Η τριμερής διαπραγμάτευση (Νίμιτς, Κοτζιάς, Ντιμιτρόφ) στη Βιέννη έδειξε πως Αθήνα και Σκόπια επιθυμούν να κρατήσουν ανοιχτό το “παράθυρο ευκαιρίας” για την επίλυση της 25ετούς εκκρεμότητας στο λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα.
Σε πείσμα των αντιδράσεων εθνικιστικών κύκλων στη γειτονική χώρα αλλά και των πολιτικών αντιδράσεων στα καθ΄ ημάς, Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ εμφανίζονται έτοιμοι να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο ανοχής και να υπερβούν τα στερεότυπα, την ώρα που ο διεθνής παράγοντας επιδιώκει τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων για γνωστούς γεωπολιτικούς λόγους και συμφέροντα.
Ο Νίκος Κοτζιάς ξεκινά έναν κρίσιμο γύρο ενημέρωσης των πολιτικών αρχηγών με την ελπίδα ότι θα βρεθεί κοινός τόπος, ώστε το ελληνικό πολιτικό σύστημα να προσέλθει όσο το δυνατόν περισσότερο ενωμένο στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης, με αυστηρές προϋποθέσεις την συμφωνία επί ενός ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό και erga omnes, αλλά και τη διασφάλιση ότι η ΠΓΔΜ θα προχωρήσει σε κομβικές αλλαγές στο Σύνταγμά της ώστε να αίρεται κάθε ίχνος και υπόνοια αλυτρωτισμού.
Πόσο εφικτό είναι κάτι τέτοιο; Παρά τη βούληση των δύο πλευρών και το ήπιο και διαλλακτικό κλίμα, το “επόμενο μεγάλο βήμα” που περιέγραψε ο υπουργός Εξωτερικών από τη Βιέννη δεν είναι μία εύκολη διαδικασία. Όμως, το στοίχημα της προσέγγισης και του κατευνασμού έχει ήδη κερδηθεί. Και, παράλληλα, δικαιώνεται, όπως φαίνεται, η στρατηγική της Αθήνας να ελαχιστοποιήσει τα ανοικτά μέτωπα προς Βορρά και να ενισχύσει τις διεθνείς συμμαχίες της (με Ισραήλ, Αίγυπτο αλλά και τις βαλκανικές χώρες) ώστε να αξιοποιήσει το διπλωματικό κεφάλαιό της έναντι του “ταραξία” της περιοχής.
Ο μεγάλος κίνδυνος της χώρας ήταν και παραμένει – ενισχυόμενος- η αλλοπρόσαλλη και επιθετική τακτική του Ταγίπ Ερντογάν. Κάθε απώλεια διπλωματικού χρόνου αποβαίνει σε βάρος των χειρισμών που πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να διαχειρισθεί τις μικρότερες ή μεγαλύτερες κρίσεις που όλοι εκτιμούν ότι θα προκαλέσει το επόμενο διάστημα η Άγκυρα. Δεν είναι καθόλου τυχαία, άλλωστε, η “πρόβλεψη” του Αμερικανού πρέσβη Τζέφρι Πάϊατ για επιδείνωση του κλίματος τους επόμενους μήνες.
Σε αυτό το απρόβλεπτα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ελλάδα έχει να διαχειρισθεί και το μείζον θέμα της οικονομίας, με την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και την επιστροφή στις αγορές και στην κανονικότητα με αύξηση του βαθμού ελευθερίας στις αποφάσεις της παρούσας και των επόμενων κυβερνήσεων.
Δεν υπήρξε ποτέ τόσο κρίσιμη συγκυρία στη νεότερη ιστορία της χώρας. Και ακριβώς για όλους τους παραπάνω λόγους είναι απολύτως αναγκαία η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων. Αυτό πρακτικά δεν σημαίνει πως πρέπει να υπνωτιστούν τα αντιπολιτευτικά αντανακλαστικά της Ν.Δ, ή των άλλων κομμάτων. Ούτε, φυσικά, να παραπεμφθούν στις καλένδες σοβαρά θέματα, όπως η αντιμετώπιση της διαφθοράς. Δεν ζητάει κανείς κάποια πολιτική “ομερτά”.
Στα εθνικά ζητήματα, όμως, είναι απαραίτητη η σύγκλιση. Όταν από τον Ερντογάν μέχρι τον Μπαχτσελί των “Γκρίζων Λύκων” και τον κεμαλιστή Κιλιντσάρογλου, άπαντες βάλλουν προκλητικά κατά της Ελλάδας, είναι τουλάχιστον πολυτέλεια η διχαστική ρητορική και η αδυναμία σύμπηξης εθνικού μετώπου.
Στο πλαίσιο αυτό η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να απορρίψει την πρόσκληση ενημέρωσης από τον Νίκο Κοτζιά και η “παραπομπή” του στον αρμόδιο τομεάρχη Γιώργο Κουμουτσάκο είναι μία ατυχής επιλογή.
Όπως έπραξε και στην πρόσκληση της επικεφαλής του “Κινήματος Αλλαγής” Φώφης Γεννηματά σχετικά με την έναρξη διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος (άλλο μείζον και επιτακτικό θέμα που απαιτεί συναινέσεις), ο πρόεδρος της Ν.Δ καλυπτόμενος πίσω από το δόγμα του “λάθος timing” ωθεί τα πάντα στο μέλλον, υπαινισσόμενος πως τίποτε ουσιαστικό δεν μπορεί να συμβεί σε αυτή τη χώρα εάν δεν γίνει το κόμμα του κυβέρνηση και ο ίδιος πρωθυπουργός.
Ο κ. Μητσοτάκης κάνει ένα στρατηγικό λάθος. Το ελάχιστο που μπορεί να συνεισφέρει στην εδραίωση κλίματος συνεννόησης σήμερα δημιουργεί για τον ίδιο ένα σημαντικό διαπραγματευτικό κεφάλαιο, ώστε,εάν κερδίσει (ο ίδιος δηλώνει βέβαιος) τις επόμενες εκλογές να διεκδικήσει από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις συγκλίσεις τόσο στα ίδια (εθνικά) θέματα, όσο και στην προεδρική εκλογή του 2020 που αποτελεί έναν σοβαρό αλλά μη ομολογούμενο “πονοκέφαλο”.
Και ίσως πρέπει να θυμηθεί ότι το ίδιο του το κόμμα -και προσωπικά ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής- ακόμα επικαλείται ως θρυαλλίδα επιδείνωσης της οικονομικής κρίσης, πριν την υπαγωγή στο πρώτο μνημόνιο, το γεγονός ότι η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ) δεν ανταποκρίθηκε, το 2009, στην πρόσκληση συνεννόησης που είχε απευθύνει.
Οι “ίσες αποστάσεις” και η σύγκρουση σε άλλα ζητήματα, όπως αυτό των σκανδάλων, είναι και λογική και θεμιτή. Στα εθνικά θέματα, όμως, είναι επικίνδυνη.
Στο Σκοπιανό η Ν.Δ δεν δικαιούται να αποκλίνει από την εθνική θέση που αποτελεί δική της κληρονομιά. Ιδιαίτερα όταν μέχρις ώρας η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι θέτει ακριβώς τα ίδια προαπαιτούμενα όπως στο Βουκουρέστι, ενώ είναι πασιφανές πως έχει βελτιώσει σημαντικά τους διεθνείς συσχετισμούς υπέρ της χώρας.
Δεν είναι λιγότερο “πατριώτες” ο Θεοδωράκης, η Γεννηματά και, φυσικά, ο ίδιος ο Τσίπρας από τον Μητσοτάκη ή τον Σαμαρά. Ίσως, όμως, οι πρώτοι να είναι περισσότερο ρεαλιστές και να αντιλαμβάνονται καλύτερα το γεωπολιτικό πεδίο και να μην υποτάσσουν το συμφέρον της χώρας σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Η προτροπή, βεβαίως, αφορά και το κυβερνητικό στρατόπεδο. Οι κυβερνητικοί βουλευτές οφείλουν να ομιλούν προσεκτικά και να αποφεύγουν τις φανφάρες που διχάζουν και προκαλούν σύγχυση. Το ίδιο και ακόμα περισσότερο ο υπουργός Άμυνας και πρόεδρος των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος.
Δεν ζητά κανείς να συντρέξουν όλοι στην γραμμή της σύνθετης ονομασίας. Ας ψηφίσει καθένας ότι θέλει, όταν και εφόσον έρθει στη Βουλή ένα σχέδιο συμφωνίας. Να ψηφίσουν, όμως, κατά συνείδηση και όχι οχυρωμένοι πίσω από κομματικές γραμμές “Μαζινό” για τον προσπορισμό κομματικών οφελών. Να επιτρέψουν, δηλαδή, να συγκροτηθεί “πλειοψηφία βουλευτών”.
Ακόμα,δε, κι αν τελικά δεν υπάρξει συμφωνία, η σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων θα έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό πολιτικό κλίμα που μπορεί να αξιοποιηθεί στο μέλλον. Και να στείλει σαφή μηνύματα στην κοινωνία που σήμερα διχάζεται από την ρητορική των κραυγών αλλά και προς το εξωτερικό.
Εν κατακλείδι, όσα λάθη γίνουν το επόμενο διάστημα θα υπονομεύσουν, πιθανώς, το μέλλον της χώρας για πολλά χρόνια, ίσως για δεκαετίες…