Αλλεπάλληλα ρεκόρ καταγράφει η Wall Street. Γίνεται λόγος για το μεγαλύτερο ράλι των χρηματιστηριακών αγορών στις ΗΠΑ.
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό το ράλι μπορεί να οφείλεται στη μεγάλη έλλειψη προσφοράς σε νέες μετοχές. Ο εμπορικός πόλεμος που έχει κηρύξει η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, η αβεβαιότητα που επικρατεί για τις επόμενες κινήσεις του Λευκού Οίκου και οι αυξήσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ φαίνεται ότι αποτρέπουν τις μη εισηγμένες να δρομολογήσουν τη δημόσια εγγραφή τους. Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Είναι παγκόσμιο. Κατά τη διάρκεια του 2016 εκδόθηκαν λιγότερες μετοχές από αυτές που αποσύρθηκαν από τα χρηματιστήρια. Πρώτη φορά στην ιστορία των αγορών η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά. Η JPMorgan προβλέπει ότι η καθαρή προσφορά –διαφορά προσφοράς και ζήτησης– θα είναι φέτος εκ νέου αρνητική. Πέρυσι καταγράφηκε οριακή αύξηση της ζήτησης.
Ακόμη και αν υποθέσει κανείς ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει σταθερό για τις μετοχές, όλα τα κεφάλαια θα εξαντλήσουν κάθε επιλογή, εφόσον μειώνεται κατά πολύ η προσφορά των εισηγμένων εταιρειών. Λιγότερες μετοχές πωλούνται μέσων δημόσιων εγγραφών ή αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Εξαγορές και συγχωνεύσεις χρηματοδοτούνται συχνότερα με μετρητά, ενώ αρκετές είναι οι εταιρείες που αποσύρονται από τα χρηματιστήρια.
Από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2018, οι δημόσιες εγγραφές διαμορφώθηκαν στα 126 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Thomson Reuters. Ακόμη και αν ληφθούν υπ’ όψιν οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και οι πωλήσεις μετοχών σε υπαλλήλους, η έκδοση νέων μετοχών επισκιάζεται από τις επαναγορές, που μπορεί να ξεπεράσουν το ένα τρισ. δολάρια το 2018. Λίγοι είναι αυτοί που αναμένουν να αντιστραφεί αυτή η τάση, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψιν το σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού στις αγορές των εταιρικών ομολόγων.
«Είναι μπελάς για μια εταιρεία να είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Υπάρχει γραφειοκρατία, υπάρχουν επενδυτές με βραχυπρόθεσμη προοπτική και ασφυκτική εποπτεία. Αλλά το κυριότερο είναι ότι οι εταιρείες θα στραφούν εκεί όπου βρίσκεται το φθηνό χρήμα», σχολιάζει ο Ρόμπερτ Μπάκλαντ, στρατηγικός αναλυτής της Citi. O κ. Μπάκλαντ είναι αυτός που δημιούργησε τον όρο «απομετοχοποίηση», για να περιγράψει την τάση των εταιρειών να αποχωρούν από το χρηματιστήριο.
Το φαινόμενο της «απομετοχοποίησης» δεν είναι καινούργιο. Αρχισε να εξαπλώνεται την περίοδο που το κόστος δανεισμού είχε φθάσει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, παροτρύνοντας τις εταιρείες να δανείζονται με την έκδοση ομολόγων, παρά να εκδίδουν νέες μετοχές. Δόθηκε, επίσης, προτεραιότητα στις επαναγορές μετοχών, παρά στη διάθεση κεφαλαίων για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Η φορολογική μεταρρύθμιση του Ντόναλντ Τραμπ, με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 35% στο 21%, ενθάρρυνε αυτήν την τάση.
Ο κ. Μπάκλαντ υπολογίζει πως η προσφορά μετοχών μόνον στις ΗΠΑ συρρικνώνεται περίπου κατά 1,5%, ετησίως. Ανάλογες τάσεις επικρατούν, επίσης, στις αναδυόμενες αγορές, όπου θα περίμενε κανείς οι εταιρείες να έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να πουλήσουν μετοχές στο χρηματιστήριο. Γεγονός είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες στις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, με πρωταγωνίστρια την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, εγκαταλείπουν τη χαλαρή νομισματική πολιτική που εφάρμοζαν τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά για να στραφούν εκ νέου οι εταιρείες στα χρηματιστήρια, πρέπει οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων να φθάσουν το 4% με 5%, και των εταιρικών να ξεπεράσουν το 6%, δηλαδή να είναι 200 μονάδες βάσης πάνω από τα τρέχοντα επίπεδα.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr