Οι ακραίοι ακούγονται γιατί φωνάζουν περισσότερο. Κάνουν θόρυβο, ουρλιάζουν και χρησιμοποιούν τη γλώσσα σαν μαχαίρι. Όταν δεν χρησιμοποιούν το ίδιο το μαχαίρι. Έχουν βλέμμα τρομακτικό, ακόμα κι όταν κρατούν μωρά στην αγκαλιά τους. Μάτι που γυαλίζει από φανατισμό και απόλυτη “αυτοπεποίθηση” πως μόνο εκείνοι γνωρίζουν την…αλήθεια.
Οι ακραίοι ακούγονται γιατί προκαλούν φόβο. Δεν υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεών τους.
Ενίοτε δεν λογαριάζουν την ίδια τη ζωή, όλα αυτά που μπορεί να προκαλέσει μια κλωτσιά, μια γροθιά, μια πέτρα. Ως “κάτοχοι” κάποιας μεταφυσικής εντολής, αισθάνονται ως θεματοφύλακες “αξιών” που δεν δύνανται να συζητηθούν. Ως εκ τούτου, ο λόγος του άλλου έχει αξία μόνο ως αφορμή για να ασκήσουν πάνω του βία. Τη νομιμοποιημένη, έτσι πιστεύουν, βία εκείνου που είναι πιο αγνός, πιο πατριώτης, πιο ισχυρός.
Οι ακραίοι ακούγονται γιατί ο λόγος τους είναι απλοϊκός, ισοπεδωτικός, με λίγες λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και χωρίς αμφιβολίες. Έτσι είναι, τέλος…
Η απολυτότητα του λόγου τους, τον καθιστά εύληπτο. Ειδικά σε τμήματα της κοινωνίας που ταυτίζει το εύληπτο και κραυγαλέο με το καθολικό. Ημιμαθείς ή και αμόρφωτοι οι ίδιοι, λάτρεις του σκοτεινού διαδικτύου και της συνωμοσίας (από κάθε όψη), “αλιεύουν” οπαδούς και υποστηρικτές στο “βαθύ” κομμάτι της κοινωνίας που αναζητά υπεκφυγές και διαφυγές.
Που δεν διαβάζει, δεν αναζητά την διαφορετική άποψη, δεν διαλέγεται, που εναγωνίως αναζητά να ταυτιστεί, που θεωρεί εχθρό τον Τούρκο αλλά “γουργουρίζει” χαζεύοντας τουρκικές σειρές. Που αναζητά τους Έλληνες Πούτιν, Ερντογάν ή Ορμπάν επειδή έχει ταυτίσει την “εθνική βαρβατίλα” με το αληθές και τον πατριωτισμό. Είναι οι ίδιοι που επαίρονται για τη δύναμη της φυλής και αναζητούν να την επιβεβαιώσουν σε εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη. Και για να σκηνοθετήσουν τον προσωπικό μανιχαϊσμό τους, τον πόλεμο του καλού (εκείνοι) με το κακό (οι άλλοι), τους βαφτίζουν ‘αλλόθρησκους”, “απάτριδες”, “προδότες”, “διαφορετικούς”.
Οι ακραίοι, όμως, ακούγονται και για έναν επιπλέον λόγο. Ίσως σημαντικότερο από τους παραπάνω. Επειδή αφενός υπάρχει το σχετικό ακροατήριο. Και γι αυτό οι ευθύνες είναι πολλές και, δυστυχώς, είναι κυρίως όσων έσπειραν θύελλες.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι σαν κι αυτούς ή άλλοι που έχουν επιφυλάξεις για το ορθό, το δίκαιο, το ανθρώπινο και αναζητούν κάποιον να τους καθοδηγήσει στο κρυφό, το σκοτεινό, το (δήθεν) αντισυμβατικό. Αλλά, αφετέρου, και διότι υπάρχουν άλλοι, πάρα πολλοί, που ανέχονται. Που ακούνε αλλά δεν μιλάνε. Που δεν ορθώνουν αντίλογο στον λόγο των ακραίων. Που φοβούνται ή επαναπαύονται. Που δεν θεωρούν πως το ακραίο μπορεί να γίνει “κεκτημένο”, συνήθεια και “κανονικό”.
Στην περίπτωση της χυδαίας και φασιστικού τύπου επίθεσης στον Γιάννη Μπουτάρη αυτό που θα έπρεπε να μας τρομάζει περισσότερο είναι οι εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες, που παρακολουθούσαν με σταυρωμένα τα χέρια.
Είτε χασκογελώντας, είτε απορημένοι, είτε ακόμα και φοβισμένοι. Αλλά, πάντως, θεατές στα “ορεινά” της αρένας. Που το ίδιο βράδυ έσπευσαν στις οικογένειες και τις παρέες τους να …περιγράψουν. Να πουν “ήμουν κι εγώ εκεί”, τα είδα, ξέρω, θα σας τα πω. Χωρίς να έχουν κάνει τίποτε. Ούτε καν να φωνάξουν “όχι βρε παιδιά”. Ακόμα περισσότερο, να καταδικάσουν. Κι όταν μετά ερωτηθούν, συνήθως έχουν να πουν “δεν ήταν σωστό”. Και μετά προσθέτουν ένα…”αλλά”. Που καταχθόνια δικαιολογεί τη βία.
Αυτοί, οι τελευταίοι, είναι ίσως οι πιο τρομακτικοί. Και δεν τους είδαμε μόνο στην περίπτωση της επίθεσης στον Γιάννη Μπουτάρη. Τους συναντήσαμε κι αλλού.