Σκοτεινό αντικείμενο πόθου ή όχι, το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται τις τελευταίες ημέρες στο επίκεντρο μιας συζήτησης περί μελλοντικών συνεργασιών. Το ενδιαφέρον όσο και παράδοξο στοιχείο αυτού του ανταγωνισμού μεταξύ της κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ), του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αντώνη Σαμαρά σχετικά με μία σύγκλιση με το νεοπαγές κόμμα (;) της κεντροαριστεράς έγκειται στο ότι καθένας τους αντιλαμβάνεται διαφορετικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος
Με την πρόταση που απηύθυνε στον “αναγκαίο εταίρο” (ΚΙΝ.ΑΛ) ο πρώην πρωθυπουργός (άρθρο στην Καθημερινή) σηματοδοτεί ουσιαστικά την δική του ανάγκη για μια “δικαίωση” της κυβερνητικής περιόδου 2012-2015. Ο Σαμαράς δεν κρύβει πως επιδιώκει μια “στρατηγική ήττα” του ΣΥΡΙΖΑ ως μία εκδίκηση για την διακοπή της πρωθυπουργικής του θητείας. Για τον πρώην πρωθυπουργό ο Αλέξης Τσίπρας και ο Φώτης Κουβέλης είναι τα πρόσωπα που τον έστειλαν στο “ινφέρνο” της αποστρατείας.
Το κρατάει αυτό το γινάτι από τότε άλλωστε, όταν -κάτι πρωτοφανές στα πολιτικά χρονικά- αρνήθηκε ακόμα και να παραδώσει τα “κλειδιά” του Μεγάρου Μαξίμου στον Αλέξη Τσίπρα. Και αρνείται, ακόμα και τώρα, να διατυπώσει την ελάχιστη αυτοκριτική για τις δικές του αποτυχίες και την αδυναμία του να “διαβάσει” τις εξελίξεις, τους εσωτερικούς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς εκείνης της περιόδου.
Στο πλαίσιο αυτής της διεκδικούμενης “δικαίωσης” ο Σαμαράς δεν επιθυμεί την επανάληψη της συγκυβέρνησης με το ΚΙΝ.ΑΛ ως βοήθεια για μια κοινοβουλευτικά και πολιτικά στέρεη διακυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά ως μια “χρονομηχανή” που θα ξαναφέρει τον ίδιο στην πολιτική πρωτοκαθεδρία. Γι’ αυτό και επί της ουσίας η πρότασή του δεν απευθύνεται στην Φώφη Γεννηματά αλλά στον πολιτικό του “διόσκουρο” Ευάγγελο Βενιζέλο.
Σ’ αυτό το “ευαίσθητο” σημείο, άλλωστε, κρύβεται και η διαφωνία αλλά και η μη ομολογούμενη δυσφορία του προέδρου της Ν.Δ. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρωτήθηκε (από το Νίκο Χατζηνικολάου στον Real fm) εάν υπάρχει πιθανότητα προσχώρησης των Ευάγγελου Βενιζέλου και Ανδρέα Λοβέρδου στη Ν.Δ, απάντησε κατηγορηματικά “όχι”.
Αυτό δεν συμβαίνει γιατί ο Μητσοτάκης δεν συμπαθεί τον Βενιζέλο. Το αντίθετο. Προέρχονται από το ίδιο πολιτικό μείγμα με στοιχεία σημιτικού εκσυγχρονισμού, νεοφιλελευθερισμού και μίσους για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, ο πρόεδρος της Ν.Δ αντιλαμβάνεται πως ο Βενιζέλος (και οτιδήποτε “σημιτογενές”) είναι τοξικός για μεγάλη μερίδα στελεχών του κόμματός του και πως μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε διαλυτικά φαινόμενα. Γι αυτό και αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν.
Από την άλλη, το “φλερτ” του ΣΥΡΙΖΑ αφορά τη Φώφη Γεννηματά και εκείνο το τμήμα του Κινήματος Αλλαγής που κινείται στο χώρο του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Αλέξης Τσίπρας νοιώθει πως μπορεί να συνεννοηθεί με την πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ, όπως μπορεί να συνεννοηθεί με τον Σταύρο Θεοδωράκη (αποδείχθηκε αυτό πρόσφατα), τον Παπανδρέου, τον Θεοχαρόπουλο, τον Ραγκούση, ακόμα και τον Καμίνη. Όταν, όμως, ο Τσίπρας μιλά για προοδευτικό μέτωπο και όταν ο Νίκος Παππάς λέει πως “οι πληγές των μνημονίων μπορούν να επουλωθούν μόνο με μια αριστερή προοδευτική διακυβέρνηση”, εξαιρούν κατηγορηματικά από μία τέτοια σύγκλιση πρόσωπα όπως ο Βενιζέλος. Και αυτό είναι κάτι απολύτως λογικό, εάν λάβει κανείς υπόψη του το μένος με το οποίο ο τελευταίος (όπως και ο Σαμαράς και η “προεδρική φρουρά” τους με επικεφαλής τον Άδωνι) επιτίθεται κατά του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν κατακλείδι, ο Βενιζέλος είναι ένα πρόσωπο-κλειδί σε κάθε εκδοχή “φλερτ” προς το νέο φορέα της κεντροαριστεράς. Ο Σαμαράς τον θεωρεί απαραίτητο και βασικό εταίρο και συνομιλητή ως “ριμέϊκ” της συγκυβέρνησης που φέρει τα ονόματά τους, ο Μητσοτάκης τον εκτιμά αλλά ξέρει πως δεν μπορεί να τον υποδεχθεί στο τραπέζι μιας διαπραγμάτευσης για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ο δε Τσίπρας απλώς δεν τον υπολογίζει σε κανένα μελλοντικό σενάριο.