Τον λένε Φ.Κ., και είναι ο ο άνθρωπος που μπήκε ανάμεσα στον αιμόφυρτο Ζακ Κωστόπουλο και στους μαινόμενους τύπους που τον κλωτσάγανε στο κεφάλι. Είναι ο άνθρωπος που βρήκε το θάρρος να πει «ως εδώ», όταν δεκάδες άλλοι κάθονταν γύρω απαθείς.
Μιλώντας στο newpost.gr διηγείται όσα είδε εκείνη τη μοιραία Παρασκευή:
«Πέρναγα με τη μηχανή λόγω δουλειάς από την Πατησίων και σταμάτησα στο Βενέτη μπροστά, γιατί έκανε κάτι γκούχου γκούχου η μηχανή, σταμάτησα για να γυρίσω ρεζέρβα και είδα βαβούρα και πήγα. Εγώ πήγα γελώντας εκεί πέρα, γιατί βλέπω δύο τρεις και σπάγανε το μαγαζί. Και κοιτάω και κόσμο μαζεμένο και εγώ νόμιζα ότι έχει κάνει κάποια κουταμάρα ο μαγαζάτορας σε κάποιον κι έχουνε πάει μέρα μεσημέρι και του σπάνε το μαγαζί.
Αυτή ήταν η εικόνα που είχα πηγαίνοντας, μετά αντιμετώπισα ό,τι είδα εκεί πέρα μπροστά. Ο ένας απ’ αυτούς που σπάγανε το μαγαζί, ήταν ο μαγαζάτορας, που νόμιζα ότι ήταν περαστικός.
Βλέπω ένα παιδί μέσα… φου να του έκανες θα έπεφτε κάτω, δεν ξέρω τώρα αν είχε πάρει ντραγκς, αν είχε πάρει ψυχοφάρμακα, αλλά ο άνθρωπος παραπατούσε. Μ’ έναν πυροσβεστήρα προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα, αλλά δεν είχε τον πυροσβεστήρα με τσαγανό, πέρα δώθε τον πήγαινε, δεν μπορούσε να τον σηκώσει. Δεν είχε δύναμη, με τα πόδια λυγισμένα και μέσα κλεισμένος.
Από έξω πρέπει να έσπασε κάποιος ένα κομμάτι της τζαμαρίας, πετάει μία πέτρα, δεν ξέρω τι πέταξε, πετάει κάτι μικρό, δεν ήτανε καρεκλοτράπεζο, μάλλον πέτρα, δεν ξέρω αν τον πέτυχε το παλικάρι τον Ζακ μέσα ή όχι και το παιδί σκύβει από εκεί που είναι σπασμένα τα τζάμια, κάτω απ’ την προθήκη που έχει τα κοσμήματα, ήτανε ένα κενό, κι έχει πέσει στα τέσσερα και προσπαθεί το παιδί μπουσουλώντας να βγει έξω.