Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο το πρώτο τρίμηνο του 2018, στο 2,3% ετησίως (από 2% ετησίως το τέταρτο τρίμηνο του 2017), ποσοστό που συνιστά την καλύτερη επίδοση της τελευταίας δεκαετίας, ενώ σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2017.
Αυτό επισημαίνει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία τονίζεται επίσης ότι η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών ήταν καταλυτική για αυτήν την επίδοση.
Αναλυτικά, οι καθαρές εξαγωγές πρόσθεσαν 3,4 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ, που αποτελεί την ισχυρότερη επίδοση από το 2ο τρίμηνο του 2012. Η επίδοση αυτή αντανακλά, κυρίως, τη θετική συνεισφορά από την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 7,6% ετησίως, η οποία πρόσθεσε 2,4 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ. Επίσης θετική, κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ήταν και η επίδραση από τη μείωση των εισαγωγών.
Σύμφωνα με την μελέτη, η μείωση των εισαγωγών οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο της αντίστοιχης περσινής περιόδου, που αντανακλούσε, κυρίως, τις αυξημένες παραγγελίες από τον επιχειρηματικό τομέα, καθώς εισερχόταν σταδιακά σε φάση ανάκαμψης, μετά από παρατεταμένη περίοδο συρρίκνωσης της δραστηριότητάς του.
Πρωταγωνιστής και το 2018 οι εξαγωγές
Από τη διάρθρωση των εξαγωγών προκύπτει πως οι εξαγωγές αγαθών αποτελούν τον πρωταγωνιστή και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018. Συγκεκριμένα, αυξήθηκαν κατά 10,5% ετησίως (σε σταθερές τιμές ή κατά 0,9 δισ. ευρώ) με το μερίδιό τους στο ΑΕΠ να αυξάνει στο ιστορικό υψηλό του 18,5% στο πρώτο τρίμηνο του 2018, αποτυπώνοντας μία αδιάκοπη, σχεδόν, ανοδική τροχιά 9 ετών, η οποία μεταφράστηκε σε σωρευτική αύξηση του όγκου των εξαγωγών αγαθών της τάξης του 70% μεταξύ 2009-2018.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι διευρύνθηκε περαιτέρω η απόσταση μεταξύ του μεριδίου στο ΑΕΠ των εξαγωγών αγαθών και των εξαγωγών υπηρεσιών (4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2018 από 3,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2017, 3,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2016 και 1,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2015), σε αντίθεση με το παρελθόν, κατά το οποίο οι εξαγωγές υπηρεσιών αποτελούσαν την πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών, λόγω των ισχυρών συνεισφορών του τουρισμού και της ναυτιλίας.
Χωλαίνει η ιδιωτική κατανάλωση
Η επίδραση, όμως, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, αναφέρεται στην μελέτη, ήταν αρνητική, της τάξης των 0,3 και 1,3 ποσοστιαίων μονάδων, αντίστοιχα, εξαιτίας της μείωσής τους κατά 0,4% και 10,4% σε ετήσια βάση, αντίστοιχα, το πρώτο τρίμηνο του 2018. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η παρατηρούμενη συρρίκνωση στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το πρώτο τρίμηνο του 2018 διογκώνεται τεχνητά από τη δυσμενή σύγκριση με την απότομη αύξηση των επενδύσεων το πρώτο τρίμηνο του 2017 (17,0% ετησίως από πολύ χαμηλή βάση), κυρίως, σε μεταφορικό εξοπλισμό (κατά βάση εμπορικά πλοία και δευτερευόντως οχήματα και εξοπλισμός φορτοεκφόρτωσης λιμένων). Αν συνεκτιμηθεί και η συνδεόμενη μείωση των εισαγωγών που σχετίζονται με τις ανωτέρω επενδύσεις η καθαρή επιβάρυνση στο ΑΕΠ από τη μείωση της επενδυτικής δαπάνης ήταν χαμηλότερη του 0,3% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2018. Σημειώνεται ότι, εξαιρουμένων των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό, όλες οι υπόλοιπες υποκατηγορίες επενδύσεων αυξήθηκαν, συνδυαστικά, κατά 10,5% ετησίως το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Στην μελέτη τονίζεται επίσης πως είναι αξιοσημείωτο ότι το πρώτο τρίμηνο του 2018 ακόμα και η κατασκευή κατοικιών σημείωσε την πρώτη ετήσια αύξηση της τελευταίας δεκαετίας (10,7% ετησίως από πολύ χαμηλή βάση εκκίνησης) σηματοδοτώντας, πιθανότατα, το τέλος της πιο παρατεταμένης υφεσιακής περιόδου για την ελληνική αγορά κατοικίας μεταπολεμικά.
Η σταθεροποιητική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης (-0,4% ετησίως, ωστόσο +0,3% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση το 1ο τρίμηνο του 2018) ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη, καθώς η πίεση των δημοσιονομικών μέτρων, των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών και η συγκράτηση του μισθολογικού κόστους απορρόφησαν τα οφέλη που έχει η υγιής αύξηση της απασχόλησης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Η πορεία των μηνιαίων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας για το 2ο τρίμηνο του 2018, όπως συνοψίζεται σε ένα συνδυαστικό δείκτη που εκτιμά η Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, υποδηλώνει τη δυνατότητα περαιτέρω επιτάχυνσης του ΑΕΠ στο 2,7% ετησίως την ίδια περίοδο. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε την πιθανότητα να αποτελέσει το 2018 τον πρώτο χρόνο υπέρβασης του μέσου όρου των επίσημων προβλέψεων για την ανάπτυξη (από ΕΕ, ΔΝΤ και ελληνική κυβέρνηση).
Πετρέλαιο και Ιταλία προκαλούν αβεβαιότητα
Ωστόσο, δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιουργούν τόσο η αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου (31,3% υψηλότερα σε ετήσια βάση, κατά μέσο όρο, τον Απρίλιο-Μάιο 2018) όσο και η αστάθεια στην Ιταλία, η διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης της ΕΤΕ επιλέγει να διατηρήσει αμετάβλητη την αρχική της πρόβλεψη για ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, ετησίως, στο σύνολο του 2018 (όπως δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2018). Αξίζει να επισημανθεί ότι η ΕΤΕ εκτιμά ότι μια παρατεταμένη αύξηση κατά 10% των τιμών πετρελαίου σε ευρώ – σε απόλυτες τιμές υψηλότερες των 60 ευρώ ανά βαρέλι – αφαιρεί περίπου 0,3% από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σε ορίζοντα 12μήνου (σημειώνεται ότι η μέση μεταβολή των τιμών πετρελαίου σε ευρώ στο 5μηνο του 2018 διαμορφώνεται στο 16,9% ετησίως). Επιπροσθέτως, η Ιταλία αποτελεί την κορυφαία εξαγωγική αγορά για τα ελληνικά αγαθά την τελευταία 3ετία, με τις συνολικές ελληνικές εξαγωγές προς τη συγκεκριμένη αγορά να αντιστοιχούν σε 1,7% του ελληνικού ΑΕΠ και τις τουριστικές εισπράξεις από την Ιταλία να ανέρχονται στο 0,4% του ΑΕΠ το 2017, αποτελώντας την 5η μεγαλύτερη τουριστική αγορά για την Ελλάδα. Το ενδεχόμενο σημαντικής εξασθένισης των οικονομικών επιδόσεων της Ιταλίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ελληνική ανάπτυξη με την άμεση επίδραση να εκτιμάται έως και -0,2% του ΑΕΠ στο σύνολο του 2018. Η επιβάρυνση θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη – αν και εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί – στην περίπτωση που η αστάθεια στην Ιταλία ή σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου της ευρωπαϊκής περιφέρειας και των επιτοκίων δανεισμού, καθώς και σε επιβάρυνση των αποτιμήσεων των χρεογράφων και άλλων στοιχείων ενεργητικού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις πιο ευάλωτες οικονομίες συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.