Αυτό που καταλογίζουν κυβερνητικές πηγές στο Νίκο Κοτζιά είναι πως δεν “διάβασε” σωστά και εγκαίρως τα μηνύματα και τη σκοπιμότητα της προχθεσινής συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου. Μια ημέρα μετά το μυστικό-φανερό γεύμα του πρωθυπουργού με τον υπουργό Άμυνας η συνεδρίαση είχε, προφανώς, μοναδικό θέμα “ημερήσιας διάταξης” να δεσμευτεί ο Πάνος Καμμένος …ενώπιον ακροατηρίου και, κυρίως, εις επήκοον των υπουργών που προέρχονται από τους ΑΝΕΛ, ότι δεν πρόκειται να ρίξει την κυβέρνηση και δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να στηρίξει μία πρόταση δυσπιστίας της Ν.Δ.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Όπερ και εγένετο. Οι δηλώσεις του αψίκορου εκπροσώπου Τύπου των ΑΝΕΛ Θ. Τοσουνίδη που είχαν δημιουργήσει μείζον θέμα αποσύρθηκαν κακήν κακώς και η κοινοβουλευτική ομάδα είχε ήδη (ψυχολογικά) διαμελισθεί μετά την κατηγορηματική τοποθέτηση του Θ. Παπαχριστόπουλου και το σαφές μήνυμα του Τέρενς Κουϊκ της Έλενας Κουντουρά προς την ίδια κατεύθυνση.
Αυτός ήταν ο σχεδιασμόςτου Μεγάρου Μαξίμου. Μια συνεδρίαση που θα καταγραφόταν ως “proof of faith” του Πάνου Καμμένου στην κυβερνητική συνοχή και η επιβεβαίωση πως “στο μαγαζί κάνει κουμάντο ΜΟΝΟ ο Αλέξης Τσίπρας”.
Αυτός ήταν ο σχεδιασμός. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό.
Στην κυβέρνηση είναι αρκετοί αυτοί που υποστηρίζουν πως η αντίδραση του Νίκου Κοτζιά, σχετικά με όσα είχε πει στην Ουάσιγκτον περί plan b ο υπουργός Άμυνας, έδωσε στον τελευταίο μια επικοινωνιακή “σανίδα σωτηρίας” για να αποπροσανατολίσει από το μείζον που είχε ήδη αποτυπωθεί στα “πρακτικά” της συνεδρίασης και αποτελούσε σαφή πολιτική του υποχώρηση. “Όλα θα είχαν τελειώσει εάν ο Κοτζιάς δεν εξέφραζε την (δίκαιη) οργή του. Εάν δεν έκανε τον πρώτο υπαινιγμό…”. λένε κάποιοι από τους υπουργούς.
Για τον τέως υπουργό Εξωτερικών εκείνο που κυριάρχησε ήταν τα θέματα ηθικής τάξεως που έβαλε στο τραπέζι ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ και, φυσικά, η ανάγκη να υπερασπίσει, όπως ο ίδιος έλεγε σε συνομιλητές του, την προσωπική του αξιοπρέπεια. Για όσους γνωρίζουν τον (αστό) Νίκο Κοτζιά, αυτό είναι κάτι απολύτως φυσικό και λογικό. Οι μύγες απομακρύνονται όταν βγάζει το σπαθί του σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόμα περισσότερο όταν προσεγγίζει τα γεγονότα με πείσμονα διάθεση, ενίοτε και σχεδόν εμμονικά.
Η ισχυρογνωμοσύνη, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος. Ιδιαίτερα όταν υποτάσσει τον ιστορικό χρόνο στον ενεστώτα και την μεγάλη (ιστορική) επιδίωξη στην αντιπαράθεση της στιγμής. Ίσως, να μην είχε προετοιμαστεί κατάλληλα, ίσως, ακόμα, να είχαν συντρέξει κι άλλοι λόγοι το προηγούμενο διάστημα. ‘Αλλοι με επίστρωση “σάλτσας μπέργκερ”, άλλοι με χαβιάρι. Οι παροικούντες τις πρεσβείες και τις διπλωματικές συναναστροφές στην Αθήνα αυτό, τουλάχιστον, ισχυρίζονται.
Το αποτέλεσμα είναι, ωστόσο, σαφές.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχασε έναν εμβληματικό υπουργό του, με υψηλή δημοφιλία στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρύτερης Αριστεράς, ένα πρόσωπο που είχε κατορθώσει να καταστήσει γοητευτικά και εύληπτα ακόμα και τα πιο περίπλοκα θέματα γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων. Έναν πολιτικό που έβαλε την ελληνική διπλωματία στα πλέον περίκλειστα fora διεθνώς και κατέστησε (δίπλα στον πρωθυπουργό) την Ελλάδα παίκτη της μεγάλης γεωπολιτικής σκακιέρας. Ο οποίος, συν τοις άλλοις, ζωντάνεψε το Κυπριακό και το έβαλε στη σωστή του διάσταση δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ωφέλιμο για την Κύπρο και την Ελλάδα “δεδικασμένο”.
Τον άνθρωπο που κατηγορήθηκε από τους εθνικιστικούς κύκλους ως προδότης και αναδεικνύεται από τους μετριοπαθείς και ψύχραιμους ως ίσως ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος υπουργός εξωτερικών εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η κατακλείδα, δε, είναι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, είτε επιζήσει, είτε κλείσει πρόωρα τον κύκλο ζωής της στο κοινοβούλιο των Σκοπίων, είναι ένα επίτευγμα που θα διδάσκεται στις διπλωματικές ακαδημίες πολλών κρατών. Ακόμα κι αν αυτό στοιχίσει τελικά πολύ ακριβά σε δύο κυβερνήσεις.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας, εμφανώς φορτισμένος, έκανε τη γνωστή δήλωση έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, λίγα λεπτά μετά την αποδοχή της παραίτησης Κοτζιά. Δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα.
Ο πρωθυπουργός δεν είχε, άλλωστε, να επιλέξει μεταξύ δύο υπουργών. Όσοι ισχυρίζονται πως μεταξύ του Κοτζιά και του Καμμένου επέλεξε τον δεύτερο, είναι προφανές πως ή δεν λένε την αλήθεια, ή δεν την αντιλαμβάνονται. Ούτε καν ότι “την πλήρωσε ο λάθος υπουργός”, όπως επισήμανε η “Εφημερίδα των Συντακτών”, έχοντας κατά νου το ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο των δύο ανδρών. Εάν αυτό ήταν το κριτήριο επιλογής, είναι αυτονόητο πως ο Αλέξης Τσίπρας θα διάλεγε με κλειστά μάτια να συνεχίσει να κυβερνά έχοντας παρέα το Νίκο Κοτζιά.
Άλλο ήταν το κριτήριο. Η επιλογή του πρωθυπουργού ήταν μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών και της επιβίωσης της κυβέρνησης. Κι εκεί η κίνηση είναι “φορσέ”. Με “πόνο καρδιάς”, όπως είπε, αλλά “φορσέ”. Κυνισμός, θα πουν κάποιοι. “Realpolitik”, θα υποστηρίξουν άλλοι. Και αυτά έχουν εξηγηθεί. Ακόμα κι αν το κόστος είναι μια προσωπικότητα του βεληνεκούς του Κοτζιά, ένας πρωθυπουργός προτιμά να το πληρώσει για να πάει σε εκλογές με τις συντάξεις αλώβητες, τα θετικά κοινωνικά μέτρα ψηφισμένα, τη Συμφωνία των Πρεσπών (πιθανώς) κυρωμένη από δύο κοινοβούλια, το γεωπολιτικό κύρος της χώρας ακόμα πιο αναβαθμισμένο και, εν τέλει, το πολιτικό παιχνίδι τόσο ανοικτό ώστε να έχεις ελπίδα να το κερδίσεις ή έστω να μην υποστείς συντριβή.
Εάν στο δίλημμα είχε απαντήσει υπέρ του Νίκου Κοτζιά και ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ είχε βρεθεί εκτός κυβέρνησης, απλώς…δεν θα υπήρχε κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρισκόταν ήδη εγκατεστημένος έξω από το Μέγαρο Μαξίμου περιμένοντας πότε θα του παραδώσουν τα κλειδιά.
Κυνισμός ή “Realpolitik” θα το δούμε στο κοντινό μέλλον. Εκ του αποτελέσματος.
Όμως, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα κι αν λάβει κανείς μία εξαιρετικά δύσκολη και μη επιθυμητή αλλά αναγκαία απόφαση και νομίζει πως μπορεί να συνεχίσει το δρόμο του, έρχεται αυτός ο άτιμος ο “νόμος του Μέρφι” και κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει να αναμετρηθεί με τον Μέρφι σε δύο επίπεδα.
Πρώτον, μπορεί να διαπιστώσει ότι “θυσίασε” τον αρχιτέκτονα της Συμφωνίας των Πρεσπών για μια συμφωνία που θα κολλήσει στα Σκόπια και δεν θα καταστεί εφικτό να φτάσει στην Αθήνα. Τις επόμενες ώρες θα γνωρίζουμε τα περιθώρια του Ζόραν Ζάεφ και μετά θα ακολουθήσει μία πυρίκαυστος ζώνη μέχρι τις εκλογές στον βόρειο γείτονα. Εκλογές που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κερδίσει, ή, έστω, θα κερδίσει με την άνεση που απαιτεί ο νέος γολγοθάς που θα ξεκινήσει μετά για την ψήφιση των συνταγματικών αλλαγών.
Και δεύτερον, βασίζεται, πάντοτε, στο ότι ο Πάνος Καμμένος δεν θα “δράσει” ξανά, είτε ενσυνείδητα, είτε ασυνείδητα (όπως και ο ίδιος είπε). Διότι σε οποιαδήποτε νέα διγλωσσία, νέα ιδέα για ένα ακόμα plan b ή plan c, προσωπική στρατηγική, επικοινωνιακή σύγχυση ή οτιδήποτε άλλο, η απόφαση είναι μονόδρομος και δεν είναι άλλη από την αποπομπή του υπουργού Άμυνας- όπως υπονόησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και είπαν πολύ καθαρά οι Πάνος Σκουρλέτης και Δημήτρης Παπαδημούλης.
Θα αντέξει ο υπουργός Άμυνας να μην παίξει με τα νεύρα του Αλέξη Τσίπρα; Θα το δούμε. Ο χειμαρρώδης χαρακτήρας του δεν προδιαθέτει για κάτι τέτοιο. Αλλά και το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, από την άλλη, ίσως αντισταθμίσει το πρώτο. Το βέβαιο είναι πως δεν μπορεί να υπάρξει επόμενη φορά.
Οι πληροφορίες αναφέρουν, πάντως, πως ο Πάνος Καμμένος είναι βέβαιος πως οι συνταγματικές αλλαγές δεν πρόκειται να περάσουν από τα καυδιανά δίκρανα των εθνικιστών στην ΠΓΔΜ και από τις αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει οι ανόητες παρεμβάσεις των Δυτικών και οι “χειρουργικές” ενέργειες άλλων που ενδιαφέρονται για τα τεκταινόμενα στα Σκόπια.
Όσο η πρόβλεψή του έχει πιθανότητες επιβεβαίωσης δεν έχει λόγους να κινητοποιηθεί. Εάν τα πράγματα αλλάξουν, τότε ο συναγερμός θα ξαναχτυπήσει στο Μαξίμου.