Πέρα από τη συνάντηση του με τον Ζόραν Ζάεφ και την ευκαιρία που είχε για ανταλλαγή σκέψεων με πολλούς άλλους πρωθυπουργούς, ο Αλέξης Τσίπρας είχε στο περιθώριο της Συνόδου συναντήσεις και με την Άγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο Πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν.
Όπως είπε στη συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε, στις συζητήσεις του με Μέρκελ και Μακρόν, συζήτησε διεξοδικά για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις που αφορούν την 4η αξιολόγηση του τρίτου και τελευταίο προγράμματος, την έξοδο από τα μνημόνια τον προσεχή Αύγουστο και τις διαπραγματεύσεις που αφορούν τα αναγκαία μέτρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
«Η εικόνα που έχω», τόνισε, «είναι πως όλοι μας, και οι τρεις (Τσίπρας, Μέρκελ, Μακρόν) βρισκόμαστε σε μια κοινή συνισταμένη. Στη συνισταμένη της επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων αυτών, ει δυνατόν μέσα στον Ιούνιο».
Άρα, επισήμανε, «ο Ιούνιος θα είναι ένας κρίσιμος μήνας σε ό,τι αφορά στις διαπραγματεύσεις που έχουμε ανοιχτές, ένας κρίσιμος μήνας για την Ελλάδα, τόσο σε ό,τι αφορά στη διαφορά με τους βόρειους γείτονες μας, όσο και σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και της καθαρής εξόδου της χώρας από τα πολυετή προγράμματα οικονομικής υποστήριξης».
Σχολίασε πως «έχουμε πια αποκτήσει όλοι μας εμπειρία από διαπραγματεύσεις στην ΕΕ, με τους θεσμούς. Πάντοτε όταν φτάνουμε προς το τέλος των διαπραγματεύσεων, από όλες τις πλευρές υπάρχει πιο σκληρή στάση, αλλά πάντοτε στο τέλος της ημέρας -η Ευρώπη, αν θέλετε, αυτή την μαγεία έχει- κάποιος συμβιβασμός επιτυγχάνεται». Υπογράμμισε πως «το κρίσιμο είναι αυτός ο συμβιβασμός αυτή τη φορά να είναι προωθητικός, προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων και νομίζω προς όφελος της ΕΕ στο σύνολο της».
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι μετά από οκτώ δύσκολα χρόνια, «και ο τελευταίος δύσπιστος έχει πειστεί για την αξιοπιστία της Ελλάδας, για τις θυσίες του ελληνικού λαού, προκειμένου να παραμείνει στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πιστεύω ότι τούτη τη φορά έχουμε και τους ανέμους ούριους με το μέρος μας, διότι η επιτυχία τής Ελλάδας θα είναι και επιτυχία της Ευρώπης». «Παρακολουθώ», προσέθεσε, «ότι και το ΔΝΤ θέλει να καρπωθεί μέρος αυτής της επιτυχίας, έστω και την τελευταία στιγμή. Ας είναι, αρκεί να έχουμε μια εξέλιξη η οποία θα καθιστά την Ελλάδα ικανή να έχει διαρκή και ικανή πρόσβαση στις αγορές, με χαμηλό σχετικά επιτόκιο, και θα τις δίνει τη δυνατότητα και την προοπτική να έχει βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια».
Για το άτυπο ευρωπαϊκό συμβούλιο και τη σημερινή σύνοδο ΕΕ-Δ. Βαλκανίων
Χαρακτήρισε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις συζητήσεις που έγιναν και χτες στο άτυπο ευρωπαϊκό συμβούλιο και στη σημερινή σύνοδο της ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων, «που θα έχουν ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον της ευρύτερης περιοχής μας, συνολικά της ΕΕ». Είπε ότι αυτές τις δύο ημέρες αναδείχτηκε η θετική ατζέντα που αφορά στη στήριξη των Δ. Βαλκανίων, την προώθηση της καινοτομίας και της ψηφιακής πολιτικής. Ως προς τα Βαλκάνια, τόνισε ότι η ανάκτηση και η αναβάθμιση του γεωπολιτικού και οικονομικού ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή αποτελεί κεντρικό στόχο της Ελλάδας, «ιδίως τώρα που η χώρα εξέρχεται από τη μνημονιακή εποχή και την πολύχρονη κρίση, ιδιαίτερα τώρα που καταφέρνει να διαχειριστεί και μια δύσκολη κρίση, την προσφυγική, που αποτέλεσε πολύ μεγάλη πρόκληση για όλη την Ευρώπη». Σημείωσε ότι αποτελεί κεντρικό πρόταγμα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ασφάλειας και της σταθερότητας στην περιοχή, η ανάκτηση ενός ρόλου ουσιαστικού, εποικοδομητικού, ηγετικού στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής. «Στο πλαίσιο αυτό προωθούμε διάφορες πρωτοβουλίες για ενίσχυση της συνεργασίας και της συνανάπτυξης και ενθάρρυνσης της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δ. Βαλκανίων».
Επισήμανε ότι ακόμα και αυτή καθεαυτή η σημερινή Σύνοδος ήταν πρωτοβουλία που γεννήθηκε στο πλαίσιο της πολυμερούς συνεργασίας της Ελλάδας με άλλες χώρες της Βαλκανικής. Ο πρωθυπουργός είχε καταθέσει την ιδέα να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της
Βουλγαρικής προεδρίας. Έτσι, 15 χρόνια μετά την υιοθέτηση της «ατζέντας της Θεσσαλονίκης» ανοίγει ξανά η συζήτηση στην ΕΕ για διεύρυνση της με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων. Τόνισε ότι ο ρόλος της ΕΕ στα Δ. Βαλκάνια είναι καθοριστικός για την ανάπτυξη και την ευημερία της πολύπαθης αυτής περιοχής και πως παράλληλα η ασφάλεια της ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σταθερότητα και την ασφάλεια στα Δ. Βαλκάνια.
Είπε πως κοινό συμπέρασμα είναι ότι για το κοινό καλό όλων «θα πρέπει να προχωρήσουμε και να ενισχύσουμε την ενταξιακή πορεία των Δ. Βαλκανίων, προφανώς κάτω από συγκεκριμένες δεσμεύσεις και προϋποθέσεις.