«Σούζη τρως. Και τρως και ψεύδεσαι». Ατάκα από την ελληνική ταινία, «Η Παριζιάνα», που μέχρι και σήμερα μας κάνει να γελάμε σαν να την ακούμε για πρώτη φορά.
Και δεν είναι η μόνη ατάκα της Ρένας Βλαχοπούλου, που μας χάρισε άφθονο γέλιο και τη λέμε, μέχρι και σήμερα. Είναι πολλές και όλες τους ειπωμένες με τον μοναδικό τρόπο της σπουδαίας ηθοποιού, της «Μεγάλης κυρίας» της ελληνικής κωμωδίας, όπως την αποκαλούν πολλοί. Και όχι τυχαία.
Η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μοναδική στο είδος της. Και αυτό το επιβεβαίωνε όχι μόνο ο απλός κόσμος, που σε δύσκολες εποχές, ξεχνούσε τα προβλήματά του με τις ταινίες της. Αλλά το επιβεβαίωναν και όσοι συνεργάστηκαν μαζί της.
Πρώτος και καλύτερος ο σπουδαίος Αλέκος Σακελλάριος, ο οποίος είχε να θυμόταν τους αυτοσχεδιασμούς της ηθοποιού, με το συνεργείο απλά να την καταγράφει, περιμένοντας να δουν πώς θα τελειώσει. Και κάθε φορά, ο αυτοσχεδιασμός της ήταν ένα μικρό κωμικό αριστούργημα, όπως η περίφημη σκηνή από την ταινία, «Η θεία μου η χίπισσα», όπου η Βλαχοπούλου φοράει καπέλο έναν κουβά και δημιουργεί έναν χαμό μέσα στην εξέλιξη της υπόθεσης, όταν γλίστρησε στα νερά κι έπεσε κάτω.
Η σπουδαία ηθοποιός «έφυγε» από τη ζωή στις 29 Ιουλίου του 2004 και με αφορμή τη συμπλήρωση 14 χρόνων από το θάνατό της, συγκεντρώσαμε γνωστές και κυρίως άγνωστες πτυχές της ζωής της, όπως τις έχουν εξομολογηθεί συνεργάτες της και στενοί της φίλοι.
Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία της Κέρκυρας, όμως, η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη της υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και κόντρα στις αντιδράσεις της οικογένειάς του, που τον αποκλήρωσαν, παντρεύτηκε την αγαπημένη του κι απέκτησαν εννιά παιδιά.
Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί.
Στα 21 της γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ, Κώστα Βασιλείου. Μετακόμισε μαζί του στην Αθήνα και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο.
Οι γονείς της σκοτώθηκαν στους Ιταλικούς βομβαρδισμούς, στην Κέρκυρα το 1940.
Το 1942 κι ενώ είχε χωρίσει με τον πρώτο της σύζυγο, παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.
Πήρε πολύ σύντομα τον τίτλο της «Βασίλισσας της τζαζ» και η φήμη της ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα.
Λέγεται ότι ο Σάχης της Περσίας, όταν την άκουσε γοητεύτηκε τόσο μαζί της, που της χάρισε ένα μενταγιόν.
Η Βλαχοπούλου ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη και μιλούσε με ευχέρεια αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιός και όχι ως τραγουδίστρια έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα».
Της είχε προταθεί να παίξει το ρόλο της «Πάστας Φλώρας» στην ταινία, «Μια τρελή τρελή οικογένεια», αλλά τον αρνήθηκε, διότι όπως εξήγησε αργότερα, ήταν μικρή σε ηλικία για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης Καρέζη. Τον ρόλο πήρε τελικά, η Μαίρη Αρώνη.
Τον τελευταίο της σύζυγο, Γιώργο Λαφαζάνη τον συνάντησε για πρώτη φορά σε ένα φανάρι στην Πανεπιστημίου, το 1965. Το βράδυ εκείνο, λίγη ώρα αργότερα, βρέθηκαν τυχαία στο ίδιο εστιατόριο στη Φωκίωνος Νέγρη. Έμειναν μαζί, μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ο Γιώργος Λαφαζάνης ήταν πολύ ωραίος άνδρας και όπως έχει αποκαλύψει ο στενός φίλος της Βλαχοπούλου, Μάκης Δελαπόρτας, όλοι οι άνδρες της ζωής της ήταν ωραίοι.
Ήταν βαθιά θρησκευόμενη.
Το πηγαίο χιούμορ τη συντρόφευε και στην καθημερινότητά της και ήταν η ψυχή της παρέας.
Ήταν θεία του Μάριου Φραγκούλη
Πολλοί την είχαν κατηγορήσει ως τσιγκούνα, άλλοι ως «σφιχτή», ωστόσο άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί της, όπως η Έρρικα Μπρόγιερ έχουν αποκαλύψει ότι βοηθούσε φτωχούς ηθοποιούς, χωρίς να το γνωρίζει κανείς.
Της άρεσε πολύ το ψάρεμα και όπως έχει αποκαλύψει ο Μάκης Δελαπόρτας, για δόλωμα έβαζε ένα προφυλακτικό.
Ο ίδιος έχει αποκαλύψει ότι στην ταινία «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» ήταν έγκυος, αλλά έκανε έκτρωση. Όπως εξηγούσε η ίδια, δεν ήθελε να κάνει παιδί γιατί αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να αφοσιωθεί σε αυτό.
Δεν έλεγε ποτέ την ηλικία της. Μάλιστα, αν την ρωτούσαν πόσων χρόνων ήταν, το πιθανότερο ήταν να τους κατσαδιάσει.
Ήταν, όμως, και νοικοκυρά, κάτι που η ίδια το περηφανευόταν. Και δικαίως, όπως λένε άνθρωποι που ήταν κοντά της, αφού το σπίτι της έλαμπε.
Βαριόταν τις συνεντεύξεις και γενικότερα να μιλάει. Για τον μόνο, λένε, που δεν βαριόταν να μιλάει ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τον οποίο θαύμαζε πολύ. Άλλωστε, πολιτικά ανήκε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Σε μία συνέντευξή της είχε δηλώσει με τον γνωστό τρόπο της: «Κάποτε έλεγαν πως για εμένα και τον Αλεξανδράκη θα κλάψει όλη η Ελλάδα αν θα πεθάνουμε. Και εγώ όταν το άκουγα τους απαντούσα: άμα πεθάνουμε, κάντε ό,τι θέλετε!»
Και με τον θάνατό της έκλαψαν όλοι. Και δεν την έχει ξεχάσει κανείς, ενώ μέσα από τις παλιές ελληνικές ταινίες, μεγαλώνουν και οι νέες γενιές. Και είναι και γι’ αυτές η «Ρένα τους».
ΠΗΓΗ: newsbeast.gr