Οι πολεμικές αποζημιώσεις είναι ηθικό ζήτημα και η Ελλάδα με την Πολωνία μπορούν μόνο από κοινού να πιέσουν τη Γερμανία σε αυτό το θέμα, εκτιμά ο Καρλ Χάιντς Ροτ. Ο ιστορικός και γιατρός, που θεωρείται από τους Γερμανούς ειδικούς στο ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων, που έχει κάνει υπολογισμούς και για το ύψος τους.
«Τα νούμερα είναι πολύ υψηλά. Εξάπτουν τη φαντασία κι έτσι δημιουργούν αμυντικά αντανακλαστικά σε πολλούς. (…) Σύμφωνα με την επιτροπή του ελληνικού κοινοβουλίου οι ελληνικές διεκδικήσεις ανέρχονται στα 380 δις ευρώ (…). Oι Πολωνοί ζητούν περίπου τα διπλάσια. Κατά περιόδους η Πολωνία κάνει λόγο για ένα τρισεκατομμύριο», είπε στην Deutsche Welle. Οι δικοί του υπολογισμοί στην περίπτωση της Πολωνίας συγκλίνουν με τις επίσημες διεκδικήσεις, στην περίπτωση της Ελλάδας το επίδικο ποσό υπολογίζεται χαμηλότερο (γύρω στις 280.000).
Ο Ροτ προτείνει ότι η Ελλάδα και η Πολωνία πρέπει να προσφύγουν στην Επιτροπή Διαιτησίας του ΟΑΣΕ, στην οποία συμμετέχουν και χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, προκειμένου να θέσουν το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων προς διαπραγμάτευση, ως προσθήκη στη Συνθήκη «2 συν 4».
Πρόκειται για τη Συνθήκη που υπεγράφη μεταξύ της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και των συμμαχικών δυνάμεων που κατέλαβαν τη Γερμανία μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την οποία οι σύμμαχοι παραιτήθηκαν από όλα τα δικαιώματα που διατηρούσαν στη Γερμανία -άρα και από την απαίτηση πολεμικών αποζημιώσεων. Σύμφωνα με τον Καρλ Χάιντς Ροτ η Συνθήκη αυτή λειτούργησε «εις βάρος των κρατών που δεν την είχαν συνυπογράψει. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η συνθήκη δεν δεσμεύει τις χώρες που δεν ήταν συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό είναι απολύτως σαφές από την άποψη του διεθνούς δικαίου. Το γνωρίζει και η γερμανική κυβέρνηση». Παράλληλα υπενθύμισε ότι ούτε η Ελλάδα, ούτε η Πολωνία ή άλλες χώρες που ανήκαν στους «μικρούς συμμάχους» δεν είχαν λόγο στη συγκεκριμένη Συνθήκη.
«Η γερμανική κυβέρνηση δεν φοβάται τίποτα περισσότερο από μια κοινή προσέγγιση των λεγόμενων μικρών συμμάχων, δηλαδή τις χώρες που είχαν υποστεί δεινά κάτω από τη γερμανική κατοχή στην Ανατολική, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη», σημειώνει ο Ροτ.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Καρλ Χάιντς Ροτ θεωρεί την Ελλάδα και την Πολωνία «πρωτοπόρους» στο ζήτημα αυτό, ενώ πιστεύει ότι η συνεργασία των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών στις δύο χώρες θα μπορούσε να συμβάλει θετικά σε μια κοινή διεκδίκηση. «Η Ελλάδα και η Πολωνία είναι πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας. Άλλες χώρες παραιτήθηκαν. Η Τσεχία για παράδειγμα δήλωσε ότι δεν θα υποστηρίξει την Πολωνία- παρεμπιπτόντως κατά την επίσκεψη κορυφαίου Γερμανού αξιωματούχου στην χώρα» αναφέρει ο ίδιος, σημειώνοντας ότι, παρά τις διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις των δύο κυβερνήσεων, στο θέμα της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων θα μπορούσαν να έρθουν σε επικοινωνία έστω και ατύπως.
«Πιστεύω ότι καμία χώρα μόνη της, ούτε η Ελλάδα, ούτε η Πολωνία,μπορεί να θέσει υπό πίεση την ηγεμονική δύναμη της Γερμανίας -γιατί η Γερμανία είναι η ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης- ώστε να έρθει σε συμφωνία για τέτοιου είδους διαφορές. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο πρέπει να υπάρξει μια συντονισμένη προσπάθεια. Μόνο τότε μπορεί να υπάρξει μια ευκαιρία», υπογραμμίζει.
Σε ό,τι αφορά τις απόψεις που ακούστηκαν τα χρόνια της κρίσης, ότι το ελληνικό χρέος θα έπρεπε να συμψηφιστεί με γερμανικές οφειλές για τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα την περίοδο της κατοχής, ο Καρλ Χάιντς Ροτ αρχικά συμμεριζόταν αυτή την άποψη, αλλά όχι πλέον.
«Πράγματι κι εγώ το πίστευα αυτό, μέχρι να γράψω το τελευταίο βιβλίο μου. Πλέον εκτιμώ ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά ζητήματα. Η πολεμική αποζημίωση είναι εν τέλει ηθικό ζήτημα. Φυσικά και είναι οικονομικά τεκμηριωμένη και υπολογίζεται βάσει του διεθνούς δικαίου. Υπάρχει μια διεθνώς αναγνωρισμένη αξίωση για καταβολή πολεμικών επανορθώσεων, καθώς και ατομικές αξιώσεις για αποζημιώσεις. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν θα πρέπει να συνδέεται με τα σημερινά οικονομικά προβλήματα» εκτιμά ο Γερμανός ειδικός, υπογραμμίζοντας ότι το θέμα της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων δεν θα πρέπει να γίνει αντικείμενο «εμπορευματοποίησης». Αντίθετα, όπως εκτιμά, θα πρέπει όλες οι πλευρές να μπουν σε έναν διάλογο με ανοιχτά χαρτιά, ειλικρίνεια και χωρίς τακτικισμούς. «Διότι είναι η τελευταία ευκαιρία για να λυθεί το πρόβλημα. Και για τον λόγο αυτό αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ανοιχτά από όλες τις πλευρές» σημειώνει.