Η παρουσία ρομπότ στην ελληνική βιομηχανία και σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ικανοποιητική, αλλά είναι ελπιδοφόρα. Η Ελλάδα υπολείπεται των αναπτυγμένων χωρών στη χρήση ρομποτικών συστημάτων στην παραγωγική διαδικασία, παρόλα αυτά σταδιακά διαφαίνονται σαφή σημάδια βελτίωσης της κατάστασης, όπως δείχνει έρευνα του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα στην Ελλάδα πόσα βιομηχανικά ρομπότ είναι εγκατεστημένα, επειδή δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για τα ρομποτικά συστήματα και κανένας εγχώριος φορέας (ούτε ο ΣΕΒ) δεν ασχολείται με την καταμέτρηση.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής (IFR), ενώ το 2005 η ελληνική βιομηχανία χρησιμοποιούσε δύο ρομπότ ανά 10.000 εργαζομένους, ο αριθμός τους ανήλθε σε 17 ρομπότ ανά 10.000 εργαζόμενους το 2016. Με δεδομένο ότι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι απασχολούμενοι στην εγχώρια μεταποίηση φθάνουν περίπου τους 350.000, προκύπτει ότι στη χώρα μας θα πρέπει να είναι εγκατεστημένα περίπου 600 ρομποτικά βιομηχανικά συστήματα.
Όμως αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποτελεί μια υπερεκτίμηση, καθώς σύμφωνα με παράγοντες της ελληνικής αγοράς, ο αριθμός των βιομηχανικών ρομπότ στη χώρα μας είναι περίπου 250. Η απόκλιση οφείλεται στο ότι η IFR παίρνει τα στοιχεία της για κάθε χώρα από τις ξένες εταιρείες που κάνουν εξαγωγές ρομποτικών συστημάτων, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα. Στη συνέχεια όμως αρκετά από αυτά τα συστήματα επανεξάγονται, καθώς οι λίγες ελληνικές εταιρείες που ασχολούνται με την ανάπτυξη βιομηχανικών ρομποτικών εφαρμογών και την εγκατάσταση των ρομπότ στην παραγωγή (integrators), κλείνουν συμφωνίες στο εξωτερικό και αναλαμβάνουν να εγκαταστήσουν βιομηχανικά ρομπότ σε άλλες χώρες.
Αν για λόγους διεθνών συγκρίσεων δεχθεί κανείς τα στοιχεία της IFR, παρόλη την αύξηση μέσα σε μια δεκαετία, που δείχνει ότι υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω ανάπτυξη, η Ελλάδα υπολείπεται σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς ο μέσος όρος διεθνώς είναι 74 ρομπότ ανά 10.000 εργαζομένους (έναντι 66 το 2015). Η μεγαλύτερη αναλογία ρομπότ βρίσκεται στη Ν. Κορέα (631) και ακολουθούν κατά σειρά Σιγκαπούρη (488), Γερμανία (309), Ιαπωνία (303), Σουηδία (223), Δανία (211), ΗΠΑ (189) και Ιταλία (185).
Συγκριτικά, η Ελλάδα υστερεί σε αναλογία βιομηχανικών ρομπότ σε σχέση με χώρες όπως η Σλοβακία (135), η Πορτογαλία (57), το Ισραήλ (31) και η Τουρκία (23), ενώ υπερτερεί έναντι της Ρουμανίας (15), της Βραζιλίας (10), της Ρωσίας (3) και της Ινδίας (3).
Η Ελλάδα δεν φτιάχνει ρομπότ, αλλά τα εξάγει!
Όλα τα βιομηχανικά ρομπότ στην Ελλάδα είναι στατικά (συνήθως κινούμενοι βραχίονες) και κανένα δεν είναι αυτόνομα κινούμενο ή ανθρωποειδές. Κανένα επίσης δεν παράγεται στη χώρα μας, καθώς εισάγονται όλοι οι ρομποτικοί βραχίονες και οι ρομποτικές πλατφόρμες, που είναι κυρίως είναι ιαπωνικής κατασκευής. Καμία ελληνική εταιρεία δεν έχει καταφέρει να «σταθεί» ανταγωνιστικά στην παραγωγή ρομποτικών συστημάτων, καθώς οι ξένες εταιρίες έχουν «αχτύπητα» χαμηλές τιμές και ασυναγώνιστα υψηλή τεχνογνωσία.
Αυτό που όμως κάνουν μερικές ελληνικές εταιρείες (integrators) και μάλιστα είναι ανταγωνιστικές διεθνώς από άποψη κόστους, είναι να βάζουν τη δική τους προστιθέμενη αξία, αναλαμβάνοντας να αναπτύξουν το κατάλληλο επιπρόσθετο υλικό και λογισμικό, ώστε τελικά να δημιουργηθεί ένα πλήρες ρομποτικό σύστημα που θα μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εγχώρια εταιρεία με τις δικές της ανάγκες. Οι κυριότερες τέτοιες εταιρείες στη χώρα μας είναι οι Gizelis Robotics, Sabo, Ζήνων κ.α.
Η χρήση ρομποτικών συστημάτων στην παραγωγή στην Ελλάδα αφορά δύο ευρείες κατηγορίες: Η μία περιλαμβάνει εργασίες παλετοποίησης, πακεταρίσματος κλπ, ενώ η άλλη εργασίες επεξεργασίας υλικού και κατεργασίας, όπως οι διαδικασίες συγκόλλησης, κατεργασίας μετάλλου, αφαίρεσης υλικού, συναρμολόγησης κ.α.
Στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα μια ευρεία γκάμα εφαρμογών και από τις δύο κατηγορίες, καθώς έχουν εγκατασταθεί αρκετά ρομποτικά συστήματα. Μεταξύ άλλων, γίνεται χρήση ρομποτικών συστημάτων σε εργασίες συγκόλλησης στην παραγωγή ηλιακών συστημάτων θέρμανσης νερού, έναν τομέα όπου η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ανταγωνιστική. Παρόμοιες περιπτώσεις αποτελούν η χρήση ρομπότ σε βιομηχανίες παραγωγής ξυριστικών, προϊόντων αλουμινίου κ.α.
Η πιο αυτοματοποιημένη εταιρεία στην Ελλάδα είναι η BIC που χρησιμοποιεί πλέον περίπου 40 ρομποτικά συστήματα, ενώ αρκετά έχουν επίσης η Calpak (σύντομα θα έχει γύρω στα δέκα) και η ΦΑΓΕ. ‘Αλλες εγχώριες εταιρείες που χρησιμοποιούν ρομποτικά συστήματα, είναι: Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ, 3Ε, Αλουμίνιο Ελλάδος, Chipita, Unilever, General Mills Ελλάς κ.α.
Παλαιότερα στην Ελλάδα ο κλάδος μεταλλικών κατασκευών (συγκολλήσεις κ.α.) είχε το προβάδισμα σε χρήση ρομπότ, αλλά μετά την κρίση την πρωτοκαθεδρία στην αυτοματοποίηση έχει ο κλάδος τροφίμων. Η φαρμακοβιομηχανία είναι κατ’ εξοχήν κλάδος με μεγάλες ρομποτικές προοπτικές μελλοντικά.
Υστέρηση έως το 2017 αλλά και εκρηκτική αύξηση της ζήτησης το 2018
Ο μηχανολόγος μηχανικός Παναγιώτης Λάγιος, project manager της Gizelis Robotics, του No 1 integrator στην Ελλάδα (με πάνω από 60 ρομποτικές εφαρμογές) και με σημαντικές επίσης εξαγωγές (20 ρομποτικές εφαρμογές σε Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Πολωνία κ.α.), δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «ως ελληνική βιομηχανία είμαστε πάρα πολύ πίσω στη διείσδυση βιομηχανικών ρομπότ και η κρίση συνέβαλε σε αυτό».
Σύμφωνα με την εταιρεία, το ελάχιστο κόστος ενός ρομποτικού βραχίονα είναι 40.000 ευρώ, το μέσο κόστος γύρω σα 100.000 ευρώ, ενώ το ανώτατο μπορεί να ξεπεράσει και το ένα εκατομμύριο ευρώ, αν η εταιρεία που το εγκαθιστά έχει μεγάλες απαιτήσεις.
Ο κ. Λάγιος διαβεβαιώνει ότι αυτό το κόστος επένδυσης αξίζει τα λεφτά του, επειδή «τα ρομπότ βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και κυρίως ανεβάζουν στα ύψη την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων». Επίσης καθησυχάζει ότι η εισαγωγή των ρομπότ στην παραγωγή δεν μειώνει τη συνολική απασχόληση, όχι μόνο επειδή το ρομπότ έχει χειριστή, αλλά κυρίως επειδή, αυξάνοντας τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη μιας εταιρείας, οδηγεί στο να δημιουργηθούν έξτρα συνδεδεμένες και έμμεσες θέσεις εργασίας, στην ίδια την εταιρεία (σε άλλα τμήματά της) και σε «δορυφορικές» εταιρείες όπως σε προμηθευτές της.
Είναι άκρως ενθαρρυντικό ότι, σύμφωνα με τον κ. Λάγιο, «βλέπουμε μια εκρηκτική αύξηση της ζήτησης για βιομηχανικά ρομπότ στην Ελλάδα μετά το τέλος του 2017. Το 2018 έχει μπει με ιλιγγιώδη ρυθμό και έχουμε ήδη αρκετές παραγγελίες φέτος». Εξέφρασε την ελπίδα ότι «δεν θα υπάρξουν εκλογές ή πολιτική αβεβαιότητα γιατί έχει αποδειχθεί ότι κάθε φορά αυτό φρενάρει τα πάντα στη δουλειά μας».
Όσον αφορά τη στάση των ελλήνων εργαζόμενων απέναντι στην προοπτική να εγκατασταθούν ρομπότ στην εταιρεία τους, ο κ. Λάγιος που έχει αρκετές προσωπικές εμπειρίες, δήλωσε ότι «αρχικά είναι συχνά τρομοκρατημένοι για τη θέση εργασίας τους, αλλά μετά την εκπαίδευση και την εξοικείωσή τους καταλαβαίνουν τη χρησιμότητά τους και φθάνουν στο σημείο να παραπονιούνται, αν το ρομπότ χαλάσει!».
Από την άλλη, δεν έχουν λείψει κάποια εργατικά ατυχήματα που εμπλέκουν τα ρομπότ και αυτό, κατά τον κ. Λάγιο, οφείλεται στο ότι καμιά φορά παραβιάζονται από τους εργαζομένους τα συστήματα ασφαλείας που συνοδεύουν το ρομποτικό σύστημα. «Στο εξωτερικό, όπως και σε άλλα θέματα, είναι πιο αυστηροί στο ζήτημα της ασφάλειας, ενώ στη χώρα μας υπάρχει ένα πρόβλημα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όχι στις πολυεθνικές στην Ελλάδα, που είναι τυπικές».
Ζητείται εθνική στρατηγική για την 4η βιομηχανική επανάσταση
«Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται καινοτόμες επιχειρήσεις ανάπτυξης ρομποτικών συστημάτων, γεγονός που καθιστά το μέλλον εξαιρετικά ελπιδοφόρο. Η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των παραγωγικών διαδικασιών με τη βοήθεια ρομποτικών συστημάτων τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να υπολείπεται των ανεπτυγμένων, καθώς και αρκετών αναπτυσσόμενων χωρών και έχει σαφώς αρκετό δρόμο να διανύσει προκειμένου να διατηρηθεί σε συγκρίσιμα επίπεδα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός στη βιομηχανική ρομποτική δρ Σωτήρης Μακρής του Εργαστηρίου Συστημάτων Παραγωγής και Αυτοματισμού (LMS) του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών και Αεροναυπηγών του Πανεπιστημίου Πατρών.
Στο ερώτημα αν η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το τρένο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή της εισαγωγής της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή, η απάντηση του κ. Μακρή είναι ότι «βρισκόμαστε ακόμα στο τρένο των εξελίξεων σε αυτό τον τομέα, όμως επιβάλλεται η συγχρονισμένη ανάπτυξη της ρομποτικής τεχνολογίας μαζί με συμπληρωματικά πεδία ανάπτυξης, όπως η υπολογιστική νοημοσύνη, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων και το 5G. Τόσο στην Ευρώπη, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν αναπτύξει εθνική στρατηγική σχετικά με την ιδέα της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη και στην Ελλάδα, καθώς θα έδινε τη δυνατότητα να τεθούν οι βάσεις μια οργανωμένης στρατηγικής βιομηχανικής ανάπτυξης για το μέλλον».
Κοινή διαπίστωση αποτελεί ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό αριθμό ανθρώπων, που είναι εξαιρετικά ικανοί να πραγματοποιήσουν ένα τέτοιο εγχείρημα. «Είναι σχετικά απλό το να αποκτήσει κανείς ένα ρομποτικό βραχίονα. Αυτό το οποίο είναι σχετικά πιο δύσκολο, είναι να αποκτήσει τους κατάλληλους ανθρώπους. Η χώρα μας διαθέτει πληθώρα τέτοιων ανθρώπων, συνεπώς υπάρχουν διαθέσιμα όλα τα εφόδια για την είσοδό της στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», λέει ο κ. Μακρής.
Σε ελληνικά ερευνητικά κέντρα και πανεπιστημιακά εργαστήρια, έχουν αναπτυχθεί πολλά καινοτόμα ρομποτικά συστήματα, ενώ γίνονται αξιόλογες εκπαιδευτικές προσπάθειες και σε επίπεδο σχολείων για να προαχθεί η ανάπτυξη ρομποτικών συστημάτων. Πρόοδοι καταγράφονται και στον πρωτογενή τομέα, π.χ. ήδη στην κτηνοτροφία υπάρχουν ρομπότ που εκτελούν εργασίες συλλογής γάλακτος ή λήψης δεδομένων σχετικά με την κατάσταση των ζώων.
«Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, αν η πολιτεία υποστήριζε την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στην καθημερινότητα και ακόμα περισσότερο στη βιομηχανική πραγματικότητα», τονίζει ο κ. Μακρής.
Ο ίδιος είναι αισιόδοξος πως τα ρομπότ δεν θα αυξήσουν την ανεργία. Όπως εκτιμά, «η εισαγωγή ρομποτικών συστημάτων αναμένεται να οδηγήσει στη δημιουργία νέου τύπου εργασιών στην Ελλάδα». Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στην Κίνα ακολουθείται ήδη αυτός ο δρόμος.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μακρής, «στην Κίνα που διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό ρομπότ στον κόσμο σήμερα, το επίπεδο των πραγματικών μισθών έχει αυξηθεί μιάμιση φορά στα τελευταία δέκα χρόνια, σε αντίθεση με τη χώρα μας όπου το επίπεδο των μισθών έχει υποχωρήσει σημαντικά. Σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία και το Μεξικό, η εισαγωγή ρομποτικού αυτοματισμού έχει οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού θέσεων εργασίας. Συνεπώς, η εισαγωγή ρομπότ όχι μόνο δεν αφαιρεί θέσεις εργασίας, αλλά δημιουργεί νέες θέσεις».
Πρόσφατες μελέτες εξάλλου έχουν δείξει ότι είναι πολύ πιο αποτελεσματική μια λύση συνεργασίας των ρομπότ με τον άνθρωπο, παρά η αυτοματοποίηση όλων των παραγωγικών διαδικασιών. Ένα παράδειγμα τέτοιας εφαρμογής έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ROBO-PARTNER, όπου το LMS του Πανεπιστημίου Πάτρας έχει ηγετικό ρόλο.
Τα ρομπότ θέλουν κατάλληλη βιομηχανία
«Χωρίς την κατάλληλη βιομηχανία, δεν υπάρχει ανάγκη για ρομπότ σε μεγάλη κλίμακα στη χώρα μας. Ορισμένες βιομηχανίες έχουν ρομπότ για κάποιες ανάγκες, όμως κανένα εργοστάσιο δεν είναι αυτοματοποιημένο, παρά μόνον πολύ μερικά», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Ευάγγελος Παπαδόπουλος της Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, Διευθυντής του Εργαστηρίου Αυτομάτου Ελέγχου και Ρυθμίσεως Μηχανών & Εγκαταστάσεων, όπου γίνεται σημαντική ρομποτική έρευνα.
Όπως επισημαίνει, «από Έλληνες ερευνητές έχουν δημιουργηθεί μερικά ρομπότ, όχι όμως βιομηχανικά, εκτός ίσως από κάποια κινούμενα ρομπότ (mobile wheeled robots) που θα μπορούσαν να θεωρηθούν έτσι. Τα βιομηχανικά ρομπότ είναι πλέον εμπορεύματα, που αγοράζονται με τιμοκατάλογο ‘από το ράφι’. Οι εγχώριες εταιρείες ρομποτικής είναι εισαγωγείς και integrators, δηλαδή εισάγουν ρομπότ και παρεμφερή συστήματα και τα προσαρμόζουν στις ανάγκες του πελάτη».
Για τη γεωργία στην Ελλάδα επισημαίνει ότι «στην Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση, να έχουμε αυτοματισμούς και λογισμικό διαχείρισης, συχνά με στοιχεία δορυφορικά». Όσον αφορά τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, όπως λέει, «δεν υπάρχουν ρομπότ, μόνο ‘έξυπνο’ λογισμικό. Εξαίρεση ίσως αποτελούν τα τηλεχειριζόμενα ρομπότ DaVinci ορισμένων νοσοκομείων».
Για το ελληνικό κράτος αναφέρει ότι «δεν έχει καμία στάση ή άποψη πάνω στο ζήτημα…», ενώ για τις ελληνικές εταιρείες ότι «εξετάζουν τα οικονομικά της εισαγωγής των ρομπότ σε συνδυασμό με το τεχνολογικό επίπεδο του προσωπικού τους. Αρκετές θέλουν να τα εισαγάγουν, αλλά συνήθως διστάζουν».
Το μέλλον
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέλλον της βιομηχανίας θα είναι «έξυπνο», ψηφιακό και ρομποτικό. Τα 3,05 εκατομμύρια θα φθάσει το 2020 ο αριθμός των βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως, από 1,47 εκατομμύρια το 2014, δηλαδή θα υπάρξει υπερδιπλασιασμός τους μέσα σε μία εξαετία, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ρομποτικής (International Robotics Federation-IFR). Το 2018, τα ρομπότ που είναι εγκατεστημένα σε βιομηχανίες και σε άλλες επιχειρήσεις διεθνώς, αναμένεται να φθάσουν τα 2,32 εκατομμύρια.
Όλο και περισσότερα εργοστάσια σε όλο τον κόσμο γίνονται «έξυπνα», με περισσότερους αυτοματισμούς, περισσότερα ρομπότ και μηχανές ψηφιακά συνδεδεμένες. Με αυτό τον τρόπο, συνεχώς μειώνεται ο χρόνος ανάπτυξης και παραγωγής νέων προϊόντων, ενώ αυξάνεται η ποιότητά τους. Ενώ στο παρελθόν μόνο μεγάλες εταιρείες αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών εγκαθιστούσαν ρομπότ, τώρα πια ολοένα μικρότερες εταιρείες σε πολλούς άλλους κλάδους κάνουν το ίδιο. Η Ελλάδα δεν έχει χρόνο για χάσιμο…