Η συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου που δόθηκε στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δημοσιεύθηκε στις 21/1/2014.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
«Στιχουργός τραγουδιών, που τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν πολύ, ποιητής, μυθιστοριογράφος, ιστορικός της Σύρου και του μουσικού της θεάτρου, μανιώδης συλλέκτης, ζωγράφος, δημιουργός κολάζ, αλλά και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν και τα φωτογραφικά του άλμπουμ, ο Μάνος Ελευθερίου είναι ένας παραγωγός με πολλαπλά τάλαντα.
Γεννημένος στην Ερμούπολη και βραβευμένος στα τέλη της χρονιάς που πέρασε με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, ο Μ. Ελευθερίου κάνει μια αναδρομή στη μακρά του διαδρομή στην τέχνη και μιλώντας για το έργο του λέει πως «όσα μας συμβαίνουν είναι απείρως πιο σημαντικά από εκείνα που γράφουμε, με τη διαφορά ότι δεν τα υπολογίζουμε». Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μ. Ελευθερίου τονίζει πως μολονότι το γράψιμο είναι κάτι που τον αναγκάζει να περνάει δύσκολες νύχτες, αποτελεί έναν τρόπο για να παρατείνει τη ζωή του. Μιλάει επίσης για τα τραγούδια του, πολλά από τα οποία έχει αρχίσει τώρα να διορθώνει, για τα ιστορικά του μυθιστορήματα και την ενδελεχή έρευνα, που έχει κάνει, προκειμένου να ζωντανέψει τη συριανή κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα (από προγράμματα θεάτρων και φωτογραφικές συλλογές μέχρι χειρόγραφα μενού εστιατορίων), καθώς και για τα βιβλία του για παιδιά, που οφείλονται στα συνεχή «πάρε-δώσε» του με την παιδική του ηλικία.
ΕΡ: Κατά τη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε είχατε μιαν έντονη εκδοτική δραστηριότητα. Είστε πάντοτε ενεργός και άκρως παραγωγικός…
ΑΠ: Όσο περνούν τα χρόνια, το μυαλό μου στρέφεται όλο και συχνότερα στην παιδική μου ηλικία. Από εκεί αντλώ συνεχώς εικόνες, ονόματα, αλλά και κουτσομπολιά. Το κουτσομπολιό, κουσέλι όπως το λένε στη Σύρο, ήταν απαραίτητο στις κουβέντες των γυναικών τα βράδια έξω από τα σπίτια τους. Πρέπει να υπογραμμίσω πως κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας βασίλευε η απόλυτη φτώχια. Ταξιδεύοντας ξανά και ξανά στο παρελθόν, σκέφτομαι πως έχω πετάξει από τη μνήμη μου πράγματα τα οποία δεν με ενδιέφεραν κι έχω κρατήσει άλλα. Μεγάλωσα και βάζω σε τάξη τα πράγματα του εαυτού μου: επιλέγω, αλλά και σβήνω ή διαγράφω. Επίσης, έχω περιορίσει, για λόγους υγείας, τις χαρές της ζωής μου: το ποτό και το τσιγάρο.
Ποιο είναι, όμως, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία; Όσα μας συμβαίνουν είναι απείρως πιο σημαντικά από όσα γράφουμε – αλλά δεν τα υπολογίζουμε. Όταν γράφω για ένα ζήτημα που με καίει, νομίζω πως θα βγει κάτι καλό -μια μπαλάντα, ας πούμε- αλλά σιγά-σιγά αρχίζω να αρρωσταίνω. Έχω εδώ και πολλά χρόνια την εντύπωση πως γράφω μέσα σε μιαν ομίχλη. Χωρίς να με κυνηγάει κανενός το αίμα, όποτε γράφω, ζω τις νύχτες του Μακμπέθ. Κακά, όμως, τα ψέματα: γράφω γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου.
ΕΡ: Οι στίχοι των τραγουδιών σας συγκεντρώθηκαν πριν από λίγο καιρό σε έναν τόμο που, υπό τον τίτλο «Τα λόγια και τα χρόνια» καλύπτουν πενήντα χρόνια δουλειάς. Πώς αποτιμάτε σήμερα αυτή τη μακρά πορεία και πώς θα τη συσχετίζατε με την ποίησή σας;
ΑΠ: Πολλά τραγούδια δεν μου αρέσουν κι έχω αρχίσει ήδη να τα διορθώνω. Δουλεύω τώρα πάνω στο κομμάτι «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», ένα τραγούδι που θα ήθελα να ξαναερμηνεύσει ο Γιώργος Νταλάρας. Όσο για την ποίηση, μπορεί όντως να υπάρχει στα τραγούδια μου. Οι άλλοι το πιστεύουν. Ο ίδιος δεν μπορώ να πω. Πάντως, τα τραγούδια μου άρεσαν πολύ στον Νίκο Γκάτσο. Τα συζητούσαμε τα μεσημέρια που βγαίναμε για φαγητό. Σε όλη μου τη ζωή έγραφα παράλληλα με τα τραγούδια την ποίηση και τα πεζά μου. Είχα πάντα στρατιωτική πειθαρχία ως προς τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμουν κι αυτό με βοήθησε πολύ. Δουλεύω σταθερά ένα δεκάωρο την ημέρα κι όταν χάσω κάποιες ώρες λόγω άλλων πραγμάτων τα οποία έχω να κάνω, σπεύδω την επομένη να τις αναπληρώσω. Τα τραγούδια τα έγραψα για βιοποριστικούς λόγους, τα άλλα με απασχόλησαν και με απασχολούν ως συγγραφέα.
ΕΡ: Στα ιστορικά σας μυθιστορήματα, στον Καιρό των χρυσανθέμων (2004), στη Γυναίκα που πέθανε δύο φορές (2006), αλλά και στο Πριν από το ηλιοβασίλεμα (2011), το βασικό σας θέμα είναι το θέατρο και η ζωή των ηθοποιών όχι μόνο επί σκηνής, αλλά και εκτός αυτής. Πώς μαζέψατε πώς επεξεργαστήκατε το υλικό σας;
ΑΠ: Η σκηνή με την οποία ανοίγει ο Καιρός των χρυσανθέμων είναι τοποθετημένη στο 1896. Βρισκόμαστε σε ένα αστικό σπίτι της εποχής στην Ερμούπολη και εκείνο που περιγράφεται είναι ένα δείπνο, το οποίο παραθέτουν οι οικοδεσπότες σε μια ομάδα ηθοποιών. Έπρεπε να βρω οτιδήποτε σχετιζόταν με την οικοσκευή εκείνου του σπιτιού: τι πίνακες θα υπήρχαν κρεμασμένοι στους κήπους, αλλά και τι ακριβώς θα σερβιριζόταν στους συνδαιτυμόνες. Τα πιάτα που σερβιρίστηκαν τα διάλεξα από χειρόγραφα μενού, τα οποία έχω στη συλλογή μου. Πρόκειται για τα μενού τα οποία έδιναν στους πελάτες τους τα εστιατόρια του τέλους του 19ου αιώνα στο νησί. Χρησιμοποίησα επίσης συνταγές μαγειρικής τις οποίες δημοσίευε στην Εφημερίδα των Κυριών η Καλλιρρόη Παρρέν. Τα κρασιά τα πήρα από αντίστοιχες λίστες, όπως και τα γαλλικά κονιάκ και τον τύπο των κρυστάλλινων ποτηριών. Για τις περιγραφές των φουστανιών των ηθοποιών χρησιμοποίησα φωτογραφίες από φωτογραφικές συλλογές κυριών εκείνων των χρόνων, θεατρικά προγράμματα, όπως και χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων και χειρόγραφο της Σάρα Μπερνάρ, της οποίας ο σύζυγος ήταν γιος δημάρχου της Ερμούπολης. Έτσι προέκυψε η ιστορία της μουσικής, του θεάτρου και των ηθοποιών μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου.
ΕΡ: Με αντίστοιχη μέθοδο δουλέψατε και στα Μαύρα μάτια, ένα άλλο βιβλίο σας που κυκλοφόρησε το 2013 και μιλάει για τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη συριανή κοινωνία κατά το διάστημα 1905-1920;
ΑΠ: Για τα Μαύρα μάτια το υλικό μου το άντλησα κυρίως από τα λαϊκά περιοδικά. Εκεί εντόπισα πολλές συνεντεύξεις του Μάρκου Βαμβακάρη. Οι μεγάλες εφημερίδες δεν τον καταδέχονταν κι έτσι μιλούσε σε τέτοια περιοδικά. Για να γράψω αυτό το βιβλίο κατέφυγα και σε ιστορικά στοιχεία για το θέατρο στην Ερμούπολη. Σκοπός μου, βέβαια, ήταν να αποδώσω, όσο πιο ζωντανά γινόταν, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Έψαξα επίσης πολύ για τα ονόματα των μουσικών. Βρήκα μπουζουξή από τη Σύρο που τραγούδησε με τον ανιψιό του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στα σύνορα Γερμανίας και Πολωνίας.
ΕΡ: Μια άλλη πλευρά της δημιουργίας σας είναι τα φωτογραφικά σας βιβλία, όπως και τα βιβλία σας για παιδιά.
ΑΠ: Με τη φωτογραφία ήθελα να πιάσω λεπτομέρειες και διαστάσεις που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Εξ αυτού και ο σχολιασμός των φωτογραφιών. Τα παιδικά βιβλία οφείλονται στα συνεχή πάρε-δώσε που έχω με την παιδική μου ηλικία. Είδα ως παιδί τρομαχτικά πράγματα κι αυτό δεν ήταν υπόθεση μόνο ενός τόπου, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας. Στο σχολείο μου στο δημοτικό τα τρία τέταρτα των παιδιών ήταν ξυπόλητα. Ίσως γι αυτό κάνω τώρα συλλογή από ό,τι έχει σχέση με δημοτικά σχολεία: ομαδικές φωτογραφίες μαθητών, γραμμένα ή άγραφα μαθητικά τετράδια, ενδεικτικά δημοτικών σχολείων, έλεγχοι.
ΕΡ: Τι ετοιμάζετε;
ΑΠ: Έχω ένα τελειωμένο και δύο μισά μυθιστορήματα. Κανένα από αυτά δεν είναι ιστορικό. Έχω και μια άλλη συλλογή πεζών που έχω ονομάσει «Ιστορίες ανθρώπων». Είναι ιστορίες που έχω διαβάσει στις εφημερίδες: πολιτικές, ερωτικές, σεξουαλικές. Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν επίσης διάφορα εμβόλιμα όνειρα. Κανένα δεν ξεπερνά τη μία ή τις δύο σελίδες. Έχω επιπλέον έτοιμη μια ποιητική συλλογή και καμιά πενηνταριά έμμετρα παραμύθια.