Το πρώτο κύμα μαζικής παραπληροφόρησης και fake news στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οδήγησε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Το δεύτερο, που στηρίχθηκε στα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων ψηφοφόρων τα οποία υπεκλάπησαν από εταιρείες όπως η Cambridge Analytica, συνέβαλε στο Brexit. Το τελευταίο απειλεί να ξαναφέρει τον φασισμό στην τέταρτη μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη.
Το βασικό σύνθημα του Ζαΐρ Μπολσονάρου τα λέει όλα: «Η Βραζιλία πάνω απ’ όλα, ο Θεός πάνω απ’ όλους». Το κράμα εθνικισμού, μισαλλοδοξίας, μιλιταρισμού και θρησκοληψίας που πλασάρει τόσο επιθετικά βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια χώρα βυθισμένη στην οικονομική κρίση, τη μαζική ανεργία και την οργή για την εκτεταμένη κρατική διαφθορά.
Είναι αμφίβολο όμως αν ακόμη και αυτό το εύφλεκτο μείγμα θα αρκούσε για να αναδείξει έναν πολιτικό σαν τον Μπολσονάρου σε βασικό υποψήφιο της βραζιλιάνικης Δεξιάς και αδιαφιλονίκητο φαβορί του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών που διεξάγεται την Κυριακή.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον πρώην στρατιωτικό, ο οποίος θριάμβευσε στον πρώτο γύρο της αναμέτρησης με 46%, να προηγείται μέχρι και 18 ποσοστιαίες μονάδες του υποψηφίου του Κόμματος των Εργαζομένων (ΡΤ) Φερνάντο Αντάντ. O νεοφασίστας πολιτικός με τις ανοιχτά ρατσιστικές αντιλήψεις όχι μόνο κυριαρχεί στους λευκούς ψηφοφόρους (60%) αλλά προηγείται ακόμη και ανάμεσα στους μαύρους και τους μιγάδες με 47%.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Δημοσίευμα της εφημερίδας «Folha de São Paulo» ήλθε στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας να ρίξει λίγο περισσότερο φως στο περίεργο φαινόμενο, την απροσδόκητη άνοδο και μαζική απήχηση που βρήκε άξαφνα όχι ένας «νέος και άφθαρτος» υποψήφιος αλλά ένας πολιτικός καριέρας που εκλέγεται στο Κογκρέσο εδώ και τρεις δεκαετίες.
Όπως αποκαλύπτει το δημοσίευμα, ομάδα Βραζιλιάνων επιχειρηματιών χρηματοδότησαν επί μήνες προεκλογικά ηλεκτρονική καμπάνια με μοναδικό στόχο οι χρήστες της πλατφόρμας ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp -μιας θυγατρικής του Facebook ιδιαίτερα δημοφιλούς στη Βραζιλία- να βομβαρδίζονται καθημερινά με δυσφημιστικά fake news για τον υποψήφιο του Κόμματος των Εργαζομένων.
Και τα ψέματα ήταν τόσο χοντροκομμένα και εξωφρενικά που θα έκαναν μέχρι και τον Στιβ Μπάνον, κατά πολλούς «αρχιτέκτονα» της αντίστοιχης καμπάνιας για τη δυσφήμηση των αντιπάλων του Τραμπ, να κοκκινίζει από ντροπή. Σύμφωνα με ένα από αυτά, ο Αντάντ ως δήμαρχος του Σάο Πάολο εφοδίαζε τους παιδικούς σταθμούς με «ερωτικά μπιμπερό» που στη θέση των συνθετικών θηλών είχαν… ομοιώματα φαλλών.
Σύμφωνα με τους εμπνευστές της «είδησης», σκοπός της εκστρατείας ήταν η καταπολέμηση της ομοφοβίας, μια προσπάθεια των κυβερνήσεων του ΡΤ που ακόμα αποτελεί ανάθεμα για τη βραζιλιάνικη Δεξιά παρά το γεγονός ότι σχεδόν 400 φόνοι που διεξάγονται κάθε χρόνο στη χώρα αποδίδονται στην ομοφοβία. «Αυτά είναι που ο Αντάντ και το ΡΤ θέλουν να μαθαίνουν τα παιδιά σας» καταγγέλλει ο άγνωστος που κρατά το fake μπιμπερό. «Ψηφίστε Μπολσονάρου» προτρέπει ο ίδιος.
Τα πρακτορεία των fake news χρησιμοποίησαν ακόμη και την επίσκεψη του Αντάντ σε πίστα αγώνων αυτοκινήτων για να αποδείξουν ότι ο υποψήφιος του PT είναι ιδιοκτήτης μιας κίτρινης Φεράρι. Άντε μετά ο άνθρωπος να βρει το δίκιο του. «Μα δεν έχω ούτε καν αυτοκίνητο» προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους ο υποψήφιος του Κόμματος των Εργαζομένων. «Κυκλοφορώ με το μετρό, με το λεωφορείο, με το ποδήλατο και με ταξί» δήλωνε.
Για τον Αντάντ και το Κόμμα των Εργαζομένων, όλα αυτά ισοδυναμούν με «εκλογική νοθεία», μια προσπάθεια αθέμιτου επηρεασμού του εκλογικού σώματος που έχει ολοκληρωθεί -και αυτή είναι η βασική ιδιομορφία της- προτού καν ανοίξουν οι κάλπες. Είναι μια σοβαρή κατηγορία. Εξίσου σοβαρή με την καταγγελία ότι πίσω από την ηλεκτρονική καμπάνια βρέθηκαν όχι ένας και δύο αλλά 156 Βραζιλιάνοι επιχειρηματίες.
Σε ειδική συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο Σάο Πάολο, ο Αντάντ εμφανίστηκε αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι τέλους το καρτέλ που χρηματοδότησε την εκστρατεία δυσφήμισης του. «Οι επιχειρηματίες που ενεπλάκησαν θα πληρώσουν στα δικαστήρια» τόνισε υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν ήδη αρκετές αποδείξεις για την άσκηση διώξεων.
Σε ανακοίνωσή του, το Κόμμα των Εργαζομένων κάλεσε, από την πλευρά του, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να δραστηριοποιηθούν για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης αν δεν θέλουν να θεωρηθούν «συνένοχοι στη χειραγώγηση εκατομμυρίων χρηστών». Αυτό που διακυβεύεται είναι «η επιβίωση της δημοκρατικής διαδικασίας», κατέληγε η ανακοίνωση.
Ο ίδιος ο Μπολσονάρου υποδέχτηκε τις κατηγορίες με ασυνήθιστη ψυχραιμία. Με δηλώσεις του στον ακροδεξιό ιστότοπο «O Antagonista» επιβεβαίωσε ουσιαστικά την καταγγελία, αρνούμενος ωστόσο τη δική του εμπλοκή. «Δεν είμαι σε θέση να ελέγχω αν ένας επιχειρηματίας που με συμπαθεί κάνει κάτι τέτοιο. Το ξέρω ότι είναι παράνομο, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι για να το σταματήσω», σχολίασε.
Ο γιος του υποψηφίου και βουλευτής πλέον Εντουάρτο Μπολσονάρου το πήγε ένα βήμα παραπέρα απειλώντας ευθέως το εκλογοδικείο της Βραζιλίας (ΤSE), που καλείται τώρα από όλες τις πλευρές να παρέμβει για να διαλευκάνει την υπόθεση. «Ένας στρατιώτης και ένας δεκανέας αρκούν για να κλείσουν το TSE» ήταν η ανατριχιαστική δήλωσή του.
Δεν ήταν η μοναδική εικόνα της δυστοπικής χώρας στην οποία θα μετατραπεί η Βραζιλία αν οι ψηφοφόροι ή το εκλογοδικείο δεν βάλουν φραγμό στην εκλογή Μπολσονάρου. Στις αρχές της εβδομάδας ο νεοφασίστας υποψήφιος είχε τοποθετήσει και τους πολιτικούς εκπροσώπους της Αριστεράς στα «μιάσματα» που υπόσχεται να καθαρίσει.
«Θα πάνε στο εξωτερικό ή στη φυλακή» τόνισε. «Αυτοί οι κόκκινοι παράνομοι θα εξοριστούν από την πατρίδα. Θα είναι ένα ξεκαθάρισμα που δεν θα έχει ξαναγίνει στην ιστορία της Βραζιλίας». Όλα αυτά προκαλούν βέβαια τρόμο. Όχι όμως σε όλους. Το χρηματιστήριο του Σάο Πάολο υποδέχτηκε με ευφορία την εκλογική νίκη του Μπολσονάρου στον πρώτο γύρο των εκλογών, ενώ πολλά μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία μιλούν ακόμη για μια υποψηφιότητα «φιλική» προς τις επιχειρήσεις. Τι σημασία έχουν όλα τ’ άλλα;
ΠΗΓΗ: avgi.gr