Για όλα τα κόμματα και για όλα τα περίκλειστα συστήματα εξουσίας –ιδιαίτερα για όσα επιδεικνύουν αντοχή στο χρόνο και επανέρχονται ή επιδιώκουν να επανέλθουν με διάφορους τρόπους– υπάρχουν περίοδοι για τις οποίες αρνούνται επίμονα να εκτεθούν στο φως και τη δημόσια κριτική. Κρατούνται επίμονα στα “σκοτεινά δωμάτια” της ιστορίας.
Τα τελευταία τρία χρόνια, για παράδειγμα, η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ απέφυγε έως ένα βαθμό να δημοσιοποιήσει πληροφορίες σχετικά με τη σύγκρουση με τους δανειστές κατά το πρώτο επτάμηνο του 2015 και περιορίστηκε στην αυτοκριτική του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα περί της “αυταπάτης” που διακατείχε τη νέα, τότε, κυβέρνηση της Αριστεράς.’ Οι ευθύνες, όμως, υπάρχουν και σε μεγάλο βαθμό αποτελούν το κυρίαρχο και προβεβλημένο επιχείρημα της αντιπολίτευσης.
Όμως, αν και η χώρα εξέρχεται σταδιακά από την επώδυνη οκταετία των μνημονίων και αγωνιά να ανακαλύψει ένα πλαίσιο νέας πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κανονικότητας, το παλαιό πολιτικό σύστημα, που παραμένει παρών και ισχυρό, αποφεύγει να συζητήσει -και να κάνει αυτοκριτική- για όσα συνέβησαν πριν το 2010 όταν επήλθε η τυπική εθνική χρεοκοπία.
Το ΠΑΣΟΚ -υπό την παλαιά και τη νέα μορφή του- αρνείται να αναλάβει ευθύνες για τον τρόπο υπαγωγής στο πρώτο μνημόνιο. Η Ν.Δ αποφεύγει να εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη στην κρίσιμη διετία 2007-2009. Και, το ΠΑΣΟΚ, πάλι, κάνει ότι μπορεί για να μην απολογηθεί για την προβληματική άσκηση εξουσίας κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Σημίτη.
Τις προηγούμενες ημέρες, για παράδειγμα, η καταδίκη (σε δεύτερο βαθμό) του Τάσου Μαντέλη για την “προεκλογική χορηγία” -όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε- 450.000 μάρκων από τα μαύρα ταμεία της Siemens, διέλαθε (…) της προσοχής των περισσοτέρων μέσων ενημέρωσης.
Ο Κώστας Σημίτης, ωστόσο, εξακολουθεί να παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο, να προτείνει τρόπους αντιμετώπισης των “προκλήσεων της νέας εποχής” (άρθρο του στο κυριακάτικο “Βήμα”) και να ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση, ακόμα και να επιδιώκει, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, να ενισχύσει τα νέα συστήματα εξουσίας που διαμορφώνονται.
Το σκάνδαλο Siemens, όμως, δεν είναι ένα τυχαίο σκάνδαλο. Ο Μαντέλης δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του τότε πρωθυπουργού και σημαίνουσα προσωπικότητα της ομάδας διακυβέρνησης κατά την οκταετία 1996-2004 (ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση της).
Ακόμα πιο σημαντικός παράγοντας ήταν ο επονομαζόμενος και “στρατηγός” του εκσυγχρονισμού Θόδωρος Τσουκάτος. Στη δίκη της Siemens που διεξάγεται με ανυπόφορα βραδείς ρυθμούς είναι ένας από τους βασικούς κατηγορούμενους και, όπως ο ίδιος έχει ομολογήσει, υπήρξε αποδέκτης μιας άλλης “χορηγίας” 1.000.000 μάρκων που κατευθύνθηκε στα κρυφά ταμεία του ΠΑΣΟΚ.
Όπως έγραφε εκείνη την περίοδο η “Καθημερινή” από τα μαύρα ταμεία της γερμανικής εταιρείας διοχετεύτηκαν -σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 17 ετών- μίζες άνω των 100 εκατομμυρίων. Τ
Τα στοιχεία αυτά (τα οποία ουδέποτε διαψεύσθηκαν) αποτέλεσαν κεντρικό τμήμα της δικογραφίας που προέκυψε από την έρευνα της Εισαγγελίας του Μονάχου και της αμερικανικής νομικής εταιρείας “Debevoice & Plimpton” που ανέλαβε τη διερεύνηση του σκανδάλου για λογαριασμό της Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όπως περίπου συμβαίνει και τώρα με την έρευνα του FBI για το σκάνδαλο της Novartis.
Στο πλαίσιο αυτής της τεραστίων διαστάσεων -και σε πολλές χώρες- συνωμοσίας επιχειρηματικής και πολιτικής διαφθοράς, οι «μίζες» από «μαύρα ταμεία» τραπεζών στην Ελβετία, την Κύπρο, το Μονακό, το Λιχτενστάιν και την Αυστρία δεν διοχετεύτηκαν μόνο στον τομέα των επικοινωνιών, αλλά και στα ολυμπιακά έργα, και τις προμήθειες του Δημοσίου, λένε μάρτυρες που κατέθεσαν τόσο στην Εισαγγελία όσο και στο αμερικανικό δικηγορικό γραφείο.
Αποδέκτες των χρημάτων ήταν ελληνικά πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα την περίοδο πριν από τις εκλογές του 2004 (σχετικό ρεπορτάζ στις εφημερίδες εκείνης της εποχής) , μέλη της διοίκησης και ορισμένοι από τους εργαζόμενους του ΟΤΕ αλλά και «αξιωματούχοι» υπουργείων. Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν στη σχετική δικογραφία της γερμανικής δικαιοσύνης και δημοσιεύτηκαν στην “Καθημερινή”. Σύμφωνα με αυτά, τα ελληνικά κόμματα που κυβερνούσαν κατά την επίμαχη περίοδο (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ) δέχθηκαν “χορηγίες” (!) από τα μαύρα ταμεία της Siemens, προφανώς για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της εταιρείας ως προς τις προμήθειες και τα έργα του ελληνικού Δημοσίου.
Μαντέλης και Τσουκάτος, ωστόσο, υπήρξαν στον κεντρικό πυρήνα εξουσίας εκείνης της εποχής. Όπως και άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στη δικογραφία της γερμανικής δικαιοσύνης. Το άθροισμα, ωστόσο, των “χορηγιών” που δέχθηκαν φθάνει μόλις στο 1.450.000 μάρκα- χονδρικά περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ. Πάνω από 98,5 εκατομμύρια ευρώ, ωστόσο, παραμένουν ακόμα “ορφανά”. Ουδείς θα μάθει ποτέ ποιοι τα έλαβαν και για ποιο ειδικό σκοπό. Ποια κόμματα, ποιοι υπουργοί και ποιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εκείνης της περιόδου τα ενθυλάκωσαν.
Προφανώς, τώρα στο “παρά πέντε” της εξόδου από τα μνημόνια, κι ενώ η πολιτική ζωή του τόπου αναζητά ηρεμία και συναινέσεις, δεν είναι εφικτό και σωστό να μεταβληθεί ο τόπος σε ένα απέραντο Ειδικό Δικαστήριο. Πολλά αδικήματα, άλλωστε, έχουν παραγραφεί, η δε γερμανική Δικαιοσύνη έχει κλείσει τις σχετικές υποθέσεις εδώ και πολλά χρόνια, και οι πρωταγωνιστές των μαύρων ταμείων απολαμβάνουν τη θαλπωρή των γερμανικών αρχών και δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξουν το στόμα τους.
Ο ιστορικός (καθηγητής του ΠΑ.ΜΑΝ) Νίκος Μαραντζίδης υποστήριξε πρόσφατα σε άρθρο του – το οποίο ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις διότι κρίθηκε από πολιτικούς και προσωπικότητες του φιλελεύθερου χώρου ως φιλικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ και “απαλλακτικό” όσων συνέβησαν κατά την τελευταία τριετία– ότι “στη Δημοκρατία είναι καλό καμμια φορά να ξεχνάμε” (εδώ ).
Ίσως να έχει δίκιο. Όμως, όσοι με μεγάλη έπαρση και ευκολία τον κατηγορούν ότι ακυρώνει τις ευθύνες των σημερινών κυβερνώντων, (οι ίδιοι) κάνουν ότι μπορούν για να σβήσουν από τα βιβλία της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας οιαδήποτε αναφορά σχετικά με το “πλιάτσικο” μιας ολόκληρης εποχής. Από τους Παπαγεωργόπουλους και τους Τσοχατζόπουλους (και όλο το ερεβώδες σύστημα της κλοπής δημοσίου χρήματος σχετικά με τα εξοπλιστικά), έως τους Μαντέληδες και τους Τσουκάτους. Και ων ουκ έστι αριθμός άλλων για τους οποίους πολλά εικάζονται αλλά δεν θα γίνουν ποτέ γνωστά.
Όλα αυτά, όμως, δεν ήταν τυχαία πρόσωπα. Ήταν θεράποντες της εξουσίας και κήνσορες μιας κεντρικής αντίληψης για το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας. Ήταν, δε, τόσο κοντά στους πρωταγωνιστές του πολιτικού βίου, ώστε οι πρωταγωνιστές αυτοί να μην δικαιούνται να αποποιούνται ευθύνες και να ισχυρίζονται ότι δεν γνώριζαν. Ακόμα, όμως, κι αν δεν γνώριζαν, οι αντικειμενικές ευθύνες είναι σαφείς και τόσο καταλυτικές που προκαλούν ρηγματώσεις στο τεκμήριο πολιτικής αθωότητας που τώρα επικαλούνται για να έχουν μιντιακή και πολιτική ασυλία και να προσφέρουν την εμπειρία και τις υπηρεσίες τους σε μια νέα…διάσωση.