Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα ΚΑΠΠΑ Research, το 18% των πολιτών συμφωνεί με τη θέση του βουλευτή Μπαρμπαρούση της Χρυσής Αυγής (τον οποίο θεατρικά αποκήρυξε για ευνόητους λόγους μετά το γνωστό επεισόδιο στη Βουλή) να παρέμβει ο στρατός και να συλλάβει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Αμυνας. Επίσης το 45% συμφωνεί με την άποψη ότι όσοι είναι υπέρ της συμφωνίας για το ονοματολογικό είναι προδότες. Ανατριχιαστικό; Και που είστε ακόμα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Σε ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον που υιοθετεί ή στην καλύτερη περίπτωση ανέχεται συνθήματα όπως “Στα όπλα, στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια”, φουσκώνει υπερήφανα από τους ύμνους του ομιλητή στο πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, στρατηγού ε.α Φράγκου Φραγκούλη, υπέρ του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων (προφανώς όχι μόνο για την προάσπιση των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας) και στρέφει αλλού το βλέμμα όταν προπηλακίζεται και ξυλοκοπείται ο Γιάννης Μπουτάρης, το εθνικολαϊκιστικό “ιδεολόγημα” βρίσκει πρόσφορο έδαφος και αγωνιά να αποκτήσει πολιτική έκφραση.
Αρκετοί εκ των οπαδών δεν αρκούνται ή δεν βολεύονται στη Χρυσή Αυγή -αν και μένει να δούμε τι ποσοστό θα καταγράψει σε εκλογικό χρόνο-, ίσως επειδή φοβούνται ή ντρέπονται για όσα έχουν αποκαλυφθεί στη δίκη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Αναζητούν, λοιπόν, μια “σοβαρή έκφραση” του μορφώματος, όπως έλεγε παλαιότερα γνωστός δημοσιογράφος- σχολιαστής. Ορισμένοι την βρίσκουν στον “σαλβινικό” λόγο του Άδωνι Γεωργιάδη και στον χώρο υποδοχής που δημιουργεί εδώ και καιρό η Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αντιπρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης πλέκει σε κάθε ευκαιρία το εγκώμιο του Φράγκου Φραγκούλη και διατυπώνει την (προσωπική) άποψη ότι θα του άξιζε μια θέση στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ.
Υπάρχουν κι άλλοι, όμως, που αναζητούν μία στέγη ακόμα πιο δεξιά από τη Ν.Δ αλλά όχι τόσο δεξιά που να χαρακτηρίζεται από τους μαιάνδρους και τις σβάστικες.
Σ’ αυτή την πολιτική περιοχή (που ιδεολογικά χαρακτηρίζεται από κάποιους αναλυτές ως “Νέα Δεξιά” ( διαβάστε εδώ το άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη) και προσομοιάζει στα ευρωπαϊκά μορφώματα του Κουρτς, του Όρμπαν, της Λέγκας και άλλων) συνωστίζονται αυτή τη στιγμή αρκετά μικρά κόμματα.
Η “Ελληνική Λύση” του Κυριάκου Βελόπουλου –η οποία στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται σταθερά με ποσοστό πάνω από 1%-, η “Νέα δεξιά” του Φαήλου Κρανιδιώτη, ο ΛΑΟΣ του επιστρέψαντος Γιώργου Καρατζαφέρη και, πλέον, το νέο κόμμα των Δημήτρη Καμμένου και Τάκη Μπαλτάκου.
Ο τελευταίος, μαθητεύσας στον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα του Αντώνη Σαμαρά, εμφανίζεται ως καθοδηγητής και καλλιεργεί την ιδέα περί ενός”ΣΥΡΙΖΑ της δεξιάς”. Ενός συνασπισμού κομμάτων και κινήσεων που θα στεγαστεί υπό το αφελές και απλοϊκό επιχείρημα ότι “δακρύζουν στο άκουσμα του εθνικού ύμνου και του εμβατηρίου “Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου χώρα”.
Ο Τάκης Μπαλτάκος δεν κρύβει πως στόχος του είναι ένας τέτοιος συνασπισμός να ενωθεί μετεκλογικά και να συγκυβερνήσει με τη Ν.Δ. Ως εκ τούτου δεν πρόκειται για κάποιο εγχείρημα ανταγωνιστικό στην προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Να του εξασφαλίσει τη διακυβέρνηση επιθυμεί και να μην επιτρέψει να νοθευτεί ο χώρος του δεξιού εθνικολαϊκισμού από μία συνεργασία με το ΚΙΝ.ΑΛ.
Το πιθανότερο είναι πως η προσπάθεια θα αποτύχει. Όχι διότι υπάρχουν μείζονες ιδεολογικές διαφωνίες αλλά επειδή οι περισσότεροι εκ των παραπάνω ζουν ως “μικροί ταγματάρχες” και δυσκολεύονται να τεθούν υπό τις διαταγές ενός στρατάρχη ακόμα κι αν αυτός ονομάζεται Κυριάκος Μητσοτάκης και έχει υπασπιστή τον Άδωνι Γεωργιάδη, τον οποίο οι περισσότεροι εκ των παραπάνω θαυμάζουν ή μιμούνται.
Είναι, όμως, προφανές πως όταν το 45% των πολιτών θεωρεί δυνάμει προδότες όσους επιθυμούν ή ανέχονται την συμφωνία επίλυσης του Μακεδονικού με σύνθετη ονομασία, όσα παρακολουθούμε να συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν απέχουν από εκείνα που θα μπορούσαν να συμβούν.
Δεν θα έδινε κανείς ιδιαίτερη σημασία εάν επρόκειτο για μια γραφική οικογενειακή υπόθεση στο χώρο της δεξιάς και της άκρας δεξιάς. Είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η υπόκωφη δυναμική του διχαστικού λόγου και της μανιχαϊστικής ρητορικής που επέτρεψε να καλλιεργηθεί η Ν.Δ εξισώνοντας όλα τα παραπάνω με τον λαϊκισμό τμημάτων της Αριστεράς κατά την περίοδο πριν το 2014. Το γεγονός ότι στελέχη που ανήκουν στη Ν.Δ συμμετείχαν τότε στον αντιμνημονιακό οίστρο είναι κάτι που εύκολα ξεχνιέται.
Αυτή η κοινωνική και πολιτική νεοπλασία, ωστόσο, υπερβαίνει τα ποσοστά που θα λάβουν όλα μαζί ή καθένα ξεχωριστά από τα μικρά αυτά δεξιά κόμματα. Το αποτύπωμα που αφήνει ο λόγος τους στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία είναι βαρύ και δύσκολα θα σβηστεί.