«Έχω μείνει τρεις ημέρες άνεργος κι έχω εργαστεί μέχρι σήμερα που είμαι 17 χρόνια στην Ελλάδα. Αναγκάστηκα να πληρώσω 8.000 ευρώ στους διακινητές για να φέρω την γυναίκα μου στην Ελλάδα και ποτέ δεν την έφερα».
H ανατριχιαστική εξομολόγηση ανήκει στον πρόεδρο του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, Γιονούς Μοχαμαντί. Ο αφγανικής καταγωγής Έλληνας πολίτης τοποθετήθηκε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής όπου συζητείται το νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής για τις τροποποιήσεις στη διαδικασία ασύλου. Ο κ. Μοχαμαντί εκτός του ότι ανέπτυξε όλο το πλαίσιο των προβλημάτων που παραμένουν και δεν επιλύονται από το προαναφερθέν σχέδιο νόμου, έφερε στην επιφάνεια αθέατες πτυχές του προσφυγικού – μεταναστευτικού και συγκλόνισε με τις βιωματικές του αναφορές.
Ειδικά στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, οι συλλογικότητες που παρέχουν βοήθεια σε πρόσφυγες και μετανάστες ανησυχούν ότι μέσω του νομοσχεδίου δίνεται έμφαση στην επίσπευση της διαδικασίας ασύλου χωρίς να ενισχύεται η υπηρεσία ασύλου, κάτι που έθιξαν από κοινού όλοι οι εκπρόσωποι των φορέων που πήραν το λόγο. Κατά τον κ. Μοχαμαντί, αυτή η επίσπευση θα προκύψει χωρίς την προβλεπόμενη διαδικασία και θα οδηγήσει σε μη δίκαιες αποφάσεις για τους πρόσφυγες. Υπογράμμισε δε ότι η πρόσβαση στην Υπηρεσία Ασύλου ακόμα και στην ενδοχώρα είναι πάρα πολύ δύσκολη για τους υποψήφιους αιτούντες άσυλο. «Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν ακόμα και 9 μήνες για να κλείσουν ραντεβού και να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα. Το βασικό δικαίωμα του αιτούντος ασύλου είναι η πρόσβαση στην υπηρεσία ασύλου και δεν έχει κανένας» είπε, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και το έκτακτο μέτρο επικοινωνίας μέσω skype έχει πλέον μετατραπεί σε μόνιμο.
Χαρακτήρισε απάνθρωπες τις συνθήκες στη Μόρια, ιδιαίτερα ως προς την πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας και ψυχοκοινωνικής στήριξης. «Άνθρωπος που έπαιρνε φάρμακα με πολύ βαριά ψυχολογικά προβλήματα είχε ραντεβού μετά από τρεις μήνες» διηγήθηκε ο πρόεδρος του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, ενώ επέστησε την προσοχή του υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής στην ανάγκη έγκαιρης και σωστής ενημέρωσης προσφύγων και μεταναστών για να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς οι περισσότεροι δεν έχουν καμία ιδέα για την ισχύουσα νομοθεσία και εν γένει για την ελληνική πραγματικότητα.
«Οι αποφάσεις που εκδίδονται συνήθως δίνονται από υπηρεσίες ασύλου, όμως η εξέταση των αιτημάτων γίνεται από άλλους ανθρώπους» επισήμανε και συμπλήρωσε πως αυτές οι Αρχές εκδίδουν τις αποφάσεις τους χωρίς να συνομιλήσουν δια ζώσης με τους πρόσφυγες και να τους εξετάσουν αυτοπροσώπως, βγάζοντας εν τέλει αμφίβολες αποφάσεις.
Ως προς τον γεωγραφικό περιορισμό, τον οποίο εξίσου στηλίτευσε η πλειοψηφία των εκπροσώπων φορέων, ο κ. Μοχαμαντί τόνισε ότι δεν αποτελεί λύση ο περιορισμός των ανθρώπων στα νησιά, αποκαλώντας το μέτρο σαφή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Πρέπει να αναφέρω ότι η εικόνα που εμείς έχουμε από τις χώρες προέλευσης των ανθρώπων είναι ότι η κατάσταση επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα γιατί περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονται να φύγουν από τις χώρες τους», σημείωσε και εξήγησε στη συνέχεια: «Να ξέρουμε ότι οι άνθρωποι δεν ξεκινούν για να έρθουν στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη έρχονται λιγότεροι από το 3%. Ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών των ανθρώπων μένουν σε γειτονικές χώρες».
Επιπλέον, ξεκαθάρισε ότι πρέπει η πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς. «Πρέπει να υπάρχει εξειδίκευση, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες» υπέδειξε. Ακόμα, έθιξε το ζήτημα της μη πρόσβασης των προσφύγων και των μεταναστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επ’ αυτού, αφηγήθηκε πως όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν στα τελευταία χρόνια για την ολοκλήρωση της ιατρικής σχολής στη χώρα του, όμως ποτέ δεν μπόρεσε να βρει πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Σχετικά με την οικογενειακή επανένωση προσφύγων και μεταναστών, κάλεσε την ηγεσία του υπουργείου να μεριμνήσει όχι μόνο για περιπτώσεις που αφορούν την Ευρώπη. «Αυτήν την στιγμή για εκατοντάδες έχουν εγκριθεί τα αιτήματά τους και με κάποιο τρόπο οι υποθέσεις κολλούν», ήταν το πρώτο σημείο που έθιξε, ενώ το δεύτερο αφορούσε τις περιπτώσεις επανένωσης οικογενειών που όλα τα μέλη τους δεν διαμένουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. «Παράδειγμα να σας πω εγώ από τη μέρα που έχω έρθει 3 μέρες έχω μείνει άνεργος και έχω δουλέψει μέχρι σήμερα που είμαι 17 χρόνια στην Ελλάδα. Αναγκάστηκα να πληρώσω 8.000 ευρώ στους διακινητές για να φέρω τη γυναίκα μου στην Ελλάδα και ποτέ δεν την έφερα».