Το 18,2 % των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας (ηλικίας 65 ετών και πάνω) στην ΕΕ, δηλαδή περίπου 17,3 εκατομμύρια άνθρωποι, εξακολουθεί να διατρέχει τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό προκύπτει από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2018 για την επάρκεια των συντάξεων στην ΕΕ.
Η έκθεση της Επιτροπής αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι τρέχουσες και οι μελλοντικές συντάξεις βοηθούν στην πρόληψη της φτώχειας των ηλικιωμένων και στη διατήρηση του εισοδήματος ανδρών και γυναικών, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
https://youtu.be/f-tagQYg944
Για την Ελλάδα τονίζεται ότι «είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθεί πλήρως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού του 2016 και να εγγυάται ένα αξιοπρεπές επίπεδο παροχών υπό τους περιορισμούς που δημιουργεί το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με το επίπεδο των πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού».
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ και πληθυσμιακών ομάδων. Για παράδειγμα, οι συντάξεις των γυναικών είναι κατά 37 % χαμηλότερες απ’ ό,τι των ανδρών, λόγω των χαμηλότερων μισθών και του μικρότερου εργασιακού βίου που συνδέεται με ευθύνες φροντίδας. Ομοίως, τα άτομα με άτυπη απασχόληση ή αυτοαπασχόληση συχνά αντιμετωπίζουν λιγότερο ευνοϊκούς όρους για την πρόσβαση και τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε σχέση με τα άτομα με τυπική απασχόληση. Σύμφωνα με την έκθεση ο κίνδυνος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην τρίτη ηλικία αυξάνεται, επίσης, με την ηλικία. Πάνω από τα μισά άτομα που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ είναι ηλικίας 75 ετών και άνω.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα υπογραμμίζεται ότι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 θεωρείται η πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας από καταβολής του.
Σύμφωνα με την έκθεση, κύριο μέλημα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος είναι διασφάλιση της βιωσιμότητάς του, δεδομένου ότι η χώρα παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γηράσκοντος πληθυσμού στην ΕΕ, καθώς και πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Μεταξύ των βασικών ζητημάτων που αφορούν τη βιωσιμότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος είναι να εξασφαλιστεί η επάρκεια των συντάξεων. «Από την άποψη αυτή, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθεί πλήρως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού του 2016 και να εγγυάται ένα αξιοπρεπές επίπεδο παροχών υπό τους περιορισμούς που δημιουργεί το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με το επίπεδο των πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού» αναφέρει η έκθεση της Επιτροπής. Επιπλέον, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προκλήσεων που συνδέονται με τη συνταξιοδότηση, όπως: οικονομική ύφεση, υψηλή ανεργία, μη κανονική απασχόληση, αδήλωτη εργασία και φοροδιαφυγή.
Εξάλλου, επισημαίνεται ότι παρά τις διαδοχικές περικοπές που επιβλήθηκαν κατά την περίοδο 2010-2016, οι συντάξεις στην Ελλάδα διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο στην πρόληψη της φτώχειας των ηλικιωμένων. Το ποσοστό της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών μειώθηκε κατά 6,1 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι από 28,1% το 2008 σε 22% το 2016 (έναντι 35,6% του συνολικού πληθυσμού 2016).
Το ποσοστό φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ατόμων ηλικίας 65+ ήταν 12,4% το 2016, πολύ χαμηλότερο από ό,τι για τον πληθυσμό ηλικίας κάτω των 65 ετών (23,5%). Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα από τις συντάξεις είναι κατά πολύ πιο κατάλληλο από το εισόδημα του υπόλοιπου πληθυσμού, επισημαίνει η έκθεση.
Το χάσμα των φύλων στα συνταξιοδοτικά εισοδήματα για άτομα ηλικίας 65-79 ετών ήταν 28,39% στην Ελλάδα το 2016, δηλαδή μικρότερο από το χάσμα που ισχύει κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ και μικρότερο σε σχέση με το 2008 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν μικρότερη πρόσβαση στο συνταξιοδοτικό σύστημα από τους άνδρες. Οι γυναίκες στην Ελλάδα συνεχίζουν να παρουσιάζουν, γενικά, χαμηλά ποσοστά απασχόλησης και σύντομη επαγγελματική σταδιοδρομία, γεγονός που με τη σειρά τους οδηγεί σε σύντομες περιόδους συνεισφοράς και συνεπώς σε αδυναμία εκπλήρωσης των όρων σύνταξης.
Σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του ΟΟΣΑ, η μελλοντική συνταξιοδοτική επάρκεια στην Ελλάδα εξασφαλίζεται, μακροπρόθεσμα, με την εφαρμογή υψηλότερου μελλοντικού ακαθάριστου ποσοστού συνταξιοδότησης για τους χαμηλόμισθους από το αντίστοιχο για τους μέσους μισθωτές. Ειδικότερα, το μελλοντικό ποσοστό ακαθάριστης συνταξιοδότησης για έναν εργαζόμενο με χαμηλό εισόδημα (δηλαδή 50% των μέσων αποδοχών) και μια πλήρη σταδιοδρομία εργασίας (δηλαδή 40 έτη εισφορών) εκτιμάται σε 67,4% (1,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό οι χώρες του ΟΟΣΑ), σε σύγκριση με 53,7% για έναν εργαζόμενο με μέσο εισόδημα και 49,2% για έναν εργαζόμενο με υψηλό εισόδημα. Τα μελλοντικά ποσοστά ακαθάριστης συνταξιοδότησης δείχνουν ότι οι συντάξεις διαδραματίζουν αναδιανεμητικό ρόλο, με στόχο την προστασία των χαμηλόμισθων από τη φτώχεια των ηλικιωμένων. Ωστόσο, η εξασφάλιση επαρκών συντάξεων για τους μη τυποποιημένους εργαζομένους με σύντομη επαγγελματική σταδιοδρομία και χαμηλά εισοδήματα εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Παρά τα παραπάνω, εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με τη μελλοντική επάρκεια των συντάξεων στην Ελλάδα βραχυπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του νόμου 4472/2017 που εγκρίθηκαν πρόσφατα, οι οποίες συνεπάγονται, μεταξύ άλλων: (α) μείωση κατά 18% των συντάξεων (ανταποδοτική και επικουρική) που θα τεθεί σε ισχύ από τον Ιανουάριο του 2019 β) τη δέσμευση των υπαρχουσών συντάξεων σε τρέχοντα επίπεδα έως το τέλος του 2022 και (γ) την κατάργηση του EΚΑΑ μέχρι το τέλος του 2019. Όλες αυτές οι διατάξεις αναμένεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην επάρκεια των συντάξεων, ειδικά για τους συνταξιούχους χαμηλού εισοδήματος.