Εδώ και καιρό ισχυρίζομαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε φάση μετασχηματισμού. Από ριζοσπαστικό κόμμα μετατρέπεται σε σοσιαλδημοκρατικό. Δηλαδή μετασχηματίζεται σε φιλοευρωπαϊκό κόμμα που ιδεολογικά και πολιτικά αποδέχεται (προς στιγμήν ανόρεχτα) τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της μεικτής οικονομίας. Η αλλαγή γίνεται «στα τυφλά», μέσω της τριβής του με τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης, χωρίς προγενέστερη σοβαρή θεωρητική επεξεργασία, υπό την πίεση της επιθυμίας για παραμονή στην εξουσία και της διάθεσης να παίξει κεντρικό ρόλο στη συνέχεια.
Η πορεία αυτή είναι χωρίς επιστροφή. Κατά τη διάρκειά της θα αναπτυχθούν εσωτερικές αντιθέσεις και θα επιχειρηθεί η νεκρανάσταση της ριζοσπαστικότητας του ΣΥΡΙΖΑ από κομμάτια του που φέρουν βαρέως τον «ιστορικό συμβιβασμό». Μακροπρόθεσμα, καμιά από αυτές τις προσπάθειες δεν θα αποδώσει. Οι δυνάμεις του ρεαλισμού θα παραμείνουν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ισχυρότερες.
Απέναντι σε αυτή μου τη θέση, αναπτύσσεται ένας αντίλογος, που συνοψίζεται στα παρακάτω: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Προσποιείται τον ρεαλιστικό συμβιβασμό ενώ συνειδητά διατηρεί ζωντανό τον ακραίο ριζοσπαστισμό του, «που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο». Σύμφωνα με τη θέση αυτή είναι αφελείς και επικίνδυνοι «όσοι νομίζουν ότι θα πάμε ως παιδική εκδρομή στις εκλογές, επειδή είμαστε στο πλαίσιο μιας συμβατικής εναλλαγής ευρωπαϊκών δυνάμεων στην εξουσία». Πολιτικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι η επιδίωξη δημιουργίας «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, προκειμένου αυτός να απομονωθεί και να ηττηθεί στρατηγικά.
Η παραπάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη. Πεισματικά προσκολλημένη στο παρελθόν, αναλύει τις εξελίξεις στατικά αδυνατώντας να αντιληφθεί τις συνέπειες του καλοκαιριού του 2015 στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, που απώλεσε τότε τη μισή σχεδόν οργανωμένη βάση του. Επιπλέον, κουβαλώντας έναν βαθιά ελληνικοκεντρικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί τη δύναμη που έχουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το διεθνές πλαίσιο στη διαμόρφωση των εσωτερικών ζητημάτων.
Τέλος, η οπτική αυτή είναι ζημιογόνος για τη χώρα, καθώς συνεχίζοντας να παίζει στο (ξένο) γήπεδο του «αυτοί ή εμείς», αναπαράγει ένα είδος ακήρυκτου πολιτικού εμφυλίου και συντελεί στην άγονη πόλωση. Εχουμε ανάγκη από έναν νέο πολιτικό πολιτισμό, όχι από «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» κακέκτυπα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα βεβαίως. Στην ιστορία του σοσιαλισμού τα παραδείγματα διεθνώς είναι αναρίθμητα. Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως αυτό της Γερμανίας, έζησαν δεκαετίες έντονων εσωτερικών τριβών για να απαρνηθούν τον επαναστατικό μαρξισμό και την πάλη των τάξεων στα τέλη του ’50. Οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες, που μεταπολεμικά θεωρήθηκαν πρωταθλητές της συναινετικής δημοκρατίας, τη δεκαετία του ’30 διέθεταν «μπαρουτοκαπνισμένες» ένοπλες πολιτοφυλακές που αντάλλασσαν πυρά στους δρόμους της Βιέννης.
Σταδιακά η φιλελεύθερη δημοκρατία επικράτησε και πιο αριστερά. Στις αρχές του ’70 κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό ή το ισπανικό με παρελθόν ισχυρής αφοσίωσης στη Μόσχα και στις αρχές της «προλεταριακής επανάστασης», αποδέχτηκαν πλήρως τον κοινοβουλευτισμό και απομακρύνθηκαν από την επιρροή της ΕΣΣΔ.
Πιο πρόσφατα, το 1990, οι σκληροί κομμουνιστές της Ανατολικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια και αλλού μεταμορφώθηκαν σε δημοκράτες και εντάχθηκαν στην ευρωπαϊκή σοσιαλιστική οικογένεια. Ακόμη πιο κοντά μας χρονικά, στην Πορτογαλία το αριστερό Bloco, ένα κόμμα που μοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ και εθεωρείτο πριν από λίγα χρόνια αντισυστημικό, σήμερα στηρίζει μαζί με τους κομμουνιστές μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί υπόδειγμα μετριοπαθούς πολιτικής και αφοσίωσης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η ζωή είναι ένα ατελείωτο πεδίο συμβιβασμών. Οπως στους ανθρώπους, έτσι και στα κόμματα πραγματοποιούνται αλλαγές και προσαρμογές, που δεν είχαν σχεδιαστεί προγενέστερα και συνήθως είναι αποτέλεσμα εξωτερικών καταναγκασμών και επιδράσεων. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 να συνθηκολογήσει δεν ήταν απλώς μια στιγμιαία κίνηση τακτικής χωρίς συνέπειες στη φυσιογνωμία του. Η επιλογή της ηγεσίας του να μη διακινδυνεύσει την παραμονή στην εξουσία υποχρέωσε το κόμμα να ακολουθήσει τον δρόμο του ρεαλισμού μέσα στην αγκαλιά των ευρωπαϊκών θεσμών.
Από τη μια, αυτή η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μου προκαλεί κανένα διανοητικό ενδιαφέρον. Η παλιομοδίτικη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του δεν συγκινεί έναν προοδευτικό φιλελεύθερο σαν κι εμένα. Εχω εξάλλου συστηματικά υποστηρίξει πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με τα χαρακτηριστικά που ανέπτυξε στον 20ό αιώνα πεθαίνει. Η δυναμική της έχει από καιρό εξαντληθεί και το εκλογικό σώμα της γεράσει. Το μέλλον της προοδευτικής πολιτικής βρίσκεται πέραν αυτής (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κληρονομιά της δεν αφήνει σημαντική παρακαταθήκη, ιδιαίτερα σε θέματα καταπολέμησης ανισοτήτων).
Από την άλλη όμως, η εξέλιξη αυτή μου γεννά ηθική ικανοποίηση και πολιτική αισιοδοξία. Γενικότερα, κάθε φορά που ένα ριζοσπαστικό, αντισυστημικό κόμμα αφομοιώνεται από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, συνιστά νίκη της ίδιας της Δημοκρατίας. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η λογική του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου είναι ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά. Η δαιμονοποίηση του «άλλου» βολεύει ίσως την εκλογική συσπείρωση και όσους στήνουν καριέρες πάνω στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά βλάπτει τη χώρα.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.