“Οι δύο ηγέτες που αξίζουν το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης δεν συναντήθηκαν αυτή τη βδομάδα στη Σιγκαπούρη. Αντ ‘αυτού, θα συναντηθούν την Κυριακή στις όχθες μιας λίμνης με γλυκό και καθαρό νερό στα σύνορα Ελλάδας, Μακεδονίας και Αλβανίας. Οι πρωθυπουργοί, ο Αλέξης Τσίπρας από την Ελλάδα και ο Ζόραν Ζάεφ από τη χώρα που θα είναι γνωστή επισήμως ως Βόρεια Μακεδονία, θα υπογράψουν συμφωνία για την επίλυση της επίπονης και πολύχρονης σύγκρουσης για το όνομα της πΓΔΜ”, ξεκινά το σχετικό άρθρο της πολιτικής επιθεώρησης Foreign Polilcy.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η συμφωνία Αθήνας – Σκοπίων προσφέρει κάτι πολύ πιο σημαντικό, ένα μοντέλο για την επίλυση κρίσεων που σχετίζονται με την ταυτότητα και έχουν ως επακόλουθο συγκρούσεις όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και σε όλο τον κόσμο. Είναι μια συμφωνία που δίνει ώθηση εμπιστοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Βαλκάνια. Τονίζεται ωστόσο ότι η συμφωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις σφοδρές αντιδράσεις εθνικιστών και στις δύο χώρες, με τους ηγέτες και των δύο χωρών να γίνονται αποδέκτες του χαρακτηρισμού “προδότης”. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, είναι επιτακτική ανάγκη Τσίπρας και Ζάεφ να κερδίσουν όχι απλά υποστήριξη αλλά και παγκόσμια αναγνώριση.
Το Foreign Policy επιχειρεί να εξηγήσει γιατί το θέμα της εθνικής ταυτότητας έχει τόσο μεγάλη βαρύτητα και εξακολουθεί μέχρι τις μέρες μας να αποτελεί σημείο τριβής στα Βαλκάνια.
Σύμφωνα με το άρθρο, «Αυτό που καθιστά την υπόθεση της Μακεδονίας τόσο ενοχλητική είναι η επίμονη πρόκληση για την ίδια την ύπαρξη μιας μακεδονικής ταυτότητας από τους τρεις μεγαλύτερους, ισχυρότερους γείτονές της, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. (Οι άλλοι λαοί της περιοχής αναγνωρίζουν τουλάχιστον την ύπαρξη του άλλου.) Αν και αναγνωρίζει ονομαστικά το μακεδονικό κράτος, κάθε μία από αυτές τις χώρες έχει προωθήσει μια αφήγηση που την έχει υπονομεύσει. Η Βουλγαρία αμφισβητεί τη μακεδονική γλώσσα, τη Σερβία την ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία της πΓΔΜ και το κυρίαρχο αφήγημα στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως μια “μη ελληνική” Μακεδονία. Η πΓΔΜ δεν είναι μόνο “ελληνική”, αλλά η “Ελλάδα” υπό αυτή την έννοια αποκλειστικότητας έχει τις ρίζες της στον φαύλο Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο».
Πίσω από αυτές τις προκλήσεις, κρύβονται φόβοι και εδαφικές διεκδικήσεις. Αν οι Σκοπιανοί δεν έχουν γλώσσα, εκκλησία, εθνική ταυτότητα, τότε ίσως κάποιοι να κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιούνται να έχουν χώρα. Και το FP υπενθυμίζει ότι τα προβλήματα με τα σύνορα στα Βαλκάνια δεν είναι κάτι καινούργιο.
Όπως υπογραμμίζει το FP, “Η διαμάχη για το όνομα έχει εξασθενήσει τόσο καιρό για τον απλό λόγο ότι έχει προκαλέσει λιγότερο πόνο στον μεγαλύτερο και ισχυρότερο εμπλεκόμενο, την Ελλάδα. Κι αυτό κάνει τόσο μοναδικό το όραμα του Τσίπρα. Σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους προκάτοχους, ο Τσίπρας αντιλήφθηκε, πρώτον, το όφελος από την απαλλαγή της Ελλάδας από ένα περιττό βάρος στις σχέσεις του με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, καθώς και τις σχέσεις του με έναν γείτονα. Δεύτερον, ο Τσίπρας διέκρινε την ευκαιρία από την άνοδο στην εξουσία ενός μεταρρυθμιστή ομολόγου στα Σκόπια, του Ζάεφ. Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ είναι απελπισμένος να δει τη χώρα του να εισέρχεται τελικά στο ΝΑΤΟ και να εντάσσεται στην ΕΕ, να σταθεροποιείται και να προσελκύει επενδύσεις.
Η συμφωνία Αθήνας – Σκοπίων, καταλήγει το FP, αποτελεί παράδειγμα για όσους βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ανάλογες διαμάχες. Γιατί δείχνει ότι με καλή θέληση, μπορούν να ξεπεραστούν.