Στην Αυστρία ο Κουρτς συγκυβερνά με τους ακροδεξιούς χωρίς αυτό να προκαλεί κάποιο «συναίσθημα» στις Βρυξέλλες, όπως και στη Βουλγαρία, χώρα που έχει και το τιμόνι της εκ περιτροπής Προεδρίας. Οι ιταλικές εκλογές επίσης αναδεικνύουν για άλλη μια φορά την βαριά ήττα των σοσιαλδημοκρατών παντού στην Ευρώπη, κάτι που θα δημιουργήσει ως πρόβλημα στις Βρυξέλλες μετά τις ευρωεκλογές καθώς για χρόνια οι συμμαχίες κεντροαριστερών-κεντροδεξιών ελέγχουν εκεί τους βασικότερους θεσμούς. Πληρώνει η ΕΕ με αυτό το αποτέλεσμα την αδυναμία να βοηθηθούν οι χώρες πρώτης γραμμής εισόδου των μεταναστών; H Επιτροπή έδωσε πολλή από την ενέργειά της από το 2015 στην προσπάθεια να επιβάλει τις ποσοστώσεις στις ανατολικές χώρες που αντιδρούσαν και προώθησε μια συμφωνία με την Τουρκία που επέτρεψε να συγκρατηθούν οι ροές. Ήταν όμως μια συμφωνία που ευνοούσε κυρίως τη Γερμανία και όχι την Ιταλία, η οποία αντιμετώπιζε μεγάλες ροές οικονομικών μεταναστών από την Αφρική. Ίσως με ένα είδος “κυνικού αντανακλαστικού” να πει κανείς ότι τα πράγματα μπορούν να συνεχίσουν καθώς ο γαλλογερμανικός άξονας ξαναγίνεται λειτουργικός. Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο: τόσο στο μεταναστευτικό όσο και στην τραπεζική ένωση και στις ευρείες μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης χωρίς τον ιταλικό μοχλό έναντι των πολύ λιγότερο ενθουσιωδών Γερμανών, τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Η ευρωπαϊκή άνοιξη μετά την νίκη Μακρόν μοιάζει να ξαναμπαίνει σε ευρωσκεπτικιστικό χειμώνα».