Η ελληνική οικονομία φαίνεται να έχει εξέλθει από τη φάση στασιμότητας στην οποία βρισκόταν τα τελευταία τέσσερα έτη, με τον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ να είναι πλέον σταθερά θετικός, την ίδια στιγμή που στην αγορά εργασίας παρατηρούνται σημάδια αργής αλλά σταθερής βελτίωσης, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 στο 19% και τον ρυθμό υποχώρησης της ανεργίας να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μείωσή του κάτω από το 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2020.
Αυτά είναι κάποια από τα βασικά συμπεράσματα που αναφέρονται στην Ενδιάμεση Έκθεση του 2018 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, η οποία αξιολογεί το α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους και εξάγει συμπεράσματα για την κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας.
Η έκθεση, που παρουσιάστηκε σήμερα σε αίθουσα του Ιδρύματος Θεοχαράκη, δεν περιέχει μόνο θετικά και αισιόδοξα συμπεράσματα καθώς παρότι ο ρυθμός μεγέθυνσης τους ΑΕΠ είναι πλέον σταθερά θετικός και παρά την αύξηση του το α΄ εξάμηνο του 2018, η απόκλιση από το μέσο πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο, ενώ αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση ότι, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει σταθερός ρυθμός μεγέθυνσης 2% για τα επόμενα χρόνια, το ΑΕΠ θα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007 έπειτα από 14 έτη, δηλαδή το 2032.
Επίσης, η κατανάλωση μειώθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 195 εκατ. ευρώ, παρέμεινε σχετικά σταθερή το α’ τρίμηνο του 2018, ενώ το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκε κατά 321 εκατ. ευρώ. Στο ίδιο διάστημα αναφοράς, οι επενδύσεις αυξήθηκαν το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 1,6 δισ. ευρώ, ενώ το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 590 εκατ. ευρώ και 294 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι η αύξηση το δ΄ τρίμηνο του 2017 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις δημόσιες επενδύσεις.
Θετική εξέλιξη αποτελεί η πορεία των εξαγωγών, οι οποίες το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν περίπου κατά 860 εκατ. ευρώ και 600 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά το 2016 ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών είναι αντίστοιχος με εκείνον της περιόδου 2003-2008. Επίσης, παρά την αύξηση των εξαγωγών, το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να είναι ισοσκελισμένο ή ελλειμματικό.
Την ίδια στιγμή, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης, αν και μειωμένες συγκριτικά με πέρυσι, εξακολουθούν να είναι υψηλές.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση σχετικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι για τρίτο συνεχόμενο έτος το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι πλεονασματικό, δεν έχει ανακτηθεί σε διατηρήσιμη βάση, η πιστοληπτική αξιοπιστία και η φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και όπως σημειώνεται, η κατάσταση αυτή αποτυπώνει τη μη βιωσιμότητα των πλεονασμάτων, που είναι αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας.
Όπως ανέφερε συγκεκριμένα ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, προκύπτει μια αβεβαιότητα, όχι τόσο από την τρέχουσα πορεία της Οικονομίας όσο από το αν αυτή η πορεία είναι διατηρήσιμη, από τις πολιτικές εξελίξεις και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο κ. Αργείτης υπογράμμισε τη σημασία της διατηρησιμότητας της ανοδικής πορείας επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της μη περαιτέρω μείωσης των συντάξεων, της μη μείωσης του αφορολόγητου και της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Στα συμπεράσματα της πολυσέλιδης Έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρεται επίσης ότι μακροπρόθεσμα η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ εγκλωβίζει τη χώρα σε ένα καθεστώς αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ στερείται βιωσιμότητας με βάση τις παραγωγικές ανεπάρκειες της ελληνικής οικονομίας και τους διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς που έχουν συντελεστεί την περίοδο εφαρμογής των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής. Στην εκτίμηση αυτή οδηγεί και η εξαιρετικά εύθραυστη κατάσταση του ιδιωτικού τομέα και υπογραμμίζεται ότι ενδεικτικό της εύθραυστης χρηματοοικονομικής δομής της οικονομίας είναι η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων κατά 2,6% το α΄ τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2017 και η αύξηση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων κατά 2,9% το ίδιο διάστημα.
Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022. Ωστόσο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστικό.
Όσον αφορά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, όπως αναφέρθηκε, παρατηρούνται σημάδια αργής αλλά σταθερής βελτίωσης. Ειδικότερα, κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 19%. Ο ρυθμός υποχώρησης της ανεργίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μείωσή του κάτω από το 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2020. Η πρόβλεψη αυτή ενισχύεται από τις εκτιμήσεις για βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας όσον αφορά τη σύνδεση βραχυχρόνια ανέργων και νέων θέσεων εργασίας.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση η ανεργία πλήττει με διαφορετικό τρόπο διαφορετικές κατηγορίες του πληθυσμού. Ειδικότερα, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας από τους άνδρες, οι νέοι κάτω των 24 ετών αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια ένταξης στην αγορά εργασίας, ενώ οι γεωγραφικές περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία είναι της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας.
Επίσης, σημειώνεται ότι οι νέες θέσεις εργασίας δεν αφορούν στην πλειονότητά τους θέσεις πλήρους απασχόλησης, καθώς η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση κυριαρχούν στις νέες συμβάσεις εργασίας και τέλος ότι σημαντικό τμήμα των ανέργων εμφανίζεται αποθαρρημένο από τις προοπτικές εισόδου στην αγορά εργασίας και οδηγείται είτε στην έξοδο από το εργατικό δυναμικό είτε στη μετανάστευση.
Όσον αφορά τις μισθολογικές εξελίξεις, στην Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ παρατηρείται ότι η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών και ημερομισθίων κατά την περίοδο 2010-2018, δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας και τη μερική ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων, φτάνει στο 20%. Την ίδια περίοδο η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται κατά 6%.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος στην τοποθέτηση του δήλωσε ότι από την Έκθεση προκύπτει ότι η Οικονομία δεν έχει αναπτυξιακή δυναμική και ξεφεύγει πολύ δειλά από τα όρια της στασιμότητας και ότι δεν είναι καθόλου αισιόδοξος για την εξέλιξη της Οικονομίας, των κοινωνικών και των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα ενώ σημείωσε ότι η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα φανεί επί της ουσίας στην τσέπη των εργαζομένων.
Στην Έκθεση περιλαμβάνονται πίνακες οι οποίοι παρουσιάζουν στοιχεία και εκτιμήσεις για τη μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη και από το 2005-2032,για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού το διάστημα Ιανουάριος-Αύγουστος 2018, για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 2009-2018, για την εξέλιξη της ανεργίας από το 2004 μέχρι σήμερα και προβλέψεις για το 2030, για τις μέσες καθαρές αποδοχές ανά κλάδο και επάγγελμα.
Σχετικά με την κατανομή των μισθών, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ. Σε κλαδικό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).
Αναφορικά με την εξέλιξη του μέσου μισθού ανά ομάδα επαγγέλματος για την ίδια περίοδο, οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφονται στους ανειδίκευτους εργάτες, με μέσο μισθό 633 ευρώ, ενώ ακολουθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία (683 ευρώ) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και το εμπόριο (726 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (1.522 ευρώ) και ακολουθούν οι επαγγελματίες (1.098 ευρώ) και οι τεχνικοί (1.007 ευρώ).
Ειδική μνεία γίνεται στο θέμα της μετανάστευσης που όπως τονίζεται αποτέλεσε και αποτελεί σημαντικότατη βαλβίδα εκτόνωσης της ανεργίας που ταυτόχρονα περιορίζει σημαντικά και τον ορίζοντα και το βάθος της ανάκαμψης στερώντας από την οικονομία ειδικευμένο εργατικό δυναμικό παραγωγικής ηλικίας τόσο από την πλευρά της εργασίας όσο και από την πλευρά της κατανάλωσης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ