Παρά την αυξημένη πλέον πρόσβασή της στην αγροτική ιδιοκτησία, που σαφώς ανατρέπει το έμφυλο στερεότυπο ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ανδρικό προνόμιο, και τη βελτίωση των συνθηκών «στο σπίτι» έναντι του παρελθόντος, η αγρότισσα βρίσκεται ακόμα μακριά από το να λάβει τη θέση που της αξίζει για την προσφορά της στον πρωτογενή τομέα.
Η αγροτική δραστηριότητα δεν αποτελεί πάντα επιλογή για τις γυναίκες της υπαίθρου, αλλά συχνά είναι ανάγκη ή υποχρέωση, η οποία μάλιστα, συχνά, δεν αναγνωρίζεται ως επαγγελματική ενασχόληση, ενώ ταυτόχρονα οι αγρότισσες πρέπει να αντεπεξέρχονται και σε «κλασικούς» ρόλους: της μητέρας και της νοικοκυράς.
Σημαντικά είναι τα ευρήματα μελέτης της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, υπό την αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μ. Γκασούκα, που παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε εκδήλωση που τίμησε την Ελληνίδα αγρότισσα και αποτελούν τροφή όχι μόνο για σκέψη αλλά και για ουσιαστικές παρεμβάσεις σε πολλαπλά επίπεδα.
Το προφίλ
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι 71,7% των γυναικών που συμμετείχαν, δήλωσαν ότι διαθέτουν προσωπική αγροτική ιδιοκτησία, εκ των οποίων 62,5% τη διαχειρίζονται οι ίδιες, ενώ από τις υπόλοιπες, 60% δήλωσαν ότι παραχώρησαν τη διαχείριση της περιουσίας τους στον άνδρα τους με την έναρξη του γάμου τους. Τα νούμερα αυτά καθιστούν σαφές ότι υπάρχει μια υπέρβαση της μακραίωνης πατριαρχικής πρακτικής πως κατά κανόνα οι άνδρες διαχειρίζονται την περιουσία των γυναικών, ερήμην των ιδιοκτητριών της, καθώς και αποδυνάμωση του εύρους της αντίληψης περί γενικευμένης τοποθέτησης των αγροτισσών στον ρόλο των «συμβοηθούντων μελών» της αγροτικής εκμετάλλευσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι πάνω από τις μισές ερωτώμενες ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα από 41 έως 60 ετών, 7% ανήκουν σε νεαρότερες ηλικίες, κάτω των 30 ετών, σε μεγάλο ποσοστό (68,8%) παντρεμένες – και με δύο παιδιά (50,64%). Επίσης το 35,53% είναι απόφοιτες Λυκείου -ικανοποιητικό ποσοστό έναντι του παρελθόντος-, ενώ 26% είναι απόφοιτες Δημοτικού και 7,61% είναι απόφοιτες ΤΕΙ-ΑΕΙ.
Ρόλοι και καθήκοντα
Ωστόσο, στα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, πέραν της καθημερινής κοπιώδους και απαιτητικής χειρωνακτικής εργασίας, της υψηλής φορολογίας και της πολύωρης απασχόλησης, ανέφεραν και:
– Την έλλειψη υποστηρικτών δομών για την οικογένεια.
– Το έλλειμμα συμμετοχής του συζύγου στις ενδοοικογενειακές υποχρεώσεις.
– Την αδυναμία συμφιλίωσης οικογενειακής – επαγγελματικής ζωής.
– Το κατώτερο εισόδημα σε σχέση με αυτό των ανδρών της οικογένειας.
– Το έλλειμμα της οικονομικής τους ανεξαρτησίας.
– Το έλλειμμα ενθάρρυνσης του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, επιβεβαιώνεται ο πατριαρχικός τρόπος κοινωνικοποίησης των γυναικών και η αποδοχή της αντίληψης πως κατά κάποιο τρόπο είναι «φυσιολογικό» το γεγονός, αλλά και η υποχώρηση των δικών τους, θηλυκών αναγκών μπροστά στις ανάγκες των άλλων μελών της οικογένειας και ιδιαίτερα των παιδιών.
Είναι ενδεικτικό ότι το 57% δήλωσε ότι ο χρόνος ενασχόλησης με την οικογενειακή εκμετάλλευση έναντι του αντίστοιχου του συζύγου/συντρόφου ή άλλων αρσενικών μελών της οικογένειας είναι μεγαλύτερος ή ίδιος, ενώ σύμφωνα με το 43% είναι μικρότερος.
Ο χρόνος ενασχόλησης, πάντως, συνδέεται με τις ενδοοικογενειακές υποχρεώσεις καθώς για σχεδόν 6 στις 10 αγρότισσες είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τον αντίστοιχο της αγροτικής δραστηριότητας.
Πάντως, αν και σύμφωνα με το 42% των γυναικών ο σύζυγος / σύντροφος απέχει εντελώς από τα καθήκοντα που του αναλογούν στο εσωτερικό της οικογένειας (νοικοκυριό, ανατροφή παιδιών κ.λπ.), 44% δήλωσε πως αναλαμβάνει μερικά από τα καθήκοντα και 14% των γυναικών δήλωσε ότι ο σύζυγος / σύντροφος τα αναλαμβάνει πλήρως. Προφανώς είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι σήμερα, όπως δήλωσε συνολικά το 58%, ο σύζυγος/σύντροφος αναλαμβάνει μερικώς ή πλήρως τα καθήκοντά του εντός της οικογένειας.
Εξάλλου, από την έρευνα προκύπτουν, όπως αναφέρεται, ενδιαφέρουσες έμφυλες κοινωνικές αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις, όπως και κάποιες φορές αντιφατικές τοποθετήσεις.
Το 80% των αγροτισσών συμφωνεί ότι οι άνδρες αγρότες τελικά συμμετέχουν κατά πλειοψηφία στην τοπική, πολιτική ζωή, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, σε τοπικούς συλλόγους κ.λπ. και λόγω της περιορισμένης συμμετοχής τους στα καθήκοντα του νοικοκυριού – δηλαδή υπάρχει περισσότερος χρόνος για ενασχόληση με τα «κοινά».
Στερεότυπα εξακολουθούν να υπάρχουν
Στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι αγρότισσες θεωρούν ότι στον ένα ή στον άλλο βαθμό τα έμφυλα στερεότυπα εξακολουθούν να υπάρχουν -αν και εκφράστηκε κι εντελώς αντίθετη άποψη-, αναγνωρίζουν σαφή, κατά φύλα, διαίρεση των οικογενειακών υποχρεώσεων και διαφορετική, κατά φύλα, δυνατότητα κίνησης και δραστηριοποίησης. Επίσης στην πλειονότητά τους αποδέχονται ως πραγματικότητα τον διαρκή τους έλεγχο από την κοινότητα, ενώ τις εξοργίζει η αμφισβήτηση των φυσικών τους δυνάμεων και των ευρύτερων δεξιοτήτων τους και η σύγκριση της αποτελεσματικότητάς τους με αλλοδαπούς εργάτες γης, καθώς τραυματίζει την αυτοεικόνα τους και την υψηλή αυτοεκτίμησή τους.
Όμως, όπως αναφέρεται στη μελέτη, σε πείσμα όλων αυτών, θεωρούν πως «η κατάσταση με τον καιρό βελτιώνεται και η σημερινή κοινωνική θέση των γυναικών της υπαίθρου έχει εξελιχθεί θετικά σε σχέση με αυτήν του παρελθόντος».
Επιλογή ή ανάγκη – υποχρέωση;
Σημειώνεται ότι, βάσει της έρευνας, η έναρξη της ενασχόλησης με τη γεωργική δραστηριότητα έγινε σε ηλικία 15-20 ετών για το 43%, στην ηλικία των 20-30 για το 39% και σε ηλικία άνω των 30 για το 18%.
Για τις περισσότερες αγρότισσες πάντως υπήρξε παραίνεση του οικογενειακού και συζυγικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που υπήρχε ιδιοκτησία γης και κοπαδιών, σε αρμονία βέβαια και με την αντίληψη πως «τα κορίτσια δεν χρειάζονται γράμματα». Μάλιστα η αντίληψη αυτή επιβεβαιώθηκε, στο πλαίσιο της έρευνας, στην περίπτωση αγρότισσας που αν και ήταν «σπουδαγμένη», μετά τον γάμο της υποχρεώθηκε να ασχοληθεί με την αγροτική εκμετάλλευση.
Πάντως, υπήρχαν κι άλλοι αντικειμενικοί παράγοντες που οδήγησαν στην αγροτική δραστηριότητα όπως π.χ. ο απομακρυσμένος χώρος κατοικίας της οικογένειας προέλευσης, η έλλειψη δομών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή σε συνδυασμό ίσως και με την οικονομική ανέχεια και τον φόβο για την τύχη ενός μικρού κοριτσιού στην πόλη, αλλά και αστάθμητοι παράγοντες όπως ο θάνατος του αρχηγού της εκμετάλλευσης που μετατόπισε τις ευθύνες στη σύζυγο ή στην κόρη του.
Η δρ. Γκασούκα κατά την παρουσίαση της μελέτης χαρακτήρισε συγκινητικές τις απαντήσεις αγροτισσών, στην ερώτηση «γιατί αποφασίσατε να γίνετε αγρότισσα», καθώς φάνηκε ότι η πλειοψηφία δεν ήθελε να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα, αλλά δεν είχε επιλογή. Μάλιστα, σημείωσε, πολλές απάντησαν ότι θα ήθελαν να γίνουν δασκάλες «και φάνηκε σαν να μην είχαν ερωτηθεί ποτέ για το τι πραγματικά ονειρεύονταν για τη ζωή τους».
ΠΗΓΗ: avgi.gr