Πριν περίπου επτά μήνες, κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα ως πρόεδρος του Eurogroup, ο Γερούν Ντάϊσελμπλουμ είχε επισημάνει, με συνέντευξή του στην “Καθημερινή, την ανάγκη να στηριχθεί με κάθε τρόπο η πολιτική σταθερότητα και να μην υπάρξουν εκλογές πριν από το τέλος της θητείας της σημερινής κυβέρνησης, το 2019. Οι πληροφορίες θέλουν να είχε καταστήσει σαφή την άποψη αυτή (και, μάλιστα, όχι ως προσωπική αλλά ως θέση των Θεσμών και του πολιτικού διευθυντηρίου των Βρυξελλών) και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε εκείνες τις μέρες με τον αρχηγό της Ν.Δ.
Αποδέκτες του ίδιου μηνύματος έχουν γίνει έκτοτε επανειλημμένα, τόσο η κυβέρνηση, όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά, στο πλαίσιο των συναντήσεων που είχαν με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Μόλις πριν μερικές μέρες ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ έκανε ειδική μνεία στην ανάγκη πολιτικής σταθερότητας στην πορεία προς την έξοδο από τα μνημόνια, αλλά και στο χρονικό διάστημα που θα ακολουθήσει. Κατέστησε σαφές, σε όλους τους τόνους, πως μία πρόωρη εκλογική περιπέτεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόκλιση από τους στόχους του προγράμματος και σε οπισθοδρόμηση.
Αλλά και ο νέος πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, σε συνέντευξή του (Κυριακή 6 Μαϊου 2018) στην “Καθημερινή”, έστειλε το δικό του μήνυμα λέγοντας πως “δεν πρέπει να υπάρξει επιστροφή σε μη βιώσιμες πολιτικές του παρελθόντος”. Καθένας μπορεί να επιλέξει μια βολική ανάγνωση του εν λόγω μηνύματος, είναι, ωστόσο, περισσότερο από σαφές ότι ο Πορτογάλος επικεφαλής του Eurogroup αναφέρεται σε εκείνες τις πολιτικές που οδήγησαν στον εκτροχιασμό της οικονομίας και τη χρεοκοπία του 2010, αλλά και όσα διαδραματίστηκαν κατά την ελλιπή εφαρμογή των τριών μνημονιακών προγραμμάτων.
Στην ίδια συνέντευξη ο κ. Σεντένο, επισημαίνει και κάτι ακόμα ιδιαιτέρως σημαντικό. Όταν ερωτάται (Ελένη Βαρβιτσιώτη) “πόσο δεσμευτικό είναι το σχέδιο ανάπτυξης (σ.σ που έχει υποβάλλει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα) για την επόμενη κυβέρνηση”, απαντά δίχως δισταγμούς:
“Πάντα υπάρχουν εναλλακτικές, αλλά πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι στο ποιοι είναι οι στόχοι μας.Οι πολιτικές πρέπει να καθορίζονται με σαφήνεια. Τούτου λεχθέντος, θα ήθελα να δω ευρεία υποστήριξη γι αυτό το σχέδιο (σ.σ της κυβέρνησης). Θα ενίσχυε την αξιοπιστία της Ελλάδας καθώς προχωράει εμπρός”.
Απλή και εύληπτη η “προτροπή” των Ευρωπαίων. Έχοντας δει την ελληνική οικονομία να καταστρέφεται -αναμφίβολα και με δική τους ευθύνη- και, εν συνεχεία, τον ελληνικό πολιτικό κύκλο να προκαλεί εκτροπές από τα προγράμματα διάσωσης, έχουν κάθε λόγο να επισημαίνουν την ανάγκη συναινέσεων και να διατυπώνουν τον φόβο μιας διολίσθησης σε έναν προεκλογικό λαϊκισμό.
Πως μεταφράζεται, όμως, στα καθ’ ημάς αυτή η λογική βούληση των εταίρων, τώρα που φθάνει η ώρα να απομακρύνουν κι αυτοί από πάνω τους το βάρος του ελληνικού και τελευταίου ευρωπαϊκού μνημονίου;
Ενώ θα ανέμενε κανείς να αξιοποιήσει η χώρα αυτό το ιδανικό momentum και να δημιουργηθεί κλίμα εξόδου, παρατηρούμε τις πολιτικές δυνάμεις να υποδαυλίζουν μια πολιτική αντιπαράθεση που μειώνει τον βαθμό αξιοπιστίας που κατέκτησε με επώδυνο (για την κοινωνία) τρόπο η Ελλάδα τα τελευταία περίπου τρία χρόνια.
Το αίτημα της Φώφης Γεννηματά για την διεξαγωγή εκλογών “εδώ και τώρα” και η έκδηλη ικανοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που και άλλοι υιοθετούν τη δική του θέση για πολιτική αλλαγή (την οποία διατυπώνει σταθερά σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της Ν.Δ), δημιουργούν εκ των πραγμάτων ένα περιβάλλον πολιτικής αστάθειας.
Η δε επιμονή του πρωθυπουργού να επισημαίνει ότι θα εξαντλήσει τα συνταγματικά όρια της κυβερνητικής θητείας -συμφωνώντας επ΄ αυτού με το λογικό επιχείρημα των εταίρων και δανειστών- εκλαμβάνεται από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης που την στηρίζουν ως ένδειξη αδυναμίας και όχι ως μία σώφρονα και αναγκαία στρατηγική που έχει ανάγκη ο τόπος.
Το χειρότερο είναι ότι ελάχιστοι αντιλαμβάνονται το αυτονόητο του πράγματος. Εάν, υποθετικά, η κα Γεννηματά και ο κ. Μητσοτάκης μπορούσαν, όντως, να προκαλέσουν άμεση προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, θα συνέβαιναν τα εξής:
- Οι δανειστές θα ανέστειλαν πάραυτα την διαδικασία της 4ης και τελευταίας αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Το έπραξαν, άλλωστε, μετά τις παλινωδίες της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, το καλοκαίρι του 2014 -μετά την ήττα στις ευρωεκλογές-, και την απαίτησή του για άρον άρον “τέλος του μνημονίου” και απεγκλωβισμό από τις απαιτήσεις του ΔΝΤ ( διαπραγματεύσεις “Παρίσι 1” και “Παρίσι 2”, και επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού στο Βερολίνο, με τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα). Είναι, δε, τουλάχιστον παράδοξο, η ίδια η Ν.Δ, που έκτοτε κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι η μη συναίνεσή του εκείνη την περίοδο σε ομαλή εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας για να αποφευχθούν οι εκλογές και να ολοκληρωθεί η 5η αξιολόγηση, έρχεται, σήμερα, να πράξει ακριβώς το ίδιο.
- Αναστολή της 4ης αξιολόγησης θα προκαλούσε εκ των πραγμάτων καθυστέρηση στην έξοδο από τα μνημόνια. Επί της ουσίας θα επέφερε παράταση της ισχύος του τρίτου μνημονίου και επιβολή όρων διασφάλισης των δανειστών, κάτι που θα ισοδυναμούσε με ένα νέο μνημόνιο που θα χρεωνόταν η επόμενη κυβέρνηση. Κι επειδή η Ν.Δ θεωρεί ότι εκείνη θα αναλάβει τις τύχες της χώρας μετά από μία τέτοια εκλογική αναμέτρηση, θα καλούνταν να σηκώσει τους επαχθείς όρους μιας τέτοιας συμφωνίας. Κατηγορεί, δηλαδή, την κυβέρνηση ότι τα μέτρα του 2019 και του 2020 (που, όμως, περιλαμβάνονται στο ήδη υφιστάμενο πρόγραμμα) αποτελούν ένα “4ο μνημόνιο” αλλά αντιπαρέρχεται τον βέβαιο κίνδυνο πως μετά από πρόωρες εκλογές και με τις καθυστερήσεις που θα έχουν προκύψει θα είναι εκείνη που θα υπογράψει ένα πραγματικό και νέο τέταρτο μνημόνιο. Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και για την κα Γεννηματά, η οποία φιλοδοξεί να συγκυβερνήσει με τον κ. Μητσοτάκη σε μία τέτοια περίπτωση.
- Είναι, τέλος, προφανές πως μία τέτοια καταστροφική εξέλιξη θα μετέθετε σε άγνωστο χρόνο την υπόθεση της ελάφρυνσης του χρέους, κάτι που τώρα έχει επί της ουσίας συμφωνηθεί. Ο καβγάς, δε, για την αυστηρή ή λιγότερο αυστηρή μεταμνημονιακή εποπτεία θα μοιάζει ανέκδοτο σε σύγκριση με την εποπτεία που θα επιβάλλουν οι δανειστές εάν η χώρα οδηγούνταν σε εκλογές τώρα και η οικονομία παρέλυε κυριολεκτικά για αρκετούς μήνες.
- Και μια επιπλέον παράμετρος: τι θα σήμαινε για την οικονομία, την έστω ρηχή παραγωγική δραστηριότητα, την ιδιωτική κατανάλωση, τις καταθέσεις στις τράπεζες (οι οποίες επιτυχώς πέρασαν τα τελευταία stress tests) μία πρόωρη εκλογική αναμέτρηση εν μέσω θέρους; Τι θα σήμαινε για όσες επενδύσεις βρίσκονται στο τελικό στάδιο υλοποίησης (Ελληνικό κ.ά); Και τι θα σήμαινε για τον τουρισμό; Οι απαντήσεις είναι γνωστές και τις δίνουν οι παράγοντες της αγοράς (ΣΕΤΕ, ΕΒΕΑ κ.ά), τονίζοντας πόσο επιζήμια είναι η εκλογολογία. Πολλώ μάλλον οι ίδιες οι εκλογές…
Βεβαίως, οι αρχηγοί της Ν.Δ και του ΚΙΝ.ΑΛ γνωρίζουν πως δεν μπορούν να προκαλέσουν τις εκλογές. Ευτυχώς. Εκ του ασφαλούς κάνουν καθημερινά ασκήσεις εκλογικής ετοιμότητας για να κρατούν συσπειρωμένα τα κομματικά τους ακροατήρια. Αυτό, όμως, αποτελεί λαϊκισμό, ακόμα χειρότερος από αυτόν που απέδιδαν στον πολιτικό τους αντίπαλο. Τι νέο κομίζουν;
Όμως, τώρα, βρισκόμαστε στο τέλος της 8αετούς περιπέτειας. Όχι υπό την έννοια, πως θα βρεθούμε από τον προσεχή Σεπτέμβριο στη γης της Επαγγελίας. Κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί και είναι βέβαιο πως απαιτούνται ακόμα μεγάλες προσπάθειες και πολύς χρόνος για την αποκατάσταση μέρους των αδικιών.
Είναι, ωστόσο, σαφές πως ο Αύγουστος είναι ένα ορόσημο που πρέπει να υπερβούμε. Η πολιτική αντιπαράθεση ας ξεκινήσει τότε. Με καθαρούς όρους…