Στο 19% περιορίστηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το β’ τρίμηνο εφέτος, με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται κάτω από το ένα εκατομμύριο άτομα (905.983 άτομα). Αριθμός που μειώθηκε κατά 9,5%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 10,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Σημειώνεται ότι το ποσοστό της ανεργίας ήταν 21,2% το α’ τρίμηνο εφέτος και 21,1% το β’ τρίμηνο 2017. Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας, με το ποσοστό της να διαμορφώνεται στο 72,1% του συνόλου των ανέργων (653.000 άτομα).
Σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.860.395 άτομα και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 1,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ήταν 23,7% και στους άνδρες 15,2%.
Ηλικιακά, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στις ομάδες 15- 19 ετών (48,9%) και 20- 24 ετών (37,5%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (27%), 30- 44 ετών (18,2%), 45- 64 ετών (15,7%) και 65 ετών και άνω (10,1%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (27,1%), η Δυτική Ελλάδα (23%) και το Βόρειο Αιγαίο (21,7%). Ακολουθούν η Ήπειρος (21,2%), η Κεντρική Μακεδονία (20,9%), η Αττική (19,9%), η Θεσσαλία (18,9%), η Στερεά Ελλάδα (18,7%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (15,1%), το Νότιο Αιγαίο (14,5%), η Πελοπόννησος (14,2%), οι Ιόνιοι Νήσοι (13,2%) και η Κρήτη (11,5%).
Οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (26,3%) είτε γιατί απολύθηκαν (24,7%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (18,2%) εργαζόταν στον κλάδο του εμπορίου. Σε ό,τι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (30%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 20,3%.
Η πλειονότητα των ανέργων (72,1%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι), ενώ ποσοστό 92,3% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 22,8%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 9,9%. Η πλειονότητα των μη ενεργών ηλικίας 15 – 74 ετών δεν έχει εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (47,5%) ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (28,9%).
Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί (4.378.300 άτομα) είναι το ότι βρίσκονται σε σύνταξη (38,5%) ή εκπαιδεύονται (24,8%). Το 0,8% των μη ενεργών αναζητεί εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει και το 1,4% δεν αναζητεί εργασία επειδή πιστεύει ότι δεν θα βρει ή δε γνωρίζει που να απευθυνθεί.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (66,6%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (22,2%). Σε σχέση με το α’ τρίμηνο 2018, εμφανίζεται μείωση στην απασχόληση για τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση και αύξηση στις υπόλοιπες κατηγορίες, ενώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος εμφανίζεται αύξηση στην απασχόληση για τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό και στους μισθωτούς και μείωση στις υπόλοιπες κατηγορίες.
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 9,4%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 8,3%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειωμένη σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Η προσωρινή απασχόληση έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018.
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (23,5%) και οι επαγγελματίες (19,2%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (44,1%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (27,6%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (82,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες, ενώ το 11% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες. Το 2,5% δηλώνει ότι έχει και δεύτερη εργασία, ενώ το 2,2% αναζητεί εργασία αν και εργάζεται.