Ο κ. Κατσίκης δεν είναι ούτε η πρώτη και φοβούμαι πως δεν θα είναι ούτε η τελευταία περίπτωση βουλευτή που μιλάει για θέματα που δεν γνωρίζει και χωρίς συναίσθηση του πόσο τον υπερβαίνει το διακύβευμα σχετικά με αυτό για το οποίο σπεύδει να εκφέρει άποψη σε κλάσμα τηλεοπτικού δευτερολέπτου.
Είναι αλήθεια πως χρειάζεται αυτοσυγκράτηση και αντίληψη της γενικότερης εικόνας όταν διατυπώνεις μία θέση για μεγάλα ζητήματα. Και ακόμα μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση όταν σχολιάζεις θέματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική της χώρας και τα εθνικά θέματα.
Όπως και να το κάνουμε δεν είναι το ίδιο να μιλάς σε ακροατήριο στα Γλυκά Νερά ή τον Ωρωπό -μιας και είναι βουλευτής της Περιφέρειας Αττικής- και σε τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας. Δεν μπορεί, όμως, να μην αντιλαμβάνεσαι πως ό,τι πεις δεν το ακούς μόνο εσύ αλλά εύκολα και γρήγορα μεταδίδεται παντού. Φυσικά και στην Τουρκία όπου από χθες το μεσημέρι ο κ. Κατσίκης “φιλοξενείται” στη “Χουριέτ”, την “Gosgu” και άλλες εφημερίδες ως προτείνων ανταλλαγή.
Εάν αυτό το τόσο απλό δεν μπορείς να το κατανοήσεις τότε μάλλον λάθος δρόμο (στην πολιτική) έχεις ακολουθήσει.
Ο κ. Κατσίκης φαίνεται ότι μπέρδεψε τις μικρές συνοικιακές συγκεντρώσεις σε καφενεία της εκλογικής του περιφέρειας με την διατύπωση θέσης σχετικά με ένα θέμα (αυτό της κράτησης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών) που έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα γεωπολιτικής σημασίας με την εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Κομισιόν, του ΝΑΤΟ, του αμερικανικού παράγοντα και των περισσότερων Ευρωπαίων ηγετών.
Ένοιωσε μάλλον την ανάγκη να …”συνεισφέρει” στη διπλωματική διαπραγμάτευση του πρωθυπουργού, του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού Άμυνας, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, των ευρωβουλευτών της χώρας και αρκετών άλλων αρμοδίων, με μία ιδέα περί “ανταλλαγής” των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οκτώ Τούρκους. “Υποθετικά”, πάντοτε, όπως είπε, αλλά για να φθάσει στο σημείο να αναλύσει εκτενώς και με “τεχνικές” λεπτομέρειες την άποψή του αυτή, είτε την βρίσκει έξοχη, είτε το προηγούμενο βράδυ έβλεπε τη “Γέφυρα των κατασκόπων” (στο ψυχροπολεμικό Βερολίνο) με τον Τομ Χανκς και είχε επηρεαστεί.
Τον συνεπήρε, δε, τόσο αυτή η “ιδέα” που ο βουλευτής των Αν. Ελ ξέχασε ή παρέκαμψε τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου για τους “8” και την επιχειρηματολογία ότι δεν πρόκειται να τύχουν δίκαιης δίκης στην Τουρκία.
Ξέχασε η παρέκαμψε ακόμα και το γεγονός ότι εάν η ελληνική κυβέρνηση προέβαινε σε μία τέτοια κίνηση μετά τη διεθνή κατακραυγή κατά του Ερντογάν και τις επίσημες ανακοινώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, θα ήταν σαν να παραδιδόταν στο ανατολίτικο “παζάρι” της Άγκυρας. Θα ισοδυναμούσε με μια μεγάλη διπλωματική ήττα για την Ελλάδα που θα την έφερνε σε εξομοίωση με έναν τριτοκοσμικό νομικό πολιτισμό, όπως αυτόν της Τουρκίας, και ένα καθεστώς που δρα παράνομα κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως, επίσης, η ίδια η Ευρώπη αναγνώρισε και κατήγγειλε.
Ορθώς, λοιπόν, τον “άδειασαν” ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος, ο αντιπρόεδρος του Ε.Κ Δ. Παπαδημούλης, ακόμα και συνάδελφοί του στους Αν.Ελ. Το γεγονός, όμως, ότι προσπάθησε να διορθώσει το σφάλμα, λέγοντας πως επρόκειτο για “προσωπική του άποψη” μάλλον χειρότερα τα έκανε τα πράγματα.
Διότι μάλλον δεν έχει ακόμα κατανοήσει πως σε τόσο κρίσιμα εθνικά θέματα (που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής, του διεθνούς κύρους της χώρας, της αξιοπιστίας της κυβέρνησης και εν τέλει της εθνικής ασφάλειας) “προσωπικές απόψεις” δεν χωρούν. Γι αυτό έχει μαλλιάσει η γλώσσα όλων για την ανάγκη εθνικής στρατηγικής και συνεννόησης. Ενιαία, εθνική γραμμή με “προσωπικές απόψεις” δεν γίνεται.
Δεν απαιτεί κανείς από τον κ. Κατσίκη –και κάθε κ. Κατσίκη, γιατί επιμένω δεν είναι ο μόνος από τους βουλευτές όλων των κομμάτων που φλυαρεί περί εξωτερικής πολιτικής εσχάτως– να μπορεί να αντιληφθεί τις διαστάσεις ενός τόσο σοβαρού διπλωματικού θέματος. Δεν του ζητά να έχει διαβάσει Κίζιντζερ, Ντομπρίνιν, ή ακόμα και Κλαούζεβιτς ή Σουν Τζου. Είναι δύσκολα πράγματα αυτά και θέλουν χρόνο και κόπο.
Μπορεί, όμως, να διαβάζει τις επίσημες ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, του υπουργείου Εξωτερικών ή, έστω, τις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού, ακόμα και του αρχηγού του κόμματός του. Κι αν δεν προλαβαίνει να το κάνει κι αυτό, ας περιοριστεί τότε σε όσα γνωρίζει. Όπως υπάρχει στις δημοσκοπήσεις, έτσι ακόμα και στα τηλεοπτικά πάνελ (και δε αυτά που επιχειρούν να σε “μπλοκάρουν”) υπάρχει το “δεν ξέρω, δεν απαντώ”. Δεν θα σε τιμωρήσουν, άλλωστε, με ποινή αποκλεισμού από τις πρωϊνές εκπομπές…