Η διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τις περισσότερες χώρες στον κόσμο, καθώς αγγίζει “ταυτοτικά” ζητήματα. Δεν είναι τυχαίες οι ενίοτε σκληρές αντιπαραθέσεις για τα βιβλία της Ιστορίας, κάτι που δεν γίνεται σχεδόν ποτέ για τα βιβλία των Μαθηματικών ή της Χημείας.
Ο Μαρκ Φερό, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής μας και συγγραφέας του κλασικού πλέον βιβλίου “Πώς αφηγούνται την Ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο” (εκδόσεις Μεταίχμιο), υποστηρίζει πως “η εικόνα που έχουμε για τους άλλους λαούς και για εμάς τους ίδιους συνδέεται με την Ιστορία που μας έχουν αφηγηθεί όταν ήμαστε παιδιά. Η Ιστορία αυτή μας σημαδεύει σε ολόκληρη τη ζωή μας. Επίσης, μέσα από τούτες τις αναπαραστάσεις ανακαλύπτουμε τον κόσμο και το παρελθόν των κοινωνιών, ενώ εκεί κατόπιν διαμορφώνονται οι γνώμες και οι ιδέες μας”.
Ο Γάλλος ιστορικός επισημαίνει ότι “το παρελθόν δεν είναι το ίδιο για όλους και επιπλέον ο χρόνος μεταβάλλει την υποκειμενική μας μνήμη γι’ αυτό: στον βαθμό που οι γνώσεις και οι ιδεολογίες μας μετασχηματίζονται, αλλά και στο βαθμό που η λειτουργία της Ιστορίας στις κοινωνίες μας αλλάζει, μεταβάλλονται επίσης οι εικόνες μας για το παρελθόν”. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα παιδιά -και εμείς οι ίδιοι- δεν έχουμε δικαίωμα στην αλήθεια της Ιστορίας.
Κάτι ακόμη πιο απαραίτητο στην εποχή μας, στην οποία, σύμφωνα με τον Φερό, “το παρελθόν των κοινωνιών αναδεικνύεται σε διακύβευμα των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα κράτη, ανάμεσα στα έθνη, ανάμεσα στους πολιτισμούς και στις εθνότητες. Ελέγχοντας το παρελθόν μπορεί κανείς να κυριαρχήσει πιο εύκολα πάνω στο παρόν”. Επιπλέον, ο Φερό υποστηρίζει πως όσοι βλέπουν ότι η Ιστορία τους έχει τεθεί “υπό απαγόρευση” εξεγείρονται.
Εντυπωσιακά επίκαιρο
Ο Φερό έγραψε το βιβλίο του στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 -και, παρόλο που άλλαξαν πολλά από τότε, χώρες διαλύθηκαν, κάποιοι υποστήριξαν ότι ήρθε και “το τέλος της Ιστορίας”, παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρο. Όπως εξαιρετικά επίκαιρες παραμένουν οι επισημάνσεις του για την “αναθεώρηση και ανακατασκευή” της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως τις παρουσίασε από τις σελίδες της εφημερίδας «Liberation» τον Σεπτέμβριο του 1989, λίγες μέρες πριν πέσει το Τείχος του Βερολίνου. Έγραφε τότε ο Φερό:
“Πενήντα χρόνια μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου εξακολουθεί να ευδοκιμεί μια ορισμένη Ιστορία, η οποία παράγει την αυτοδικαίωσή της. Όταν αντιμετωπίζουμε διάφορα έργα γραμμένα στην Αγγλία, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Σοβιετική Ένωση (σ.σ.: τότε υπήρχαν ακόμη) ή τις ΗΠΑ, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη δεν έχει έρθει η ώρα για μια οριστική ετυμηγορία σε σχέση με την Ιστορία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου(…) Παρ’ όλα, αυτά η προσπάθεια σύγκρισης διατηρεί το ενδιαφέρον της, καθώς μας επιτρέπει να εντοπίσουμε καλύτερα τα ευαίσθητα σημεία της Ιστορίας αυτής. Αναφέρουμε εδώ ορισμένα από αυτά: το αίσθημα ενοχής, που συνδέεται με τις σφαγές, είτε αυτές ήταν οργανωμένες είτε όχι· το πρόβλημα των ευθυνών για την έναρξη του πολέμου· το ζήτημα της διεξαγωγής του και εκείνο της υστεροβουλίας των εμπόλεμων δυνάμεων.
Μήπως οι εικονογραφήσεις που συνοδεύουν τα σχετικά κείμενα αποτελούν άραγε επισκόπηση της άποψης κάθε έθνους για τον πόλεμο ή μήπως η άποψή του εκφράζεται ακόμη διακριτικότερα με τις κάθε λογής σιωπές και απουσίες; Κάθε έθνος, κάθε θεσμός έχει τα «οικογενειακά» του μυστικά και η δημοσιοποίησή τους θεωρείται επαίσχυντη. Ο πρώην αντίπαλος, όμως, φροντίζει να αναλάβει το έργο αυτό.
Στα αμερικανικά βιβλία, λόγου χάρη, δεν υπάρχει ούτε μία απεικόνιση του βομβαρδισμού της Χιροσίμα. Αναφέρεται η κατασκευή της ατομικής βόμβας, αλλά τίποτε δεν λέγεται σχετικά με τις τρομερές συνέπειές της. Αντιθέτως, στο εγχειρίδιο της Δυτικής Γερμανίας δείχνουν δίπλα – δίπλα τους ζωντανούς – νεκρούς της Χιροσίμα, τους ζωντανούς και τους νεκρούς Εβραίους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, την τραγική έξοδο των Γερμανών φυγάδων κατά τη ρωσική εισβολή το 1944 και την ισοπεδωμένη από τους συμμάχους Κολωνία: με τη μέθοδο αυτή υποβάλλουν έμμεσα την εξοικείωση των παιδιών με τα εγκλήματα όλων των εμπόλεμων.
Αντιστρόφως, στο αμερικανικό βιβλίο, το κείμενο επισημαίνει ευκρινώς τον ‘αριθμό των 80.000 νεκρών της Χιροσίμα (…) και τον ακόμη υψηλότερο αριθμό θυμάτων στο Ναγκασάκι’. Οι αριθμοί αυτοί, όμως, παρατίθεται αμέσως μετά τα 6.000.000 θύματα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, χωρίς να αναφέρονται πουθενά οι μεταγενέστερες συνέπειες της ατομικής βόμβας στους πληθυσμούς. Επίσης, συμπληρωματικά αναφέρεται ότι «πολλοί ξένοι επιστήμονες συνεργάστηκαν για την κατασκευή της, ιδίως ο αντιφασίστας Ενρίκο Φέρμι» ενώ δεν αναφέρεται ο Αϊνστάιν. Οι Αμερικανοί επισημαίνουν ακόμη ότι, ανάμεσα στη ρίψη της πρώτης και της δεύτερης βόμβας, η ΕΣΣΔ είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία, πράγμα που υπενθυμίζει ότι κανείς τότε δεν είχε καταδικάσει τους Αμερικανούς. Αυτοί οι τελευταίοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη ρίψη της ατομικής βόμβας, ολισθαίνουν στην υποτιθέμενη λογική εκείνης της εποχής, υποστηρίζοντας πως έτσι οι ανώτατοι αξιωματικοί θα έσωζαν τις ζωές 1.000.000 Αμερικανών στρατιωτών, όσων δηλαδή θα είχε κοστίσει μια απόβαση στην Ιαπωνία. Τα δυτικογερμανικά εγχειρίδια, όμως υπενθυμίζουν τα εξής: ‘Γιατί τα Ηνωμένα Έθνη δεν αντιμετώπισαν το ζήτημα αυτό, αλλά ούτε και τις αιτίες του βομβαρδισμού της Δρέσδης (ο οποίος προκάλεσε 250.000 νεκρούς); (…) Άραγε, θα ήθελαν οι Αμερικανοί να συγκριθούν τα αποτελέσματα της ατομικής βόμβας με εκείνα της Δρέσδης;’…
Κατηγοριοποίηση θυμάτων
Οι Δυτικογερμανοί, συγκροτώντας έναν πίνακα των θυμάτων πολέμου, τα διακρίνουν σε τέσσερις κατηγορίες: 1. Στρατιώτες. 2. Πολίτες που σκοτώθηκαν εξαιτίας των βομβαρδισμών. 3.Συλλογικές εξοντώσεις (χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις) και εκτελέσεις ανταρτών. 4.Εκτοπισμένοι. Χάρη στην ταξινόμηση αυτή, η Γερμανία και η Ιαπωνία εμφανίζονται ως οι πλέον πληγείσες από τον πόλεμο χώρες στη δεύτερη ομάδα θυμάτων, ενώ στην τέταρτη ομάδα οι Γερμανοί είναι τα κύρια θύματα ή, μάλλον, για να πούμε την αλήθεια, τα μοναδικά. Στην Ιταλία, ωστόσο, η κατηγοριοποίηση των θυμάτων διαφέρει. Τα θύματα πολέμου αντιπαραβάλλονται με τα θύματα των φυλετικών διακρίσεων: η διάταξη αυτή επιτρέπει να φανεί πως οι Ιταλοί (μαζί με τους Δανούς και τους Βούλγαρους) προστάτευσαν καλύτερα τους Εβραίους από τη ναζιστική τρομοκρατία.
Οι Γερμανοί δεν προσπαθούν να αποκρύψουν τις ευθύνες τους στην εξόντωση των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Πάντως, παρατηρεί κανείς ότι επιμένουν στον ‘μυστικό και επιμελώς συγκαλυμμένο χαρακτήρα’ των εγκλημάτων που διαπράττονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μολαταύτα, όπως επισημαίνουν οι Άγγλοι, στην πραγματικότητα μπορούν να μετρηθούν τουλάχιστον 200.000 πρόσωπα που σχετίζονταν άμεσα με τις γενοκτονίες και υπήρξαν μάρτυρές τους. Στην πράξη, η κίνηση αυτή των Γερμανών αποσκοπεί στην αθώωση της κοινωνίας τους από όσα εγκλήματα συνδέονται αμεσότερα με τη ναζιστική κυβέρνηση, η οποία όμως και πάλι αποτελούσε ένα καθεστώς που το επικροτούσε η γερμανική κοινωνία, τουλάχιστον ώσπου να γείρει προς την ήττα η έκβαση του πολέμου”.
ΠΗΓΗ: avgi.gr