Γεννημένος στις 24 Ιουνίου του 1987 ο Lionel Andrés Messi Cuccittini, γνωστός και με το παρατσούκλι “La Pulga” ( Ο ψύλλος), θα κλείνει το 2030 τα 43 του χρόνια. Οι προβλέψεις θέλουν να κλείνει την καριέρα του με την Εθνική Ομάδα της Αργεντινής στα μουντιαλικά γήπεδα του Κατάρ το 2002. Με ή χωρίς τον Λίο Μέσι, πάντως, ένα Μουντιάλ είναι πάντοτε ένα Μουντιάλ. Οι ηγέτες της τετραμερούς Ελλάδας, Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας (που πραγματοποιήθηκε στη Βάρνα) Αλέξης Τσίπρας, Αλεξάντερ Βούτσιτς, Βιόριτσα Ντάντσιλα και Μπόϊκο Μπορίσοφ δεν είχαν, ως εκ τούτου, κατά νου τον σταρ της Μπαρτσελόνα όταν αποφάσισαν να σχεδιάσουν την υποβολή μιας “διακρατικής” υποψηφιότητας για το μεγάλο ραντεβού του παγκόσμιου ποδοσφαίρου σε 12 χρόνια από σήμερα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Εύλογα μπορεί να ισχυριστούν κάποιοι πως πρόκειται για ένα συμπαθητικό επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Οι αυστηρότεροι, ίσως, πουν πως πρόκειται για το συντομότερο ποδοσφαιρικό ανέκδοτο της χρονιάς. Μπορεί, ακόμα, ορισμένοι να θυμηθούν την σκληρή κριτική του Συνασπισμού (τότε) στην ανάληψη και διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και να αναρωτηθούν “πως αλλάζουν οι καιροί” για το κυβερνών κόμμα. Εκτός από την πλάκα, τις αντιλήψεις του παρελθόντος και την πολιτική επικοινωνία, όμως, υπάρχουν και οι γεωπολιτικές επιδιώξεις για σήμερα και για το μέλλον.
Δισεκατομμύρια τηλεθεατές με στραμμένη την προσοχή τους στα ανακαινισμένα (τότε) γήπεδα του Ερυθρού Αστέρα και της Παρτιζάν στο Βελιγράδι, της Λοκομοτίβ στη Σόφια, της Στεάουα στο Βουκουρέστι, ή το ΟΑΚΑ και τα καινούρια –εάν δεν στραβώσει κάτι μέχρι τότε– γήπεδα της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ, είναι αναμφίβολα μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόκληση για τις βαλκανικές χώρες που είτε ιχνηλατούν την ευρωπαϊκή διαδρομή τους, όπως η Σερβία, είτε επιδιώκουν να εδραιωθούν ακόμα περισσότερο στους ευρωπαϊκούς και περιφερειακούς συσχετισμούς, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Αλλά και για την Ελλάδα, θα ήταν μία μοναδική ευκαιρία να υπογραμμίσει τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή και να παρουσιαστεί ως μία χώρα που θα έχει αφήσει προ πολλού πίσω της την κρίση και τα μνημόνια.
Εάν επικαλεστεί, βεβαίως, κάποιος τον “γολγοθά” που έχουμε μπροστά μας, με την τήρηση των ασφυκτικών πλεονασμάτων, την δύσκολη απομείωση του χρέους και την αναζήτηση ρυθμών ανάπτυξης που σήμερα μοιάζουν σχεδόν απαγορευτικοί, το όνειρο για να “βαλκανικό μουντιάλ” απομακρύνεται. Όμως οι χώρες ζουν συχνά με όνειρα και ενίοτε τα όνειρα είναι αυτά που αλλάζουν τα δεδομένα.
Οπως ανέφεραν δημοσιεύματα μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων, τον περασμένο Μάιο -ενόψει, τότε, του Μουντιάλ της Ρωσίας που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι που μας πέρασε- , η ρωσική κυβέρνηση αύξησε τον προϋπολογισμό της διοργάνωσης κατά 4,7 δισ. ρούβλια (περίπου 70 εκατ. ευρώ) και πρότεινε περαιτέρω αύξηση 37 δισ. (547 εκατ. ευρώ). Τελικά, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένο διάταγμα ο προϋπολογισμός για την προετοιμασία και τη φιλοξενία του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018 αυξήθηκε κατά 34,5 δισ. ρούβλια φτάνοντας συνολικά τα 678 δισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 10 δισ. ευρώ).
Αρχικά οι δαπάνες είχαν υπολογιστεί στα 643 δισ. ρούβλια, ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός διέθετε 390 δισ. ρούβλια και ο περιφερειακός προϋπολογισμός ήταν υπεύθυνος για τα 91,9 δισ. ρούβλια.
Δέκα δισεκατομμύρια ευρώ είναι πάρα πολλά χρήματα για μια διοργάνωση τέτοιου βεληνεκούς, ακόμα κι αν θεωρήσει κανείς πως το κόστος θα επιμεριστεί σε τέσσερις χώρες. Τα Βαλκάνια δεν είναι ούτε Κατάρ (2022), ούτε, ακόμα περισσότερο, ΗΠΑ, Μεξικό και Καναδάς που έχουν αναλάβει τη διοργάνωση του 2026.
Oπως και να ’χει, η φιλοξενία τέτοιων διοργανώσεων φαίνεται πως είναι πολύ ακριβό και απαιτητικό «σπορ», που αναμένεται να γίνει ακόμα πιο ακριβό και απαιτητικό, αφού σύμφωνα με την απόφαση του προέδρου της FIFA Τζιάνι Ινφαντίνο, από το 2026 προβλέπεται η αύξηση των ομάδων που θα παίρνουν μέρος στο Μουντιάλ από 32 σε 48.
Πριν τη διοργάνωση, ωστόσο, υπάρχει και η διεκδίκηση. Και, αναμφίβολα, υπάρχουν και οι ισχυροί συμβολισμοί.
Ο Τσίπρας, ο Βούτσιτς, η Ντάντσιλα και ο Μπορίσοφ έσπευσαν να ανακοινώσουν την πρόθεσή τους για την διεκδίκηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2030, όχι γιατί πιστεύουν πως θα βρίσκονται στις θέσεις των επισήμων στον εναρκτήριο αγώνα –ποιος ζει ποιος πεθαίνει (πολιτικά) μέχρι τότε– , αλλά διότι ο συμβολισμός της πρόθεσης και του σχεδιασμού μιας τέτοιας πρωτοβουλίας υπηρετεί τον βασικό σκοπό για μια πολιτική και οικονομική συνεργασία των βαλκανικών χωρών στο νέο διαμορφούμενο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Οι αγωγοί φυσικού αερίου είναι η σοβαρότερη και πιο κρίσιμη παράμετρος αυτού του σχεδιασμού. Και η Συμφωνία των Πρεσπών μία άλλη με εξέχουσα βαρύτητα. Σοβαροί και ορατοί είναι, ωστόσο, από την άλλη και οι κίνδυνοι ανατροπών αυτού του γεωπολιτικού σχεδιασμού. Ο Σέρβος πρόεδρος είχε δηλώσει πρόσφατα πως “εάν αφαιρεθεί από τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων η ελπίδα της ένταξής τους στην Ε.Ε, τότε οι κίνδυνοι ακόμα και για πολεμικές συρράξεις στην περιοχή εγκυμονούν”.
Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Και η στρατηγική της οξυδέρκειας και της σωφροσύνης για την ευρύτερη περιοχή μας υπαγορεύει τη διαμόρφωση πρωτοβουλιών και στόχων -πραγματικών ή ακόμα και οραματικών- που θα κρατούν τις χώρες αυτές σε έναν διαρκή διάλογο ο οποίος θα ενισχύει τους δεσμούς και τις συνεργασίες.
Η βαλκανική ενδοχώρα μπορεί να είναι μια πυριτιδαποθήκη επικίνδυνων εξελίξεων ή μπορεί να γίνει τόπος συγκλίσεων και κοινής προοπτικής.
Για το πρώτο εργάζονται αρκετοί. Από τον προκλητικό Έντι Ράμα, που από τη μία δείχνει να επιδιώκει συνεργασίες και από την άλλη ρίχνει λάδι στη φωτιά, μέχρι τα υπόγεια αυτονομιστικά ρεύματα στο Κόσσοβο και αλλού, μέχρι τη Ρωσία και την Τουρκία του Ερντογάν που επιχειρούν την εδραίωση των δικών τους σφαιρών επιρροής.
Το δεύτερο είναι ίσως δυσκολότερο αλλά αποτελεί μονόδρομο για τη διατήρηση της ειρήνης. Το momentum είναι ευνοϊκό. Είτε λόγω των σχεδιασμών στην Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, είτε επειδή υπάρχουν αυτή την περίοδο ηγέτες που αναζητούν νέο ζωτικό χώρο. Μονόδρομος είναι μία τέτοια προοπτική και για την Ελλάδα. Ίσως, για την Ελλάδα περισσότερο απ΄ όλες τις άλλες χώρες της βαλκανικής γεωπολιτικής γεωγραφίας.
Η έξοδος από τα μνημόνια δεν ταυτίζεται χρονικά με την έξοδο από την οικονομική κρίση. Τα επόμενα χρόνια θα κριθούν πολλά και ο κίνδυνος επιστροφής στον εφιάλτη θα επικρέμεται και θα τρομάζει τις αγορές και την κοινωνία. Παράλληλα με τις πολιτικές που πρέπει να ασκηθούν για να εξισορροπήσουν ή να αποτρέψουν ένα τέτοιο κίνδυνο, η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγική και όραμα. Απαιτείται η ενίσχυση του ρόλου της στην περιοχή και η αναπλήρωση του διπλωματικού κεφαλαίου που χάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, από τις εποχές της “ευμάρειας” που ο στόχος περί “διείσδυσης” στα Βαλκάνια –τι ανόητη έκφραση…– κατέληξε σε παρωδία και ευκαιρία “αρπαχτής” για ορισμένους.
Για πρώτη φορά, με την τετραμερή των Βαλκανίων και τις τριμερείς Ελλάδας και Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο, η Ελλάδα διευρύνει τον ζωτικό της χώρο. Η παρουσία του Μπεντζαμίν Νετανιάχου στη Βάρνα και η προοπτική της συμμετοχής των Ηνωμένων Πολιτειών στις συνεργασίες με επίκεντρο την Κύπρο (άρα και όσα εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμβαίνουν σχετικά με την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της κυπριακής ΑΟΖ) καθιστούν την Ελλάδα έναν πολύ σοβαρό γεωπολιτικό παίκτη.
Αυτή η πορεία δεν πρέπει να διαταραχθεί, αντιθέτως πρέπει να ενισχυθεί. Η επιτυχής -και χωρίς σκιές- ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών αποτελεί, δίχως άλλο, προαπαιτούμενο. “Εχθροί” αυτής της προσπάθειας είναι ξένες δυνάμεις (η Τουρκία, η Ρωσία και οι χώρες του Βίζεγκραντ που επιδιώκουν εδώ και καιρό την εδραίωση της δικής τους παρουσίας στα Βαλκάνια) και, αναμφίβολα, οι εθνικισμοί.
Γι αυτό και όσοι υπονομεύουν για το έλασσον το μείζον, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, οφείλουν, επιτέλους, να δουν συνολικά το το γεωπολιτικό κάδρο. Από το Βελιγράδι, τα Τίρανα και τα Σκόπια μέχρι την Αττάλεια, τη Λευκωσία, το Τελ Αβίβ και το Κάϊρο…