Όποιο χρώμα γυαλιά κι αν διαλέξει κανείς, ακόμα κι αν εξαντλήσει τον κομματικό πατριωτισμό του στην αποθέωση του “δικού” του αρχηγού και στην συκοφάντηση του αντιπάλου, τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων οδηγούν σε ένα (και μόνο) ασφαλές συμπέρασμα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Δεν αναφέρομαι στα τετριμμένα συμπεράσματα, χρήσιμα για να επιδρούν ως ενυδατικά της επιδερμίδας των δελτίων ειδήσεων της τηλεόρασης και των φθηνών κομματικών πρωτοσέλιδων.
Πως, δηλαδή, η Ν.Δ διατηρεί σταθερό και άνετο προβάδισμα, ή ότι η συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύεται και κλείνει κατάτι η ψαλίδα.Σωστά όλα αυτά αλλά δεν είναι το μείζον.
Εκείνο το οποίο, κατά τη γνώμη μου, εδραιώνεται στο μεταμνημονιακό σκηνικό και αναδεικνύεται στις τελευταίες μετρήσεις είναι πως μετά από μία αρκετά μακρά περίοδο σχετικότητας και αβεβαιότητας η χώρα αποκτά (ξανά) έναν ισχυρό δικομματισμό.
Όσοι, πριν ενάμιση μήνα, προεξοφλούσαν την δημοσκοπική και εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ (ο πολιτικός επιστήμονας Νίκος Μαραντζίδης τους αποκάλεσε σε συζήτηση που είχαμε στο News247Radio “ερασιτέχνες δημοσκόπους”), μετά την τραγωδία στο Μάτι και εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών, διαπιστώνουν πως ή δεν διαθέτουν τα κατάλληλα “εργαλεία” για να αποτυπώσουν τα ρεύματα στην κοινωνία ή, στην χειρότερη περίπτωση, κάνουν προβολή των προσωπικών τους επιδιώξεων ή των κομματικών και επιχειρηματικών συμφερόντων που εκπροσωπούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν συντρίβεται αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο για εκείνους που παρατηρούν χωρίς παρωπίδες, ανακτά έδαφος, συσπειρώνει την εκλογική βάση του και εδραιώνεται ως ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας.
Ο σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνιολόγος (συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή από το 2004 έως το 2009) Γιάννης Λούλης συνηθίζει να λέει πως “ο Αλέξης Τσίπρας ήρθε για να μείνει”. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις το επιβεβαιώνουν. Τον κατηγόρησαν ότι “έκαψε το Μάτι”, ότι “γνώριζε πως υπήρχαν νεκροί τη νύχτα της τραγωδίας και προσποιούνταν τον ανήξερο”, πως “πρόδωσε το όνομα της Μακεδονίας”, ακόμα, τις τελευταίες ημέρες, ότι “έβαλε ενέχυρο την Ακρόπολη“, ωστόσο το πολιτικό του “μέταλλο” φαίνεται πως αντέχει. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Το πιθανότερο είναι πως το προβάδισμα που διαθέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολύ δύσκολα ανατρέπεται. Αρκετοί δημοσκόποι λένε πως είναι μάλλον απίθανο.
Υπάρχει, όμως, και κάτι που δεν λένε. Ο πρόεδρος της Ν.Δ διαθέτει στη θαλάμη του περιστρόφου του μία μόνο σφαίρα. Πρέπει να κερδίσει με μεγάλη διαφορά ή, ακόμα καλύτερα, με αυτοδυναμία.
Οτιδήποτε άλλο τον βάζει σε πολιτικές περιπέτειες με απρόβλεπτη εξέλιξη. Από την ομηρία του σε ένα εύθραυστο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας ή -ακόμα χειρότερα- μειοψηφίας (με το ΚΙΝΑΛ) μέχρι το να οδηγηθεί σε μία δεύτερη εκλογική αναμέτρηση (μέσω της προεδρικής εκλογής) με απλή αναλογική. Και δεν αναφέρομαι στα εσωκομματικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από εκείνους που υποτάσσονται προς το παρόν αλλά καραδοκούν.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας έχει μεγαλύτερο εύρος πρωτοβουλιών και κινήσεων, αρκεί, βεβαίως, να μην χάσει με μεγάλη διαφορά. Οτιδήποτε άλλο είναι διαχειρίσιμο. Αν όχι σε πρώτο, σίγουρα σε δεύτερο χρόνο.
Επιστρέφω, ωστόσο, στην αρχική διαπίστωση. Το πολιτικό σύστημα ξαναβρίσκει στο δίπολο Ν.Δ- ΣΥΡΙΖΑ την έξαψη του δικομματισμού της περιόδου πριν τα μνημόνια. Με στοιχεία πόλωσης, ακραίου λόγου και εχθροπάθειας που παραπέμπει, ίσως, στις πιο σκληρές στιγμές της δεκαετίας του ’80.
Οτιδήποτε άλλο, ανάμεσα στη Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να συνθλιβεί εάν δεν ανακαλύψει σύντομα νέα ταυτότητα και λόγο ύπαρξης. Ο Νίκος Μαραντζίδης μου έλεγε πως “η Φώφη Γεννηματά ίσως μετανοιώσει πικρά που απέρριψε την πρόταση Τσίπρα για απλή αναλογική από τις επόμενες εκλογές”. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τις εννοεί. Το μεταμοντέρνο ΠΑΣΟΚ παραμένει αμήχανο ή εκδικητικό απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, παρακολουθεί τη λεηλασία της εκλογικής του βάσης και χαριεντίζεται με την επιδίωξη της “στρατηγικής ήττας” του Τσίπρα, ήτοι της μεγάλης νίκης του Μητσοτάκη – το δεύτερο δεν το λέει αλλά οι ψηφοφόροι δεν είναι κουτοί, όπως ίσως κάποιοι πιστεύουν.
Ως εκ τούτων, ο δικομματισμός είναι εδώ, ενωμένος και δυνατός, με διχαστικό λόγο και νέες διαχωριστικές γραμμές. Με φόντο μία γενικότερη τεκτονική ευρωπαϊκή αλλαγή, με νέες και σκληρές αβεβαιότητες, και με επιτακτικά διλήμματα ανάμεσα στις ακραίες εκδοχές του φιλελευθερισμού και την ακροδεξιά. Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να έχουν και την ελληνική έκφανσή τους. Τη ζούμε και θα τη ζήσουμε ακόμα πιο έντονα…