Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να λειτουργήσουν ως “καμπανάκι” για τις άλλες χώρες του κόσμου, τονίζει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς μιλώντας στον Guardian. “Ήμασταν μία πολύ διαφορετική χώρα πριν από 40 χρόνια. Ο κατήφορος ήταν πολύ γρήγορος. Η Αμερική, νομίζω, θα πρέπει να είναι μία σημαντική προειδοποίηση για τις άλλες χώρες να μη θεωρούν δεδομένους τους θεσμούς τους. Ανησυχώ ότι τα πράγματα στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να γίνουν πολύ χειρότερα”, υποστηρίζει ο Στίγκλιτς, στον οποίο αποδίδεται η έννοια του “1%”, η ιδέα δηλαδή ότι το 1% των Αμερικανών έχει συγκεντρώσει τέτοια πολιτική ισχύ και τέτοιο πλούτο τις τελευταίες δεκαετίες, που έχει πλήξει την οικονομία της χώρας και έχει υπονομεύσει τη δημοκρατία της.
“Οι περισσότεροι Αμερικανοί θέλουν υψηλότερο χαμηλότερο μισθό, θέλουν έλεγχο της οπλοφορίας, θέλουν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, θέλουν ισχυρότερη χρηματοπιστωτική νομοθεσία (σε κάποια από αυτά τα ζητήματα οι δημοσκοπήσεις δίνουν ποσοστό 75% ή και παραπάνω), κι όμως η δημοκρατία μας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Αυτοί στην άλλη πλευρά πρέπει να υπονομεύσουν τη δημοκρατία αν θέλουν να επικρατήσουν έναντι της θέλησης τόσο μεγάλης πλειοψηφίας, οπότε την υπονομεύουν μέσω της απαξίωσης και της αποδυνάμωσης”, αναφέρει ο οικονομολόγος, ο οποίος πρόκειται να τιμηθεί στην Αυστραλία με το βραβείο ειρήνης του Σίδνεϊ.
Σχολιάζοντας την προεδρία του Τραμπ, επισημαίνει: “Τώρα έχουμε τον Τραμπ, έναν μισογύνη ρατσιστή, για πρόεδρο και υποστηρίζει ανοιχτά αυτά τα πράγματα, και έχουμε την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών να ψηφίζουν ένα φορολογικό νομοσχέδιο που αυξάνει τις ανισότητες και οδηγεί σε περισσότερους ανθρώπους που δεν έχουν ασφαλιστική κάλυψη. Υπονομεύει περαιτέρω το κοινωνικό συμβόλαιο”.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, το οποίο χαρακτήρισε ως την ισχυρότερη κριτική του καπιταλιστικού συστήματος. “Το μέγεθος της δυσλειτουργίας είναι απίστευτο. Και αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι, με βάση τη δουλειά που έχω κάνει, το κόστος αντιμετώπισής της από την κοινωνία μας θα ήταν ελάχιστο, το πολύ 2% του ΑΕΠ, ενώ το κόστος της μη αντιμετώπισής της θα μπορούσε να είναι φρικτό”, σημειώνει, υποστηρίζοντας πως κάθε φυσιολογική κοινωνία θα ήθελε να αντιμετωπιστεί η απειλή της κλιματικής αλλαγής, “εν μέρει επειδή με τον τρόπο που θα το έκανες, στην πραγματικότητα θα ενίσχυε την οικονομία”.