Ο έμπειρος Κώστας Σκανδαλίδης το είχε πει. “Το ΚΙΝ.ΑΛ είναι ένα όχημα για να πάμε μέχρι τις εκλογές”. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Ένα ευκαιριακό, δηλαδή, σχήμα που να δημιουργεί εντυπώσεις για το επικοινωνιακό και ίσως το δημοσκοπικό “φούσκωμα” ενός χώρου που χαρακτηρίζεται από δομικές αδυναμίες και, κυρίως, έλλειψη πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο Ανδρέας Λοβέρδος είχε κάνει ένα βήμα πιο κάτω. Στην ερώτηση “τι είναι το ΚΙΝ.ΑΛ” είχε ευθαρσώς απαντήσει πως πρόκειται για “ένα reunion του ΠΑΣΟΚ”. Με εξαίρεση το “όραμα” του Νίκου Αλιβιζάτου που είχε καταθέσει προσωπικό κεφάλαιο για τη συγκρότηση του νέου φορέα, σχεδόν ουδείς άλλος είχε πιστέψει πως το σχήμα αυτό ήταν κάτι περισσότερο από ένα άθροισμα προσωπικών φιλοδοξιών και το ένστικτο επιβίωσης κάποιων ανθρώπων που διέβλεπαν πως σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να συντριβούν στις μυλόπετρες του διπολισμού και της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.
Η επικοινωνιακή απογείωση, τον πρώτο καιρό, όταν μερίδα του αντικυβερνητικού Τύπου υποδέχθηκε το ΚΙΝ.ΑΛ ως τον “terminator” του ΣΥΡΙΖΑ, και την Φώφη Γεννηματά ως το “Άξιον Εστί” της Κεντροαριστεράς, κατέληξε σε μια πολιτική σαπουνόπερα με ίντριγκες, απειλές για διαγραφές, σοβαρές πολιτικές διαφωνίες και μια τακτική “ίσων αποστάσεων” που παρήγαγε περισσότερη πολιτική αμηχανία απ΄ όση μπορούσε να καταναλώσει το νεοπαγές εγχείρημα.
Ούτε η Φώφη, ούτε ο Σταύρος αισθάνθηκαν ποτέ άνετα σ’ αυτό το νέο ρούχο. Η πρώτη δεν έκρυψε ποτέ πως είναι ΠΑΣΟΚ και τίποτε άλλο (με έμφαση, μάλιστα, σε εκείνο της περιόδου 2012-2014), ο δε δεύτερος δεν απεμπόλησε ποτέ το όνειρο για έναν “Έλληνα Μακρόν”. Το ΚΙΝ.ΑΛ έσβησε διότι δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει κάτω από αυτούς τους όρους. “Χρειάζονται δύο για το τανγκό”, όπως λέει και το γνωστό απόφθεγμα. Και κανείς από τους δύο δεν ήθελε πραγματικά να χορέψει…
Φταίει, γι αυτό, περισσότερο το Ποτάμι ή η ομάδα που διευθύνει τη ΔΗΣΥ, δηλαδή, το σημερινό ΠΑΣΟΚ; Μικρή αξία έχει η απάντηση στο ερώτημα. Το πιο ενδιαφέρον, ίσως, είναι η ανάλυση που έκαναν ορισμένοι πέριξ της κας Γεννηματά για την πολιτική τύχη του ΣΥΡΙΖΑ. Παρασυρμένοι από την αντιΣύριζα ρητορική του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Βασίλη Κεγκέρογλου, του Ανδρέα Λοβέρδου (σε ενορχήστρωση του Κώστα Σημίτη, του Γιάννη Στουρνάρα και άλλων) θεώρησαν πως είναι προδιαγεγραμμένη όχι μόνο η εκλογική ήττα -κάτι που φυσικά μπορεί να συμβεί- αλλά ο πολιτικός αφανισμός του Αλέξη Τσίπρα.
Όταν ο Γιάννης Λούλης και ο Νίκος Μαραντζίδης έλεγαν ότι “ο Τσίπρας ήρθε για να μείνει“, ή όταν, ακόμα περισσότερο, οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές πίεζαν για σύγκλιση του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ με την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, η απάντηση της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ εκφραζόταν με τον πλέον ακραίο τρόπο εναντίον της κυβέρνησης. Το περίφημο “μας χωρίζει άβυσσος με τον Κυριάκο Μητσοτάκη” που είχε πει η Φώφη Γεννηματά, προ διετίας, μετατράπηκε σταδιακά στο “μας χωρίζει άβυσσος με τον Αλέξη Τσίπρα”. Όλα αυτά μόνο αμηχανία προκαλούν. Ιδιαίτερα όταν ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ συνέκλινε στο σύνθημα που φώναζαν οι νεολαίοι -και όχι μόνο- στο ιδρυτικό συνέδριο “Φώφη γερά, στροφή στα αριστερά”.
Κάπως έτσι ο νέος φορέας μεταλλάχθηκε σε νέο (παλαιό) ΠΑΣΟΚ, με πλειάδα στελεχών που δεν κρύβουν ότι επιθυμούν να γίνουν υπουργοί σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το Ποτάμι είχε εισέλθει σε τροχιά απαξίωσης πριν ενταχθεί στο ΚΙΝ.ΑΛ. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ακριβώς για να αποφύγει αυτή την προϊούσα απαξίωση συναίνεσε στη συγκρότηση του νέου φορέα. Όμως, για να είμαστε ειλικρινείς, το Ποτάμι κράτησε τις βασικές θέσεις του αν και συκοφαντήθηκε ότι στο Μακεδονικό (και σε άλλα ταυτοτικά γι αυτό ζητήματα) συντάχθηκε με τον Τσίπρα.
Το λυπηρό δεν είναι ότι το Ποτάμι δεν κατόρθωσε να “μπολιάσει” το ΚΙΝ.ΑΛ με μια ηπιότερη εκδοχή περί πολιτικής και με θέσεις που συνάδουν με την κεντροαριστερά και ταυτόχρονα απέχουν από τη αντι-αριστερή ρητορική. Λυπηρό είναι πως ίσως στις επόμενες εκλογές το Ποτάμι δεν θα υπάρχει πια. Κάποιοι άνθρωποι ίσως ενταχθούν σε πιο “φιλικά” γι αυτούς κόμματα. Άλλοι στη Ν.Δ, άλλοι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο για το ΚΙΝ.ΑΛ, μένει με το παλιό κοστούμι του ΠΑΣΟΚ, αξιοποιώντας ως άλλοθι πότε τον Καμίνη και πότε τον Θεοχαρόπουλο.