Το άριστο επίπεδο των σχέσεων Ελλάδας-Γερμανίας και τα σημαντικά βήματα που έχουν συντελεστεί στην ελληνική οικονομία επισημάνθηκαν κατά τη σημερινή συνάντηση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, με τον ομόλογό του της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φράνκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος πραγματοποιεί διήμερη επίσκεψη στη χώρα μας, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, Έλκε Μπουντενμπέντερ.
Ο κ. Παυλόπουλος καλωσόρισε τον κ. Σταϊνμάιερ στην Αθήνα, για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση χρόνο και υπογράμμισε ότι η συχνότητα των επισκέψεων αυτών, σε συνδυασμό με το εξαίρετο κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσονται, αποδεικνύει πόσο -όχι μόνον οι προσωπικές τους σχέσεις- αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών βρίσκονται σε άριστο επίπεδο.
Επισήμανε, επίσης, ότι η επίσκεψη του κ. Σταϊνμάιερ πραγματοποιείται σε μια συγκυρία, όπου η Ελλάδα επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα προς τα εμπρός, μετά τη μακρά και επώδυνη περίοδο των μνημονίων, η οποία στοίχισε πολύ ακριβά στον ελληνικό λαό, ο οποίος κατέβαλε μεγάλο τίμημα ακόμη και για λάθη, τα οποία δεν θα μπορούσαν να του καταλογισθούν.
«Η γενναία αυτή στάση του ελληνικού λαού -η οποία αναγνωρίζεται πλέον γενικώς και ανεπιφυλάκτως- αποδεικνύει πόσο συνεπής ήταν και παραμένει πάντοτε στον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό. Και στο σημείο τούτο οφείλω να υπενθυμίσω και να εξάρω την δική σας προσωπική συμβολή υπέρ της Ελλάδας και του ελληνικού λαού, σε ιδιαίτερα κρίσιμες φάσεις της μνημονιακής περιόδου» τόνισε ο κ. Παυλόπουλος.
Παράλληλα, χαρακτήρισε κατ’ εξοχήν ουσιώδες και κρίσιμο -στο πλαίσιο της νέας επίσκεψής του κ. Σταϊνμάιερ στην Ελλάδα- το γεγονός ότι συμμερίζονται τις ίδιες αγωνίες, αλλά και το ίδιο όραμα για την ευρωπαϊκή μας οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την στιγμή που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα -μπροστά μάλιστα στις επόμενες εξαιρετικά κρίσιμες Ευρωεκλογές- αντιμετωπίζει ευθέως απειλές, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ως και στην αποδόμησή του.
Υπό τα δεδομένα αυτά, ο κ. Παυλόπουλος τόνισε ότι, πριν απ’ όλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρέος να φθάσει ως την τελική της ενοποίηση, πολλώ μάλλον όταν ο ρόλος της είναι πλανητικός. «Ήτοι, ρόλος που δεν αφορά μόνο τους λαούς της, αλλά όλη την ανθρωπότητα, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση την ιστορία της και τον πολιτισμό της, μπορεί να εγγυηθεί αποτελεσματικότερα τις, τόσο κρίσιμες για την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της Διεθνούς Κοινότητας, αρχές και αξίες του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δικαιοσύνης, ιδίως δε της κοινωνικής δικαιοσύνης» σημείωσε.
Ακολούθως, επισήμανε ότι η πορεία προς την ενοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος προϋποθέτει, πάντα υπό τα σημερινά δεδομένα, την ανάληψη, επειγόντως, πρωτοβουλιών κυρίως προς την κατεύθυνση της τόνωσης του πυλώνα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. «Προς την ίδια κατεύθυνση οφείλουμε να υπενθυμίζουμε, προς όλους τους εταίρους μας, ότι η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί θεμελιώδη κανόνα, πάνω στη βάση του οποίου στηρίζεται όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σύμφωνα με την Ιστορία του και τον Πολιτισμό του» τόνισε.
Στο πλαίσιο αυτό, προσέθεσε, ότι «οφείλουμε να σεβόμαστε την αρχή αυτή σε όλες της τις εκφάνσεις, και ιδίως όσον αφορά την επίλυση του, υπαρξιακού για την ευρωπαϊκή μας οικογένεια, Προσφυγικού και Μεταναστευτικού προβλήματος. Επέκεινα, εταίροι οι οποίοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την αρχή αυτή, παραβιάζουν ευθέως τόσο την ευρωπαϊκή έννομη τάξη όσο και τον αξιακό κώδικα του κοινού μας πολιτισμού».
Επιπροσθέτως, σημείωσε, ότι μπροστά στην ήδη σοβούσα παγκόσμια οικονομική κρίση, κατά κύριο λόγο με την μορφή της κρίσης χρέους, είναι ανάγκη να θωρακίσουμε τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωζώνη, και το κοινό μας νόμισμα, το ευρώ. Γι’ αυτό απαιτείται ο εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τα κατάλληλα μέσα αποτελεσματικής άσκησης της εν γένει πολιτικής της.
Πέραν τούτων, πρόσθεσε, «οφείλουμε ν’ αναλογισθούμε τις άκρως αρνητικές επιπτώσεις, σε βάρος του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές μιας ανώφελης αλλά και αδιέξοδης αυστηρής λιτότητας. Η προτεραιότητα αυτή αποκτά σήμερα τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο είναι γνωστό ότι οι περιπέτειες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και οι κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή αφήνουν πεδίο δράσης σε αδίστακτα μορφώματα λαϊκισμού, που υπονομεύουν απροκάλυπτα την ίδια την Δημοκρατία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, ενώ επιβουλεύονται ευθέως αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα. Πρέπει να δράσουμε αμέσως, πριν είναι αργά».
Υπενθύμισε, επίσης, ότι η Ελλάδα, συνεπές μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, αντιμετωπίζει και τα Εθνικά της Θέματα αποκλειστικώς στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Αναφορικά με την ΠΓΔΜ επανέλαβε ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος, σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ- πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση.
«Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και, αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων» υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, ανέφερε, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ωστόσο, επισήμανε, ότι αυτό προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. «’Αρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου» πρόσθεσε.
Τέλος, σε σχέση με το Κυπριακό, αφού υπενθύμισε, ότι αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα, υπογράμμισε ότι επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Μάλιστα, σημείωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, αφού ευχαρίστησε τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, για την θερμή υποδοχή, επισήμανε ότι πρόκειται για την τρίτη συνάντησή τους, μέσα σε ενάμιση χρόνο, εκ των οποίων δυο φορές ως Πρόεδροι της Δημοκρατίας, τις δυο πρώτες φορές για την Documenta και σήμερα στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης στην Ελλάδα.
Όπως σημείωσε, η πυκνότητα των συναντήσεών τους αντικατοπτρίζει, τόσο τις καλές προσωπικές τους σχέσεις, όσο και τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών, γεγονός που αποτελεί την βάση για την περαιτέρω βελτίωσή τους.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι οι Γερμανοί τουρίστες επισκέπτονται συστηματικά την Ελλάδα και φέτος ήταν ακόμη περισσότεροι. Σημείωσε όμως, ότι αυτό το καλοκαίρι οι Γερμανοί παρακολουθούσαν και για έναν ακόμη λόγο τα γεγονότα στην Ελλάδα, λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών και εξέφρασε τη βαθιά του θλίψη για τα θύματα, όπως και τη βαθιά του εκτίμηση για την προσπάθεια που κατέβαλαν οι πυροσβέστες και όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες για την αντιμετώπισή τους.
Εν συνεχεία, ο Γερμανός Πρόεδρος τόνισε ότι η πυκνότητα των μεταξύ τους συναντήσεων καταδεικνύει ότι υπάρχει περαιτέρω δυναμική για την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, γεγονός στο οποίο συμφωνούν και οι δυο πλευρές. Σημείωσε, ωστόσο, ότι τα έτη 2011-2012 ήταν δύσκολα τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τις διακρατικές μας σχέσεις. Εντούτοις, ανέφερε, πως είδαμε ως αποστολή μας, το να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες αυτές, όπως αρμόζει στις παραδοσιακές μας σχέσεις φιλίας, για να τονίσει ότι τα καταφέραμε, με τις προσπάθειες τόσο τις δικές μας, όσο και πολλών άλλων.
Αναφέρθηκε και στην πρώτη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, κατά την οποία συζήτησαν για πρώτη φορά ένα Σχέδιο Δράσης, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για την βελτίωση των ελληνογερμανικών σχέσεων και πρόσθεσε ότι σήμερα έχουμε καταφέρει να φθάσουμε σε ένα κομβικό σημείο, με τη δημιουργία του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας. Εξέφρασε δε την ιδιαίτερη χαρά του, για το γεγονός ότι θα υπογραφεί σήμερα η συγκεκριμένη Συμφωνία.
Παράλληλα, υπογράμμισε την εκτίμησή του για τις προσπάθειες, που έχει καταβάλει ο ελληνικός λαός τα τελευταία χρόνια, και απευθυνόμενος προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο, πάντα στον ενικό, ως ένδειξη προσωπικής φιλίας, τόνισε ότι -όπως είπε και εκείνος- η Ελλάδα έχει κάνει ένα πραγματικά αποφασιστικό βήμα προς τη σταθεροποίηση της οικονομίας της και την εξεύρεση ευρωπαϊκών απαντήσεων. Ευχήθηκε, η Ελλάδα να συνεχίσει αυτόν τον δρόμο της οικονομικής επιτυχίας και πρόσθεσε ότι θα χαιρόταν, εάν και άλλοι εξέφραζαν αυτή την εκτίμηση για τις μεταρρυθμίσεις που συντελέστηκαν στην Ελλάδα.
Ακολούθως, επικαλούμενος την σχετική αναφορά του κ. Παυλόπουλου, σημείωσε για το Προσφυγικό, ότι αποτελεί ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα που χρειάζεται λύση, με δεδομένη και την αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα. Όπως είπε, δικαίως η Ελλάδα αναμένει ευρωπαϊκές λύσεις, για τις οποίες ενδιαφέρονται και οι Γερμανοί και συμφώνησε με τον Έλληνα Πρόεδρο, αναφορικά με την αξία της αλληλεγγύης, καθώς υπήρξε πάντα η βάση για την επιτυχή εξεύρεση λύσεων για δύσκολα θέματα τις τελευταίες δεκαετίες και αυτό πρέπει να συμβεί και με το Μεταναστευτικό.
Σημείωσε, ακόμη, ότι πρέπει να συνεχιστούν τα βήματα που έχουν γίνει για την προστασία των Εξωτερικών Συνόρων και την εναρμόνιση του Δικαίου του Ασύλου και υπογράμμισε την ανάγκη ενός κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για την εξεύρεση λύσης στα θέματα Μετανάστευσης.
Τόνισε, παράλληλα, ότι δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ένα βασικό σημείο των ευρωπαϊκών προσπαθειών, θα πρέπει να είναι η δημιουργία προϋποθέσεων, ώστε οι πρόσφυγες να παραμένουν στις χώρες προέλευσής τους και να αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον στην πατρίδα τους.
Αναφερόμενος στις επικείμενες ευρωεκλογές, υπογράμμισε ότι μένουν μόνο μερικοί μήνες, ώστε να μπορέσουμε να πείσουμε τους ευρωσκεπτικιστές, σημειώνοντας ότι χάσαμε πολύ καιρό στην αντιμετώπιση της κρίσης. Εξέφρασε την άποψη ότι δεν πρέπει να εστιάζουμε μόνο σε ζητήματα, όπως το Brexit, άλλα και στα ανοιχτά θέματα, των οποίων είναι αναγκαία η επίλυση, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων της Ευρωζώνης.
Βλέπουμε στην Ελλάδα έναν στενό εταίρο για τη Γερμανία, όχι μόνο σε ευρωπαϊκά θέματα, αλλά και σε θέματα ελευθέρου παγκοσμίου εμπορίου και πολυμερών σχέσεων επισήμανε ο κ. Στάινμαϊερ. Παρατήρησε, δε, ότι πριν από κάποια χρόνια δεν θα θεωρούσε αναγκαίο να επισημάνει κάτι τέτοιο, αλλά στην εποχή μας δεν είναι αυτονόητο. Απαντώντας στην κριτική που έχει ασκηθεί στα Ηνωμένα Έθνη, τόνισε, ότι όσο κι αν είναι δικαιολογημένη, δεν υπάρχει υποκατάστατό τους, που να βρίσκει λύσεις σε περιοχές κρίσης και να εξασφαλίζει σταθερότητα και ειρήνη. Γι΄αυτό, πρόσθεσε, χώρες όπως η Ελλάδα και η Γερμανία θα πρέπει να υψώσουν τη φωνή τους, όταν αμφισβητούνται οι πολυμερείς σχέσεις.
ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ