Mε εκτενείς ανταποκρίσεις και σχόλια ο γερμανικός τύπος εστιάζει στην Τουρκία. Εκτός από τον αυταρχισμό Ερντογάν, ανησυχία προκαλεί η διαφαινόμενη οικονομική κρίση και η πιθανή προσφυγή στο ΔΝΤ.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) εντοπίζει την αντίφαση να ανακαλείται μεν τυπικώς η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην Τουρκία, αλλά επί της ουσίας να διατηρείται με τις νέες υπερεξουσίες που αποκτά ο επανεκλεγείς πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σε ανάλυση με τίτλο «Η Δημοκρατία των απολυμένων» η εφημερίδα της Φρανκφούρτης επισημαίνει: «Οι μαζικές απολύσεις αφορούσαν κατά κύριο λόγο τον στρατό, στον οποίο οι πραξικοπηματίες διέθεταν αρκετή επιρροή ώστε, το βράδυ του πραξικοπήματος, στις 16 Ιουλίου 2016, να κρατούν τη χώρα με κομμένη την ανάσα επί ώρες. Σύμφωνα με τον αξιωματικό ε.α. και επιφανή αναλυτή για στρατιωτικά θέματα Μετίν Γκιουρτσάν, έκτοτε έχουν απολυθεί τόσοι πολλοί αξιωματικοί, ώστε πλέον επηρεάζεται το αξιόμαχο του στρατεύματος που απέμεινε. Ήδη μέχρι τις αρχές της χρονιάς, σύμφωνα με τον Γκιουρτσάν, είχε απομακρυνθεί το 40% των στρατηγών και το 20% των υπαξιωματικών».
Φαίνεται όμως ότι ακόμη και οι υπερεξουσίες Ερντογάν δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση που απειλεί την Τουρκία. Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος «αν οι περικοπές υλοποιηθούν και γίνουν ορατές τους επόμενους μήνες, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση των δημοτικών εκλογών που θα γίνουν το αργότερο τον Μάρτιο του 2019. Είναι αμφίβολο, αν ο Ερντογάν θα καταφέρει να συνεχίσει μέχρι τότε την πολιτική των κρατικά επιδοτούμενων φτηνών δανείων και των ακριβών εκλογικών παροχών. Γιατί η διολίσθηση της λίρας και ο πληθωρισμός δεν ανακαλούνται με προεδρικά διατάγματα».
«Αντισυμβατικές» υποσχέσεις Ερντογάν
Στην οικονομία εστιάζει και η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. Όπως επισημαίνει, ο πρόεδρος της Τουρκίας «ήδη πριν από τις εκλογές δεν απέκρυψε την πρόθεσή του να εξαντλήσει τις αρμοδιότητές του και στον τομέα της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα ο Ερντογάν, ο οποίος κατά τα λεγόμενά του έχει σπουδάσει Οικονομικά, υποσχέθηκε στους οπαδούς του να τιθασεύσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό ανεβάζοντας τα επιτόκια. Πρόκειται για μία αντισυμβατική προσέγγιση- για να το διατυπώσουμε προσεκτικά. Ο ισλαμιστής Ερντογάν ισχυρίζεται ότι ο τόκος είναι «μήτηρ κακών». Μετά την επανεκλογή του ίσως επιχειρήσει να αποκτήσει και την αρμοδιότητα της νομισματικής πολιτικής, καθυποτάσσοντας την κεντρική τράπεζα. Οι συνέπειες θα ήταν δραματικές για την ήδη κλονισμένη τουρκική οικονομία και την καταρρέουσα λίρα».
Η Die Welt διατυπώνει αμφιβολίες για το αν το νέο κύμα διώξεων και απολύσεων στον δημόσιο τομέα θα είναι και το τελευταίο. Και υπενθυμίζει ότι ήδη από το 2008 είχαν αρχίσει οι δίκες στην υπόθεση Εργκενεκόν που αφορούσε ένα σκιώδες δίκτυο στρατιωτικών στο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας. Εκείνη την εποχή, επισημαίνει η εφημερίδα του Βερολίνου, «στόχος ήταν να κατασταλεί η ισχύς των κοσμικών, κεμαλιστών στρατιωτικών, η ηγεσία των οποίων θεωρούσε αποστολή της να διατηρεί μακριά από την εξουσία τις ισλαμιστικές δυνάμεις και να εδραιώσει στρατηγικά την Τουρκία στον δυτικό κόσμο. Αλλά εν τω μεταξύ ο στρατός έχει μετασχηματιστεί, τα δίκτυα των κεμαλιστών δεν είναι παρά ανίσχυρα απομεινάρια του παρελθόντος».
Ζητούμενο η επιστροφή στην «κανονικότητα»
Συνοψίζοντας, η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) υπενθυμίζει ότι μετά τις τελευταίες απολύσεις ο συνολικός αριθμός των δημοσίων λειτουργών που έχει απομακρύνει ο Ερντογάν ανέρχεται σε περισσότερους από 130.000. Και διερωτάται: «Είναι δυνατόν να απειλούσαν την ασφάλεια του κράτους τόσοι πολλοί από εκείνους που το υπηρέτησαν; Το άνευ προηγουμένου κύμα διώξεων έχει εξασθενήσει τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα του κράτους να παρέχει υπηρεσίες. Ευχής έργον θα ήταν να επιστρέψει η Τουρκία στην κανονικότητα. Γιατί οι κίνδυνοι παραμονεύουν. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η διαφαινόμενη οικονομική κρίση. Προκειμένου να αποφευχθεί, αίρεται η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε διαφορετική περίπτωση εκφράζονται φόβοι ότι το φθινόπωρο η Άγκυρα θα αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».