Διαφωνεί ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος με την πρόταση του Νίκου Αλιβιζάτου για αναθεώρηση του Συντάγματος ακόμα και στα σημεία όπου έχει διαπιστωθεί η ελάχιστη κοινή συναίνεση.
«Έγκριτοι επιστήμονες το αντιλαμβάνονται αυτό και προτείνουν μια “mini” αναθεώρηση για λίγα, αλλά “maxi”, θέματα που βρίσκονται στην καρδιά του πολιτεύματος. Δεν είναι αυτή η λύση. Λύση είναι να διαμορφωθούν πρώτα οι πολιτικές προϋποθέσεις μιας σοβαρής αναθεωρητικής διαδικασίας» υποστηρίζει ο κ. Βενιζέλος στο άρθρο του στα “Νέα”.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο «δεν υπάρχει πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον, κατάλληλο για αναθεώρηση, όταν το κύριο πρόβλημα είναι ο εκβιασμός των θεσμών, η έκπτωση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, η καταρράκωση της διάκρισης των εξουσιών, η προσβολή της εξωτερικής και εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης».
Σημειώνει ότι δεν αντιλαμβάνεται «με ποιο τρόπο θα κινηθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος (απαιτούνται βεβαίως πενήντα βουλευτές) και θα επιδιωχθεί ένα minimum θεσμικής συναίνεσης μακράς πνοής με την κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που κατηγορείται – και ορθά- από το σύνολο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης για βαριά και συστηματική προσβολή των θεσμών. Προσβολή που φτάνει στο σφετερισμό της ιδιότητας της κυβέρνησης ως κρατικού οργάνου προκειμένου να αλλοιωθούν θεμελιώδεις θεσμοί του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης».
Επίσης, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θεωρεί ότι «οι περίοδοι της όξυνσης των πολιτικών αντιθέσεων, οι περίοδοι που εκτρέφουν τη δημαγωγία, τον εθνικολαϊκισμό, τις πολιτικές απάτες και αυταπάτες, ενώ ταυτόχρονα ελλοχεύουν υπαρξιακοί κίνδυνοι για τον τόπο, δεν είναι περίοδοι κατάλληλες και πρόσφορες για αναθεώρηση του Συντάγματος. Δηλαδή για μια διαδικασία που απαιτεί γενναιόδωρη και διορατική προσέγγιση των συγκυριακών σκοπιμοτήτων, προκειμένου να επιτευχθούν μακροπρόθεσμες συναινέσεις και να διασφαλισθεί η σχέση Δημοκρατίας και Ιστορίας».
Επικαλείται την αυστηρότητα του Συντάγματος στο ζήτημα της ισχύος του εκλογικού νόμου και τη διάρθρωση του τρόπου αναθεώρησης, επισημαίνοντας ότι «κανένα σοβαρό πρόβλημα – οικονομικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό, νοοτροπιακό, πολιτικό, πολιτισμικό, εθνικό με την έννοια του ζητήματος εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και άμυνας – δεν είναι πρόβλημα πρωτίστως και ανυπερθέτως συνταγματικό».