H πλήρης κατάργηση των περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών είναι θετική για το αξιόχρεο (credit positive) των ελληνικών τραπεζών, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε ανάλυσή του. Ο οίκος αναφέρει ότι η βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της Ελλάδας και η αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων τους τελευταίους μήνες επέτρεψε τη χαλάρωση των capital controls, «η οποία πιθανότατα θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών και θα βοηθήσει τις τράπεζες να βελτιώσουν περαιτέρω τα χρηματοδοτικά προφίλ τους, κάτι που είναι credit positive.
Οι βασικοί παράγοντες, σημειώνει, που οδήγησαν στην απόφαση σημαντικής χαλάρωσης των capital controls ήταν η σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα τους περασμένους επτά μήνες και η μεγαλύτερη αισιοδοξία μετά την επιτυχή έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της. «Επιπλέον, η μεγάλη μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότησή τους μέσω της Έκτακτης Βοήθειας Ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνει τη βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών τα τελευταία τρίμηνα».
Η χαλάρωση των περιορισμών πιθανότατα θα ενθαρρύνει τα νοικοκυριά και τις εταιρείες να επιστρέψουν στις εγχώριες τράπεζες όποια χρήματα έχουν εκτός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, εκτιμά ο Moody’s. «Η αύξηση των καταθέσεων των πελατών τους στα τελευταία χρόνια βοήθησε τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν το υπόλοιπο των δανείων τους από τον ELA, το οποίο ανερχόταν συνολικά στα 4,5 δισ. ευρώ ή 2% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών στο τέλος Αυγούστου 2018 έναντι 21% τον Αύγουστο του 2015. Στη μείωση του ELA συνέβαλε και η αύξηση των συναλλαγών διατραπεζικού δανεισμού/ρέπος, καθώς αυξήθηκε η διάθεση των διεθνών επενδυτών για ελληνικά στοιχεία ενεργητικού και αυτοί αποδέχονταν ένα ευρύτερο φάσμα ελληνικών στοιχείων ενεργητικού ως ενέχυρα για τέτοια ρέπος».
Ο Moody’s σημειώνει ότι η μείωση του ELA στηρίζει τα καθαρά περιθώρια επιτοκίων των ελληνικών τραπεζών, επειδή τόσο οι συναλλαγές ρέπος όσο και οι νέες καταθέσεις έχουν χαμηλότερο επιτόκιο από τον δανεισμό μέσω ELA, το κόστος του οποίου είναι περίπου 1,5%. Αναφέρει, επίσης, ότι τρεις από τις έξι ελληνικές τράπεζες που αξιολογούνται έχουν αποπληρώσει πλήρως τον δανεισμό τους από τον ELA: Η Εθνική Τράπεζα, η Τράπεζα Πειραιώς και η Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα. «Αναμένουμε επίσης ότι η Eurobank και η Alpha Bank θα αποπληρώσουν το υπόλοιπο των δανείων τους από τον ELA τους επόμενους λίγους μήνες, ενώ η Attica Bank θα χρειασθεί πιθανόν λίγο περισσότερο για να εξαλείψει πλήρως τον ELA της».
Η επιτυχής εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και οι προοπτικές σταδιακής επανόδου στην οικονομική ανάπτυξη ωθούν ήδη στην αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 4,1% ή 5,2 δισ. ευρώ κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2018, σημειώνει ο οίκος.
Μετά την πολιτική και οικονομική αναταραχή το 2015, οι εντάσεις έχουν μειωθεί τα δύο τελευταία χρόνια, τονίζει ο Moody’s. «Η σημερινή κυβέρνηση κατάφερε να νομοθετήσει έναν μεγάλο αριθμό μεταρρυθμιστικών μέτρων, παρά τη μικρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της και χωρίς να προκαλέσει μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες, όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια των δύο προηγουμένων προγραμμάτων προσαρμογής».
Ωστόσο, προσθέτει, η εγχώρια πολιτική και η κοινωνική αβεβαιότητα παραμένουν οι κύριοι κίνδυνοι για την εφαρμογή της πολιτικής και την οικονομική ανάκαμψη. «Μία ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα, σε συνδυασμό με πιο χαλαρά capital controls, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές εκροές καταθέσεων, όπως συνέβη στο πρώτο εξάμηνο του 2015», καταλήγει η ανάλυση του Moody’s.
Morgan Stanley
Ο οίκος θεωρεί υπερβολικές τις ανησυχίες για τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών ωστόσο εκτιμά ότι οι πιέσεις είναι πιθανόν να συνεχιστούν μέχρι να υπάρξει περισσότερη διαύγεια για το σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης της Πειραιώς και οι τράπεζες να αποκαλύψουν τους στόχους για τη μείωση των NPEs έως το 2021 και τη συμμετοχή των πωλήσεων/διαγραφών.
Η έκθεση θυμίζει τον σχεδιασμό της Πειραιώς να προχωρήσει στην έκδοση ομολόγου Tier II και επισημαίνει ότι τηλεγράφημα του Bloomberg την Παρασκευή ότι πρέπει να προχωρήσει έως το τέλος του έτους δημιούργησε ανησυχία ενώ αναφέρεται και στις δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της τράπεζας ότι αναζητείται παράθυρο ευκαιρίας για έκδοση χρέους.
Αναφορικά με τις ρευστοποιήσεις στον τίτλο της Πειραιώς, η Morgan Stanley υποστηρίζει ότι οι παραπάνω ειδήσεις δημιούργησαν ανησυχία, δεδομένου ότι οι αγορές αυτή τη στιγμή είναι «κλειστές» λόγω της υψηλής μεταβλητότητας. Η χρονική στιγμή προκάλεσε προβληματισμό, δεδομένου ότι βρίσκονται σε εξέλιξη οι συζητήσεις των τραπεζών με την εποπτική αρχή για τους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων. Στην Πειραιώς, ο δείκτης κάλυψης NPEs είναι χαμηλότερος των άλλων τραπεζών, σημειώνει ο οίκος, και με τον δείκτη κεφαλαίων CET1 στο 13,6% το α’ εξάμηνο του 2018, δεν είναι ξεκάθαρο στους αναλυτές του πόσες περισσότερες διαγραφές μπορεί να «σηκώσει» ο ισολογισμός.
H Morgan Stanley σημειώνει ότι υπάρχει περιορισμένη ορατότητα για την επενδυτική τοποθέτηση στις ελληνικές τράπεζες, δεδομένου ότι η μείωση των κόκκινων δανείων απαιτεί σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στην περιφέρεια της Ευρώπης τουλάχιστον έως το 2021.
«Αισθάνεται», όμως, ότι οι τελευταίες κινήσεις των μετοχών είναι υπερβολικές, δεδομένου ότι τώρα οι τράπεζες είναι φθηνότερες από το Νοέμβριο του 2017, όταν τα IFRS9 και τα stress tests ήταν προ των πυλών.
Τέλος, η Morgan Stanley επισημαίνει ότι παρά τους επιμέρους δείκτες για κόκκινα δάνεια, καλύψεις κ.τ.λ., η άρση των capital controls περιορίζει την ορατότητα καθώς με τις διακυμάνσεις των μετοχών και τις επερχόμενες εκλογές δεν είναι ξεκάθαρο πόσο θα μπορούσε να επηρεαστεί η συμπεριφορά των καταθετών. Τονίζει, ωστόσο, πως σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, η κατάσταση του κλάδου είναι υγιής, έχοντας αντικατασταθεί το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης από ELA/ECB από καταθέσεις και διατραπεζική αγορά.
Goldman Sachs
Προειδοποιήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα περιλαμβάνει ανάλυση της Goldman Sachs η οποία υποστηρίζει πως «η ικανότητα του τραπεζικού κλάδου να αντέξει οποιοδήποτε σοκ –εσωτερικό ή εξωτερικό, οικονομικής ή πολιτικής φύσεως- παραμένει περιορισμένη».
Η έκθεση της επενδυτικής τράπεζας αποτυπώνει το περιεχόμενο συναντήσεων που διενήργησε στην Αθήνα στις 27-28 Σεπτεμβρίου με τραπεζικές διοικήσεις αλλά και με κυβερνητικά στελέχη.
Κατά την Goldman Sachs αυτή η προσπάθεια θα υποστηριχθεί από το ισχυρό οικονομικό momentum, περιλαμβανομένης της ανάκαμψης στη στεγαστική αγορά, που βρίσκεται στα αρχικά στάδια, από μια αυξανόμενα δυναμική δευτερογενή αγορά χονδρικής πώλησης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και από έναν χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης των στρατηγικών κακοπληρωτών με την πάροδο του χρόνου.
Η Goldman Sachs αποτίμησε θετικά την μακροοικονομική δυναμική της Ελλάδος, που βασίζεται στην εξωτερική ζήτηση και ιδιαίτερα στον τουρισμό, την αύξηση των τιμών κατοικιών κυρίως λόγω της ισχυρής ζήτησης από ξένους, τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και την ύπαρξη μεγάλου ταμειακού μαξιλαριού που καλύπτει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης για τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια και τους φιλόδοξους στόχους των τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Την ίδια στιγμή η τράπεζα αποτίμησε αρνητικά, το γεγονός ότι η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδος υπολείπεται αυτής που σημειώθηκε σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως στην Ισπανία, μετά την έξοδο από το πρόγραμμα.
Ακόμη, αναφέρει πως όσο φιλόδοξοι και αν είναι οι στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αυτά αναμένεται να παραμείνουν σε αυξημένα επίπεδα για μακρά χρονική περίοδο.