«Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο», τονίζει μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ούντο Μπούλμαν, επικεφαλής της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, και εκτιμά ότι η έξοδος της Ελλάδας «από το τρίτο και το τελικό πρόγραμμα προσαρμογής θα ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στη χώρα».
«Δύσκολο να υπερεκτιμηθεί αυτό που έχει επιτευχθεί, ειδικά κατά τη διάρκεια αυτού του τελευταίου προγράμματος. Η ελληνική οικονομία θεωρήθηκε κάποτε ως μια απελπιστική υπόθεση από πολλούς, αν όχι από τους περισσότερους αναλυτές. Σήμερα, δεν γνωρίζω κανέναν σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος δεν αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης δηλώνει επίσης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «πολύ βέβαιος» ότι η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές θα γίνει ομαλά, καθώς «η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλό δρόμο και η εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανα -σωστά- μεγαλώνει». Επισημαίνει δε ότι η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει έναν μεγάλο όγκο μετρητών που της επιτρέπει να καθορίσει το ιδανικό χρονοδιάγραμμα για την επιστροφή στις κεφαλαιαγορές, προσθέτοντας: «Έχω πλήρη εμπιστοσύνη στον υπουργό Οικονομικών Τσακαλώτο και στην ομάδα του ότι θα πάρει τις σωστές αποφάσεις, την κατάλληλη στιγμή, ώστε να το διαχειριστεί με επιτυχία».
Τονίζει ακόμη, ότι ο μηχανισμός ενισχυμένης επιτήρησης, που συμφωνήθηκε στο Eurogroup δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση εποπτεία, αντίθετα οι ελληνικές αρχές θα έχουν πλήρη ανεξαρτησία στη διαδικασία και αυτονομία στο σχεδιασμό των σωστών πολιτικών. Όπως εξηγεί στο Πρακτορείο, «στο πλαίσιο αυτού του μηχανισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο Eurogroup κάθε τρίμηνο» και «θα υπάρξει περαιτέρω παρακολούθηση της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα». «Αλλά αυτό είναι πραγματικά ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα από ό, τι ήταν τα προγράμματα προσαρμογής. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι ελληνικές αρχές έχουν τώρα πλήρη ανεξαρτησία στη διαδικασία και αυτονομία στο σχεδιασμό των σωστών πολιτικών», αναφέρει ο Ούντο Μπούλμαν και επισημαίνει ότι «αυτό δεν αποτελεί ειδική ρύθμιση για την Ελλάδα. Στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι οικονομίες όλων των κρατών μελών παρακολουθούνται συνεχώς και οι πολιτικές αλλαγών υπόκεινται σε έλεγχο».
Παράλληλα εφιστά την προσοχή ως προς το ρίσκο εφησυχασμού -τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Όσον αφορά στην Ελλάδα, λέει ότι «θα πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται σκληρά για να διατηρήσει το θετικό momentum», ενώ σημειώνει ότι το ίδιο ισχύει για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. «Αν δεν επιτύχουμε τελικά μια πολύ πιο ουσιαστική πρόοδο στη μεταρρύθμιση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, για παράδειγμα με την ανάπτυξη μιας δημοσιονομικής ικανότητας και ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, θα έχουμε αποτύχει να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα για την πρόσφατη κρίση της ευρωζώνης» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και προσθέτει:
«Η Ευρωζώνη απέχει πολύ από το να είναι κινητήρια δύναμη της αειφόρου ανάπτυξης στην Ευρώπη και δεν έχουμε την πολυτέλεια να σταματήσουμε να δομούμε στην αρχιτεκτονική της έως ότου καταστεί τέτοια. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν καταστροφικό σε περιόδους αχαλίνωτων ανισοτήτων και ανοδικής πορείας του λαϊκισμού και του μη φιλελευθερισμού».
Τέλος, όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών στο ευρωκοινοβούλιο εκτιμά ότι το χειρότερο κομμάτι της κρίσης, ευτυχώς, έχει περάσει εδώ και πολύ καιρό και «η επιστροφή στις αγορές αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την πλήρη εξομάλυνση της κατάστασης στην Ελλάδα». Ωστόσο σημειώνει για άλλη μια φορά ότι χρειάζεται ακόμη σκληρή δουλειά για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και της Ευρωζώνης. «Δεν αρκεί να σταματήσουμε μια κρίση. Πρέπει επίσης να αποτρέψουμε μελλοντικές κρίσεις και τελικά να αναπτύξουμε ένα μοντέλο για την ευρωπαϊκή κοινωνία και την οικονομία, το οποίο θα δημιουργήσει βιώσιμη ισότητα για όλους και θα σέβεται τα όρια του πλανήτη. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας πριν φτάσουμε εκεί και δεν μπορώ παρά μόνο να προτρέψω όλες τις πλευρές να συνεργαστούν και να εργαστούν πάνω σε αυτό το εγχείρημα για να έχουμε πρόοδο το συντομότερο δυνατό» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Συμφωνία των Πρεσπών: «Ιστορία με αίσιο τέλος»
Ένθερμος υποστηρικτής της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο Ούντο Μπούλμαν την χαρακτηρίζει ως «μία από τις λίγες πρόσφατες καλές εξελίξεις ή ιστορίες με αίσιο τέλος στη περιοχή». «Η Ομάδα μας υποστήριζε πάντοτε ότι και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να βρουν έναν συμβιβασμό και χρειάστηκαν δύο προοδευτικοί ηγέτες να συνάψουν συμφωνία, έπειτα από πάνω από 25 χρόνια αντιπαραθέσεων. Έχουμε ήδη πολλές φορές χαιρετίσει τη συμφωνία και θα συνεχίσουμε να ελπίζουμε στην επικύρωση της και από τα δύο Κοινοβούλια και στο δημοψήφισμα στη πΓΔΜ», δηλώνει ο επικεφαλής των “Σοσιαλιστών & Δημοκρατών” στο Ευρωκοινοβούλιο.
Όσον αφορά τις αντιδράσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΠΓΔΜ, ο Ούντο Μπούλνα απευθύνεται, μέσω της συνέντευξής του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ προς τους πολίτες που αντιδρούν και των δύο χωρών, αναγνωρίζοντας αφενός ότι «είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τη γνώμη τους όπως άλλωστε και κάθε πολίτης σε μια δημοκρατική χώρα καθώς αποτελεί δικαίωμά τους», ωστόσο τους καλεί «να αναλογιστούν το μέλλον της χώρας τους και της περιοχής τους και να ζυγίσουν όλα τα επιχειρήματα». «Στην πραγματικότητα, έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στη ζωή ενός Έλληνα πολίτη όταν η γειτονική του χώρα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία; Ή μήπως θα ήταν καλύτερο να έχετε δίπλα σας έναν φίλο και έναν σύμμαχο, αντί να έχετε μια διαμάχη με τον πλησίον σας; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που πρέπει να θέσουν οι πολίτες της Ελλάδας όταν σκέφτονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της Συμφωνίας ονόματος.
Και φέρνει στην πραγματικότητα ευημερία στους πολίτες της πΓΔΜ εάν είναι απομονωμένοι στην περιοχή, επειδή δεν προσκαλούνται στις ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ ή στο ΝΑΤΟ επειδή δεν είναι σε θέση να επιλύσουν μια διαμάχη με τη γειτονική τους χώρα; Μια διαμάχη που οι άλλες χώρες δεν κατανοούν πραγματικά. Αυτές είναι οι ερωτήσεις που πρέπει να θέσουν οι πολίτες της πΓΔΜ, όταν θα πηγαίνουν στο δημοψήφισμα για την Συμφωνία ονόματος» .
Για το μεταναστευτικό/προσφυγικό
Ο Ούντο Μπούλμαν, στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, καταλογίζει ατολμία στον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ επειδή δεν τέθηκε το θέμα της μεταρρύθμισης του συστήματος του Δουβλίνου στην ατζέντα της Συνόδου Κορυφλης που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Ιουνίου στις Βρυξέλλες, ενώ ασκεί κριτική και για τον τρόπου που συζητήθηκε το μεταναστευτικό στην ίδια τη Σύνοδο.
«Τον περασμένο Ιούνιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε μια πολύ σημαντική συνάντηση, η οποία ανέβασε τις πολιτικές εντάσεις και τις προσδοκίες των πολιτών σε πολύ υψηλά επίπεδα. Υπήρξαν έντονες εντάσεις μεταξύ των κρατών- μελών, ξεχνώντας όμως το πραγματικό ευρωπαϊκό πνεύμα, ενώ οι προσδοκίες βασίζονταν στην πραγματική ανάγκη για συγκεκριμένες ευρωπαϊκές λύσεις που θα αποσκοπούσαν στη διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων με υπεύθυνο τρόπο, όχι απλά κλείνοντας τα σύνορά μας στους ανθρώπους σε ανάγκη προστασίας. Σε ανοικτή επιστολή, μαζί με τους ομολόγους μου των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων, ζητήσαμε από τον πρόεδρο Τουσκ να επιδείξει ηγετικό ρόλο, ενότητα, αλλά κυρίως, υπευθυνότητα. Του ζητήσαμε να ασκήσει τον ρόλο του και να βρει το θάρρος να θέσει το θέμα της μεταρρύθμισης του συστήματος του Δουβλίνου στην ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Του ζητήσαμε να έχει τολμηρό όραμα στους τρόπους που θα ξεμπλοκάρει το αδιέξοδο. Αντί αυτού, αυτό που είδαμε ως αποτέλεσμα ήταν μια δήλωση σχεδιασμένη έτσι ώστε κάθε κράτος μέλος να μπορέσει να επιστρέψει στη χώρα του θριαμβευτικά, και στο τέλος πάλι δεν συνέβη τίποτε για την επίτευξη μιας αξιόπιστης λύσης. Και αυτό συνέβη απλώς και μόνο επειδή η μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου, που ήδη συμφωνήθηκε από ευρεία πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν συμπεριλήφθηκε καν στην ημερήσια διάταξη των ηγετών», αναφέρει ο επικεφαλής των “Σοσιαλιστών & Δημοκρατών” και προσθέτει: «Αυτό που είδαμε την περασμένη εβδομάδα, δεν ήταν πραγματική ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση και συντονισμός, αλλά απλές μεμονωμένες πρωτοβουλίες από κάποιους ηγέτες, που προσπαθούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία μεταξύ των “πρόθυμων”. Και αυτό δεν είναι αρκετό, απλώς και μόνο επειδή δεν είναι λύση της ΕΕ»
«Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τη μεταρρύθμιση της Συνθήκης του Δουβλίνου, όπως θα πράξουμε και για τις υπόλοιπες προτάσεις που αποτελούν τη μεγάλη δέσμη μέτρων για την αναμόρφωση του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Το Συμβούλιο δεν μπορεί απλώς να κάνει τα στραβά μάτια σε μια υιοθετημένη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διότι θα σήμαινε να κάνει τα στραβά μάτια σε όλες τις φωνές των Ευρωπαίων πολιτών. Θέλουμε να βλέπουμε την Ευρώπη να απομακρύνεται από μια διακυβερνητική στάση που δυσκολεύεται στην αναζήτηση συμβιβασμών. Μια διακυβερνητική Ευρώπη που θέτει πρώτα τα προειλημμένα συμπεράσματά της, ενώ στη συνέχεια απλώς αναζητάει τα επιχειρήματα για την υπεράσπισή τους», τονίζει ο Ούντο Μπούλμαν.