Σε μια κίνηση καλής θελήσεως προχώρησαν οι πρόεδροι Donald Trump και Recep Tayyip Erdoğan, ανακοινώνοντας σχεδόν ταυτόχρονα στις 2 Νοεμβρίου την άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί εκατέρωθεν κατά κορυφαίων αξιωματούχων, στο πλαίσιο των διεργασιών επαναπροσέγγισης και αναθέρμανσης των διπλωματικών σχέσεων των δύο ΝΑΤΟϊκών συμμάχων. Η άρση των κυρώσεων με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας επήλθε λίγες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση του πάστορα Brunson και ενώ είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία των δύο προέδρων (1/11).
Συγκεκριμένα, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επικαιροποίησε τη λίστα των ονομάτων που υπόκεινται σε κυρώσεις με βάση το νόμο «Magnitsky» (2016), αφαιρώντας τους δύο Τούρκους υπουργούς, ενώ ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας, Hami Aksoy, δήλωσε ότι αίρονται οι κυρώσεις, που επιβλήθηκαν κατά δύο Αμερικανών αξιωματούχων «σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας, η οποία αποτελεί τη βάση των διπλωματικών πρακτικών». Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ, Mevlüt Çavuşoğlu, όταν ρωτήθηκε για το ζήτημα από τους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της συνάντησης των D-8 στην Antalya (3/11).
Επιπρόσθετα και σύμφωνα με το γραφείο Τύπου της τουρκικής προεδρίας, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία Trump – Erdoğan συζητήθηκαν διμερή και περιφερειακά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων εξελίξεων στη Συρία (Manbij και Idlib), ενώ ταυτόχρονα δεσμεύτηκαν να εργαστούν εποικοδομητικά για την ενίσχυση των διμερών σχέσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις (1/8) κατά δύο υπουργών της Τουρκίας κατηγορώντας τους για συμμετοχή στην άδικη σύλληψη και κράτηση του Brunson. Επρόκειτο για τον υπουργό Δικαιοσύνης Abdulhamit Gül και τον υπουργό Εσωτερικών Süleyman Soylu, οι οποίοι, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Sarah Huckabee Sanders (σ.σ. Εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου), έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση του Αμερικανού πάστορα. Περαιτέρω, οι δύο Τούρκοι υπουργοί κατηγορήθηκαν ότι λειτουργούν ως ηγετικά στελέχη των τουρκικών κυβερνητικών οργανισμών που ευθύνονται για σοβαρές παραβιάσεις κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα.
Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Διατάγματος 13818 (21/12/17) «Αποκλεισμός της περιουσίας των ατόμων που εμπλέκονται σε σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή διαφθοράς», το οποίο βασίζεται στο νόμο «Magnitsky» που επιτρέπει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να θέτει κυρώσεις κατά ξένων κυβερνητικών αξιωματούχων που εμπλέκονται στα ανωτέρω αδικήματα οπουδήποτε στον κόσμο. Ως εκ τούτου, διετάχθη το «πάγωμα» οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου των δύο υπουργών που βρίσκεται εντός αμερικανικής δικαιοδοσίας, ενώ την ίδια στιγμή απαγορεύτηκε στους Αμερικανούς να έχουν οποιαδήποτε συναλλαγή μαζί τους.
Η κυβέρνηση Erdoğan με τη σειρά της, προχώρησε σε αντίποινα επιβάλλοντας κυρώσεις κατά της υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Kirstjen Nielsen, και κατά του Γενικού Εισαγγελέα, Jeff Sessions, οι οποίες περιλάμβαναν απαγόρευση ταξιδιού και οποιασδήποτε χρηματοοικονομικής συναλλαγής με πολίτες ή οργανισμούς στην Τουρκία, καθώς και «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων στη χώρα.
Για την εξέλιξη του θέματος των κυρώσεων, ο εκπρόσωπος του κόμματος «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP), Ömer Çelik, δήλωσε «η άρση των κυρώσεων που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ σε δύο υπουργούς της Τουρκίας συνιστά σημαντικό βήμα για την ομαλοποίηση και ενδυνάμωση των δεσμών μεταξύ των δύο χωρών».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η απελευθέρωση του Brunson είχε θετικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι «άνοιξε» το δρόμο για αποκλιμάκωση της διπλωματικής έντασης μεταξύ ΗΠΑ – Τουρκίας, όπου και παρατηρείται κινητικότητα προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης ζητημάτων διαφορετικών στρατηγικών επιλογών των δύο χωρών.
Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται και τα ακόλουθα:
Πρώτον η ανακοίνωση του Τούρκου ΥΠΕΘΑ, Hulusi Akar, ότι την Πέμπτη 1η Νοεμβρίου ξεκίνησε ο πρώτος γύρος των από κοινού περιπολιών με τις ΗΠΑ, στην Manbij (Βόρεια Συρία). Όπως, μάλιστα, χαρακτηριστικά ανέφερε ο Erdoğan κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Ουκρανό ομόλογό του Petro Poroshenko στην Κων/πολη (3/11), «στόχος μας είναι η απομάκρυνση των τρομοκρατικών ομάδων PYD/YPG από την Manbij το συντομότερο δυνατόν».
Σύμφωνα, βέβαια, με ανακοίνωση του συνασπισμού επιχειρησιακών δυνάμεων υπό την ηγεσία των Η.Π.Α. (Combined Joint Task Force-Operation Inherent Resolve, CJTF-OIR), οι συνδυασμένες περιπολίες με τον τουρκικό Στρατό επιτρέπουν την ενίσχυση της ασφάλειας και σταθερότητας στην Manbij. Αυτό είναι «επιτακτική ανάγκη προκειμένου να διατηρηθεί η δυναμική των συνεχιζόμενων επιχειρήσεων κατά του ISIS (Daesh) στην ανατολική Συρία, καθώς και για την ασφαλή και οικειοθελή επιστροφή των προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων».
Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας του Akar με τον Αμερικανό ομόλογό του James Mattis, όπου συζητήθηκαν οι διμερείς αμυντικές σχέσεις, η κατάσταση στη Συρία και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, υπήρξε σύγκλιση απόψεων για το ότι «οι κοινές περιπολίες συνιστούν σημαντικό βήμα για την αποκλιμάκωση των εντάσεων κατά μήκος των συνόρων και τη διατήρηση της ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή».
Βέβαια, από τις ανωτέρω δηλώσεις φαίνεται ότι υπάρχει διαφορετική προσέγγιση και ερμηνεία σχετικά με τα συμφωνηθέντα για τις κοινές περιπολίες και που είναι ανάλογα με τις επιδιώξεις Αμερικανών και Τούρκων για την περιοχή.
Δεύτερον: Οι ΗΠΑ επανέφεραν (5/11) τις κυρώσεις κατά του Ιράν, προσθέτοντας 300 νέες ονομασίες, συμπεριλαμβανομένων του πετρελαϊκού, ναυτιλιακού, ασφαλιστικού και τραπεζικού τομέα του Ιράν, με στόχο να πλήξουν τα κύρια έσοδα της χώρας από την πετρελαϊκή βιομηχανία. Όπως, μάλιστα, ανακοίνωσε ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Mike Pompeo (5/11), παραχωρήθηκε εξάμηνη εξαίρεση σε οχτώ χώρες, οι οποίες και είναι Τουρκία, Κίνα, Ινδία, Νότια Κορέα, Ελλάδα, Ιταλία, Ιαπωνία και Ταϊβάν, ενώ κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης δήλωσε ότι «η Τουρκία θα πρέπει να εγκαταλείψει την εταιρική της σχέση με το Ιράν και να επιδιώξει την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ».
Την εξαίρεση της Τουρκίας είχε προαναγγείλει (2/11) ο υπουργός Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Τουρκίας, Fatih Dönmez, δηλώνοντας «θα είναι μια θετική συμβολή για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή», ενώ πρόσθεσε ότι η απόφαση της Washington επήλθε μετά από διαπραγματεύσεις Τούρκων και Αμερικανών αξιωματούχων.
Τρίτον: Ο Erdoğan κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Poroshenko, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στο ζήτημα της Halkbank, λέγοντας ότι ο Donald Trump του υποσχέθηκε ότι θα δώσει οδηγίες στα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου σχετικά με την υπόθεση αυτή.
Υπενθυμίζεται ότι το περασμένο καλοκαίρι η Τουρκία επεδίωξε να πείσει τις ΗΠΑ να απαλλάξουν την κρατική τράπεζα Halkbank από την απειλή επιβολής προστίμου, με την αιτιολογία ότι αυτή «έσπασε» το εμπάργκο προς το Ιράν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών κυρώσεων στη χώρα αυτή.
Τέταρτον: Σύμφωνα με δημοσίευμα της Milliyet αναμένεται, εκτός απροόπτου, η προσγείωση στην Τουρκία των πρώτων μαχητικών αεροσκαφών F-35 τον Νοέμβριο του 2019. Αναφέρεται επίσης ότι στις 12-13 Νοεμβρίου πρόκειται να συνταχθεί αναφορά από το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ σχετικά με το θέμα των τουρκικών F-35, η οποία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για την περαιτέρω αναστολή ή συνέχιση του προγράμματος παράδοσης των αεροσκαφών. Στην Άγκυρα, πάντως, πιστεύουν ότι η αναφορά αυτή δεν θα προκαλέσει περαιτέρω εμπόδια, και
Πέμπτον: Παρατηρείται, μεν, μερική ανάκαμψη της τουρκικής λίρας σε σχέση με το δολάριο, 5,3996 λίρες/1$ (6/11), όμως η οικονομία φαίνεται να κατεβάζει ταχύτητα και να προκαλεί «πονοκέφαλο» στον Erdoğan, δεδομένου ότι ο ετήσιος πληθωρισμός στην Τουρκία σημείωσε άλμα στο 25% τον Οκτώβριο, με βάση τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στις 5 Νοεμβρίου, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών.
Συμπερασματικά, οι ανωτέρω εξελίξεις και κυρίως η αμοιβαία άρση των κυρώσεων κατά αξιωματούχων των δύο χωρών, η έναρξη κοινών περιπολιών στη Manbij, καθώς και η εξαίρεση της Τουρκίας από τις κυρώσεις κατά του Ιράν, αποτελούν θετικές ενδείξεις για το μέλλον των προβληματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν «αγκάθια» στις σχέσεις τους, όπως π.χ. από την πλευρά της Τουρκίας, η μη έκδοση από τις ΗΠΑ του Ιεροκήρυκα Fethullah Gülen, καθώς και η υποστήριξη που παρέχουν στους Κούρδους της Βόρειας Συρίας (YPG) και από την πλευρά των ΗΠΑ, η πολιτική του Erdoğan προς το εχθρικό γι’ αυτές Ιράν και η απόφαση αγοράς των S-400.
⃰ Η Χριστίνα Σ. Φλάσκου είναι πτυχιούχος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών με ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις & Στρατηγικές Σπουδές, επικεφαλής της έρευνας «Τουρκία και Συριακή κρίση» στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Αρθρογράφος έντυπου και διαδικτυακού Τύπου.
ΠΗΓΗ: Militaire.gr