Σε δυσεπίλυτο παζλ εξελίσσονται το “Μακεδονικό” και η Συνταγματική αναθεώρηση για τη Ν.Δ καθώς αμφότερα τα δύο μεγάλα -πέραν του στοιχήματος της οικονομίας και της εξόδου από τα μνημόνια- δημιουργούν σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό του κόμματος, οι οποίες προσώρας εκδηλώνονται μόνο στο επίπεδο των δημοσίων παρεμβάσεων και των διακηρύξεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστρεψε το ενδιαφέρον του τις τελευταίες ημέρες στο γνώριμο αφήγημα της ανομίας το οποίο θεωρεί προνομιακό πεδίο για το κόμμα του, ενώ καταβλήθηκε μεγάλη -και αν κρίνει κανείς από την απουσία “εγγραφών” στα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, επιτυχημένη- προσπάθεια να αποκρυφτεί το εσωτερικό ζήτημα αντιθέσεων στην ηγετική ομάδα, όπως αυτό ανέκυψε μετά και την παραίτηση του Μιχάλη Μπεκίρη από τη θέση του γενικού διευθυντή της Ν.Δ.
Αποτέλεσμα, όπως λέγεται, της αντιπαράθεσης των “ομαδαρχών” ήταν η επικράτηση του Τάκη Θεοδωρικάκου και της Μαρίας Σπυράκη που αποτελούν το ισχυρό δίδυμο δίπλα στον πρόεδρο του κόμματος.
Το πρόβλημα, όμως, στη Ν.Δ είναι σοβαρό. Επί της ουσίας ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται μεταξύ δύο πόλων.
Από τη μία πλευρά βρίσκεται ο “λαλίστατος” το τελευταίο διάστημα Αντώνης Σαμαράς που παρεμβαίνει (το άρθρο του στην Καθημερινή είναι η πιο πρόσφατη μιας σειράς παρεμβάσεων που ξεκίνησαν εξ αφορμής της φερόμενης εμπλοκής του στο σκάνδαλο της Novartis και αναμένεται να κλιμακωθούν) καλλιεργώντας το έδαφος για ενίσχυση της σκληρής δεξιάς γραμμής που δεν επιτρέπει την παραμικρή συναίνεση με την κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά είναι ο “μεγάλος απών” -όπως τον αποκαλούν με δέος αρκετοί βουλευτές- Κώστας Καραμανλής, ο οποίος μπορεί να συνεχίζει την σχεδόν “μοναστική” απόστασή του από τα τεκταινόμενα, παρακολουθεί, ωστόσο, εκ του σύνεγγυς και δεν κρύβει την ανησυχία του για την πορεία της παράταξης.
Μέχρι πρότινος όλα αυτά καλύπτονταν από την αδιαμφισβήτητη δημοσκοπική υπεροχή της Ν.Δ και την αίσθηση ότι αγγίζει το όριο της αυτοδυναμίας. Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, κατέστη σαφές ότι ενώ πέρυσι τον Ιούνιο οι φιλικές προς τη Ν.Δ εταιρείες μετρήσεων ανέβαζαν τη διαφορά στις 18 ή και 20 μονάδες, τώρα η “ψαλίδα” έχει κλείσει στις 8-10 μονάδες (κι αυτό με τα αμφιβόλου ποιότητας “εργαλεία” της εκτίμησης ψήφου ή της αναγωγής σε εκλογικό αποτέλεσμα) , ενώ ολοένα και περισσότερες εταιρείες φέρνουν την πραγματική διαφορά ακόμα και στις 4,5 μονάδες.
“Τι συνέβη και μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο η Ν.Δ έχασε πάνω από 10 μονάδες και ο υγιεινός περίπατος μετατρέπεται σε ντέρμπι;”, ρωτούν αρκετοί, πλέον, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι η συσπείρωση των ψηφοφόρων του κόμματος βρίσκεται πάντοτε στη ζώνη του 80-85%, κάτι που δείχνει πως είναι ελάχιστα πλέον τα περιθώρια αύξησης των ποσοστών.
Όλα αυτά οδηγούν πολλούς στην εκτίμηση πως, εάν το αφήγημα Τσίπρα σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους και την έξοδο από τα μνημόνια υλοποιηθεί σύμφωνα με τις “ευχές” του Μεγάρου Μαξίμου αλλά και των γεωπολιτικών συμμάχων που για μια σειρά λόγους έχει αποκτήσει η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός αναδεικνύεται σε έναν “παίκτη…πολύ σκληρό για να πεθάνει”.
Δεν άκουσαν ευχάριστα, άλλωστε, στη Ν.Δ τον Αμερικανό πρέσβη Τζέφρι Πάϊατ να λέει (Ant1) ότι “ο Τσίπρας θα παραμείνει ισχυρός στο πολιτικό παιχνίδι μέχρι το 2039”. Κι αυτό παρά τις τρεις συναντήσεις που είχε μαζί του, τον τελευταίο ένα μήνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Συναντήσεις για τις οποίες ελάχιστα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, όπως για παράδειγμα η διακριτική πίεση προς τη Ν.Δ να συναινέσει σε μία αξιοπρεπή λύση στο ονοματολογικό της ΠΓΔΜ.
Επί του “Μακεδονικού”
Το τελευταίο θέμα ανοίγει και πάλι μετά το Πάσχα. Και στην οδό Πειραιώς διαπιστώνουν πως Κίνημα Αλλαγής και Ποτάμι αξιολόγησαν θετικά την ενημέρωση που είχαν από τον υπουργό Εξωτερικών και μόνο η Ν.Δ δια του Γιώργου Κουμουτσάκου έμεινε να εκφράζει…ανησυχίες.
Ο Νίκος Κοτζιάς επιστρέφει την προσεχή εβδομάδα στην ΠΓΔΜ (Οχρίδα) για να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις σχετικά με το ονοματολογικό.
Όπως επισημαίνει, μάλιστα, το capital.gr, η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και η επιστροφή Κοτζιά στην πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ είναι ενδεικτική της “φόρας” με την οποία κινείται η ελληνική Κυβέρνηση για την επίτευξη συμφωνίας με τους γείτονες.
Στο Μαξίμου, έχουν αρχίσει ήδη τις ασκήσεις επί χάρτου για το πώς θα κληθεί η Βουλή να ανάψει το πράσινο φως στη συμφωνία με τη FYROM , εάν τελικώς επιτευχθεί η επίλυση της εκκρεμότητας με τους γείτονες.
Η “δυναμική” της διαπραγμάτευσης, παρά τη δυσκολία του Ζόραν Ζάεφ να προβεί στην απαιτούμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, είναι έντονη και σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με ελληνικές πηγές, υπάρχει η αισιοδοξία ότι η βούληση της άλλης πλευράς για επίτευξη συμφωνίας είναι ισχυρή.
Στην Κυβέρνηση επιμένουν, ότι παραμένουν οι sinequanon προϋποθέσεις για να “δώσουν” τα χέρια Αθήνα και Σκόπια: 1. Σύνθετη ονομασία έναντι όλων 2. Απαλοιφή των αλυτρωτικών διατάξεων από το Σύνταγμα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Για αμφότερα άλλωστε , χρειάζεται η ΠΓΔΜ να προχωρήσει σε Συνταγματικές Αλλαγές.
Παγίδα στη Ν.Δ
Πριν να υπάρξει καν ουσιαστική προοπτική συμφωνίας με την ΠΓΔΜ πάντως, στο Μαξίμου έχουν αρχίσει ήδη να βγάζουν τις λίστες με τα ονόματα των βουλευτών του κοινοβουλίου από το συρτάρι.
Οι πληροφορίες άλλωστε, φέρουν την Κυβέρνηση αποφασισμένη να φέρει (οψέποτε επιτευχθεί) τη συμφωνία στη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία των “180” βουλευτών, αν και προσώρας κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν θεωρούν πως ακόμα και μια πλειοψηφία 165-175 ψήφων είναι υπεραρκετή για να δημιουργηθούν συνθήκες ευρύτερης συνεννόησης των κομμάτων. Επιτυγχάνεται, δηλαδή, αυτό που από την πρώτη στιγμή έχει πει ο Νίκος Κοτζιάς για “πλειοψηφία βουλευτών και όχι απαραίτητα κομμάτων”.
Οι λόγοι που θα επικαλεστεί η κυβέρνηση -εφόσον επιλέξει αυτό το σενάριο- για την ανάγκη υπερψήφισής της από αυξημένη πλειοψηφία, είναι προφανείς: Εθνική ενότητα, αυξημένο κύρος και ισχυρή στήριξη μιας διεθνούς συμφωνίας και λοιπά επιχειρήματα περί εθνικής ευθύνης.
Κάτι τέτοιο είναι βέβαιο πως θα φέρει σε δύσκολη θέση τη Ν.Δ. Τι θα πράξουν, για παράδειγμα, ο Κώστας Καραμανλής, η Ντόρα Μπακογιάννη και “καραμανλικοί” βουλευτές εφόσον η συμφωνία που θα φέρει η κυβέρνηση είναι εντός του πλαισίου της εθνικής γραμμής του Βουκουρεστίου;
Ενώ την ίδια ώρα φιλικά προς τη Ν.Δ σάϊτ επισημαίνουν τους κινδύνους ίδρυσης νέου κόμματος στα δεξιά και προβληματίζονται για την κινητικότητα που επιδεικνύει ο Απόστολος Τζιτζικώστας στη Βόρεια Ελλάδα.
Η δεξαμενή και η στρατηγική των μετριοπαθών
Το κυβερνών κόμμα διαθέτει 145 βουλευτές. ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι που έχουν τοποθετηθεί υπέρ της ανάγκης για επίλυση της εκκρεμότητας, αριθμούν 26. Από τη δεξαμενή των ανεξάρτητων βουλευτών πιθανολογούν πως θα μπορούσαν να “ρυμουλκήσουν” τους τρεις ( από τους συνολικά έξι βουλευτές): Στάθη Παναγούλη, Χάρη Θεοχάρη και ίσως την διαγραφείσα από τη Ν.Δ, Κατερίνα Παπακώστα. Ο Περισσός δεν διαφαίνεται πιθανό να υπερψηφίσει τη συμφωνία, ούτε το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη επομένως με δεδομένη την άρνηση του Πάνου Καμμένου και των χρυσαυγιτών, τα κουκιά ακόμη και με τις πιο αισιόδοξες των προβλέψεων, φθάνουν στις 174 ψήφους.
Αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος, όπως λένε στην κυβέρνηση, καθώς με αυτό τον τρόπο εκτίθεται η Ν.Δ και από την άλλη δημιουργούνται προϋποθέσεις ενός άτυπου προοδευτικού μετώπου. Σε συνδυασμό, δε. με τις κινήσεις που σκοπεύει να κάνει ο Αλέξης Τσίπρας στο θέμα της Συνταγματικής αναθεώρησης, πάντοτε στο πλαίσιο της πρότασης της Φώφης Γεννηματά, είναι πιθανό να ενισχύσουν αυτό το κλίμα.
Αρκεί, βεβαίως, όπως λένε μετριοπαθή κυβερνητικά στελέχη, να μην σηκωθούν πολύ οι τόνοι σε θέματα που προκαλούν αντιπαραθέσεις με τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Αυτό είναι, βεβαίως, ένα εγγενές πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ όπου ενίοτε συγκρούονται οι δύο “γραμμές” και υπερισχύει εκείνη της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης με το ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύοντας το ρόλο προσώπων, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Ανδρέας Λοβέρδος.
“Ο Βενιζέλος είναι ένα πρόβλημα της Φώφης. Ας την αφήσουμε να το λύσει μόνη της. Δεν χρειάζεται εμείς να κατηγορούμε έναν πολιτικό χώρο στο όνομα κάποιων προσώπων και να την αναγκάζουμε να τα υπερασπίζεται και έτσι να υπάρχει συσπείρωση και να κερδίζουν εκείνοι που είναι υπέρ της αντιΣΥΡΙΖΑ γραμμής”, λένε κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης. Και απευθύνονται, μάλλον, σε εκείνους τους λίγους που εμφανίζονται ως “ιεροκήρυκες” της….καθαρότητας και συμπαρασύρουν ορισμένα από τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ.