Σαφή μηνύματα προς τα Σκόπια και την Άγκυρα στέλνει σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, με την ευκαιρία της εκδήλωσης για την ανακήρυξή του ως επίτιμου δημότη στον Δήμο Βάρης, Βούλας και Βουλιαγμένης.
Ο κ. Παυλόπουλος αναφέρεται εκτενώς και στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών και επισημαίνει πως μόνο εφόσον ολοκληρωθούν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες στην ΠΓΔΜ για την αλλαγή του Συντάγματος και δωθούν οι σχετικές εγγυήσεις, τότε η Ελλάδα θα προχωρήσει στην κύρωση της Συμφωνίας και θα επιτρέψει να δρομολογηθούν οι διαδικασίες ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Χαρακτηριστικά επισημαίνει:
“ Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και
αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις
εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει
πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων,
σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο καθώς
και η κατά το Διεθνές Δίκαιο ορθή ερμηνεία της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας
και ΠΓΔΜ, προκειμένου αυτή να έλθει προς κύρωση στην Βουλή των
Ελλήνων“.
Η αναφορά στην παροχή εγγυήσεων στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης θεωρείται πως αποτελεί έμμεση αναφορά στις “γκρίζες” περιοχές που φαίνεται πως έχει μέχρι τώρα η σχετική διαδικασία και οι αναφορές σε “μακεδονικό έθνος”, κάτι που έχει προκαλέσει τη δυσφορία της Αθήνας. Οι πληροφορίες αναφέρουν πως οι σχετικές αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας τελούν σε απόλυτη συνεννόηση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αποτελούν, δε, όπως φαίνεται τη δημόσια έκφραση της δυσφορίας, ενώ στο διπλωματικό παρασκήνιο έχει ήδη σταλεί μήνυμα πως πρέπει να υπάρξουν όλες οι εγγυήσεις και οι διευκρινιστικές δηλώσεις ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή παρερμηνεία του περιεχομένου της Συμφωνίας.
Ακόμα, ο κ. Παυλόπουλος τονίζει:
-Να μην ζήσουμε, ποτέ ξανά, τους εφιάλτες του Β΄ Παγκόσμιου
Πολέμου, άρα του ναζισμού και του φασισμού.
-Να θωρακίσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε ν’ ασκήσει
τον πλανητικό της ρόλο, έναν ρόλο, που υπερβαίνει τους Λαούς της και
αφορά ολόκληρη την Ανθρωπότητα
-Διαμηνύουμε προς κάθε γείτονα χώρα,
και ιδίως προς την φίλη και γείτονα Τουρκία, ότι βάση της φιλίας και της καλής
γειτονίας μας, καθώς και της ευρωπαϊκής της προοπτικής -την οποία
ευνοούμε ειλικρινώς- είναι η πλήρης και πιστή τήρηση του Διεθνούς και του
Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Τούτο, άλλωστε, συνιστά και θέση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και
σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν υφίστανται αμφισβητήσεις και, πολύ
περισσότερο, γκρίζες ζώνες σε ό,τι αφορά τα σύνορά μας -άρα και τα
θαλάσσια- με τις γειτονικές μας χώρες, κατά συνέπεια δε και με την Τουρκία.
Επιπλέον, και πάντοτε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο
δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της όποτε το κρίνει σκόπιμο
και με τον θεσμικό τρόπο που κρίνει πρόσφορο.
Ολόκληρη η ομιλία του ΠτΔ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΩΣ ΕΠΙΤΙΟΥ ΔΗΜΟΤΗ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΑΡΗΣ-ΒΟΥΛΑΣ-ΒΟΥΛΑΓΜΕΝΗΣ
Βούλα, 12.11.2018
Κύριε Δήμαρχε,
Η τιμή που σήμερα επιδαψιλεύετε στο πρόσωπό μου, υπό την ιδιότητά μου ως
Προέδρου της Δημοκρατίας, με την ανακήρυξή μου ως Επίτιμου Δημότη του
Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης και την απονομή του Χρυσού Μεταλλίου του
Δήμου σας, είναι ξεχωριστή και με συγκινεί βαθύτατα. Πολλώ μάλλον καθώς η
παρούσα τελετή συνδυάσθηκε με την τελετή της μετονομασίας της Λεωφόρου
Βάρης-Κορωπίου σε Λεωφόρο Ευελπίδων, κατά την επέτειο των 190 χρόνων από
την ίδρυση της Σχολής Ευελπίδων.
Ι. Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) που, ως γνωστόν, ιδρύθηκε
στο Ναύπλιο, την 1
η
Ιουλίου 1828, με διάταγμα του τότε Κυβερνήτη Ιωάννη
Καποδίστρια, έχει διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο, ως παραγωγική Σχολή
Αξιωματικών του Στρατού μας, στους μεγάλους Αγώνες του Έθνους μας για
Ανεξαρτησία και Ελευθερία. Γενικότερα, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Χώρας μας,
καύχημα του Λαού μας, αποτελούν την αποτρεπτική δύναμη της Χώρας μας
έναντι οποιουδήποτε επιβουλεύεται την ακεραιότητα και τα σύνορα της
Ελλάδας. Υπό τα δεδομένα αυτά η Ελλάδα αποτελεί παράγοντα σταθερότητας
που αγωνίζεται για την εδραίωση της ειρήνης και της συνεργασίας με τους
γείτονές της. Παραλλήλως όμως διαμηνύει, προς κάθε κατεύθυνση, μεταξύ
άλλων και τ’ ακόλουθα:
Α. Για εμάς, τους Έλληνες, η υπεράσπιση της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας
είναι αρχή αυτονόητη. Και τούτο διότι η Ιστορία μας έχει αποδείξει ότι η
Ελευθερία είναι αρχή υπαρξιακή για τον Λαό και το Έθνος των Ελλήνων. Με
την έννοια ότι μόνον Ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε και να
δημιουργήσουμε, υπερασπιζόμενοι την αξία μας και την ελεύθερη ανάπτυξη
της προσωπικότητάς μας.
Β. Με τον τρόπο όμως αυτόν εμείς, οι Έλληνες, αποδεικνύουμε πόσο συνεπείς
Ευρωπαίοι είμαστε, έτοιμοι να υπερασπισθούμε το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα
και τον Πολιτισμό, πάνω στον οποίο αυτό στηρίζεται. Διότι καθένας γνωρίζει
ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και, επέκεινα, το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα
προορίζονται να είναι πραγματικά οχυρά υπεράσπισης της Ελευθερίας και
της Δημοκρατίας, προκειμένου:
1. Πρώτον, να μην ζήσουμε, ποτέ ξανά, τους εφιάλτες του Β΄ Παγκόσμιου
Πολέμου, άρα του ναζισμού και του φασισμού.
2. Και, δεύτερον, να θωρακίσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε ν’ ασκήσει
τον πλανητικό της ρόλο, έναν ρόλο, που υπερβαίνει τους Λαούς της και
αφορά ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Αφού αποτελεί κοινό τόπο διεθνώς
ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, κατά την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της,
η καταλληλότερη να υπερασπισθεί βασικές αρχές και αξίες για την πορεία
της Ανθρωπότητας προς το δημιουργικό της μέλλον, ειδικότερα δε τις
αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της
Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής
Δικαιοσύνης.
ΙΙ. Στο πλαίσιο αυτό, έχω χρέος να υπενθυμίσω -όπως το πράττω από τότε που
ανέλαβα τα καθήκοντά μου ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας -ότι η Ελλάδα, ως
υποδειγματικώς συνεπές μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, υπερασπίζεται και τα Εθνικά της Θέματα αποκλειστικώς στο πλαίσιο
του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και Κεκτημένου. Ειδικότερα, και
υπενθυμίζοντας ότι τα Εθνικά μας Θέματα θα τα υπερασπιζόμαστε πάντα υπό
συνθήκες αρραγούς ενότητας, πολλώ μάλλον όταν γνωρίζουμε το τεράστιο
κόστος των διχασμών, επισημαίνω, για πολλοστή φορά, τα εξής:
Α. Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό
αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το
συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως, η Κυπριακή
Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με
περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής
και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια
Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του
άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον δε, θα
δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την
κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. Ως προς τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Σήμερα η Ελλάδα, Χώρα εκ φύσεως
φιλειρηνική, επιδιώκει την φιλία και την συνεργασία με όλους τους γείτονές της,
καθώς είναι βεβαία ότι μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει σταθερότητα στην
ευρύτερη περιοχή και να εξασφαλισθεί η ευημερία και η πρόοδος όλων των
λαών που κατοικούν σ’ αυτήν.
1. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, διαμηνύουμε προς κάθε γείτονα χώρα,
και ιδίως προς την φίλη και γείτονα Τουρκία, ότι βάση της φιλίας και της καλής
γειτονίας μας, καθώς και της ευρωπαϊκής της προοπτικής -την οποία
ευνοούμε ειλικρινώς- είναι η πλήρης και πιστή τήρηση του Διεθνούς και του
Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Τούτο, άλλωστε, συνιστά και θέση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και
σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν υφίστανται αμφισβητήσεις και, πολύ
περισσότερο, γκρίζες ζώνες σε ό,τι αφορά τα σύνορά μας -άρα και τα
θαλάσσια- με τις γειτονικές μας χώρες, κατά συνέπεια δε και με την Τουρκία.
Επιπλέον, και πάντοτε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο
δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της όποτε το κρίνει σκόπιμο
και με τον θεσμικό τρόπο που κρίνει πρόσφορο.
3. Η συγκεκριμένη νομική βάση του Διεθνούς Δικαίου, που τεκμηριώνει την κατά
τ’ ανωτέρω σαφήνεια του καθορισμού και των θαλάσσιων συνόρων μας – επέκεινα δε και του καθορισμού της ΑΟΖ- συμπυκνώνεται στις εξής, κυρίως,
Συνθήκες:
α) Πρώτον, στην Συνθήκη της Λωζάνης του 1923. Με βάση την Συνθήκη
αυτή, η οποία δεν αναθεωρείται ούτε επικαιροποιείται, επιπλέον δε είναι
πλήρης και δεν αφήνει κενά ερμηνείας, τα θαλάσσια σύνορά μας στο
Αιγαίο είναι σαφώς καθορισμένα, δίχως περιθώρια οιασδήποτε
αμφισβήτησης. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες
στο Αιγαίο, και όσοι τις επινοούν επιδεικνύουν και άγνοια αλλά και έλλειψη
σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.
β) Δεύτερον, στην Συνθήκη των Παρισίων του 1947, η οποία αφορά το
καθεστώς της παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
β1) Συγκεκριμένα, το καθεστώς της τελικής παραχώρησης των
Δωδεκανήσων στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις της Συνθήκης
Ειρήνης των Παρισίων (Απρίλιος του 1947) μεταξύ των Συμμάχων,
νικητών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και της Ιταλίας. Ιδιαίτερη
σημασία, εντός αυτού του θεσμικού πλαισίου, έχουν οι διατάξεις του
άρθρου 14 της ως άνω Συνθήκης, σύμφωνα με τις οποίες: «1. Η Ιταλία
εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της
Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν,
Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον,
Πάτμον, Λιψόν, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον ως και τας παρακειμένας
νησίδας. 2. Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα
παραμείνουν αποστρατιω-τικοποιημέναι». Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η
διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης
των Παρισίων είναι τόσο σαφής, ώστε να μην αφήνει οιοδήποτε
περιθώριο ως προς την ουσία και την έκταση της κυριαρχίας της
Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των Δωδεκανήσων.
Ειδικότερα: Η κυριαρχία αυτή είναι «πλήρης», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι
ουδέναν περιορισμό επιδέχεται κατά την άσκησή της. Το δε
περιεχόμενο της «πλήρους» κυριαρχίας προσδιορίζεται, ως προς τα
Δωδεκάνησα, με βάση τους κανόνες του ισχύοντος Ελληνικού
Συντάγματος περί κυριαρχίας, καθώς και με βάση τις περί κυριαρχίας
των κρατών-μελών διατάξεις ιδίως του άρθρου 4 παρ. 2 της
Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), δοθέντος ότι η
Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οιαδήποτε
αμφισβήτηση της ερμηνείας των διατάξεων της παραγράφου 1 του
άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων συνιστά,
αυτοθρόως, παραβίαση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η κυριαρχία της Ελλάδος, με την ως άνω έννοια, εκτείνεται όχι μόνον
εφ’ όλων των νήσων που αναφέρονται ρητώς στην παράγραφο 1 του
άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων αλλά, σύμφωνα με
την κατηγορηματική διατύπωση της κατά τ’ ανωτέρω παραγράφου,
και επί των «παρακειμένων νησίδων» στο σύνολό τους. Επειδή δε οι
διατάξεις αυτές ουδεμία διάκριση κάνουν εν προκειμένω, η
διατύπωσή τους καταλαμβάνει τις κάθε είδους «παρακείμενες
νησίδες», ανεξαρτήτως μεγέθους τους ή άλλου χαρακτηριστικού τους
(π.χ. κατοικημένες ή μη). Υπό το πρίσμα αυτό είναι προφανές, όπως
ήδη επισήμανα, πως και στην περιοχή της Δωδεκανήσου δεν είναι
νοητές, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, «γκρίζες ζώνες», αναφορικά
με την έκταση και το περιεχόμενο της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής
κυριαρχίας επ’ αυτής.
β2) Επιπροσθέτως, υπενθυμίζουμε και το αυτονόητο δικαίωμα της
Ελλάδας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του
ΟΗΕ περί προληπτικής νόμιμης άμυνας, να τα θωρακίζει αμυντικά
εναντίον κάθε επιβουλής, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, όταν και εφόσον το
κρίνει σκόπιμο.
γ) Τρίτον, στην Συνθήκη του Montego Bay του 1982, δια της οποίας
κωδικοποιήθηκε το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας σε νέο συμβατικό
κείμενο, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Και ναι μεν η
Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στην Σύμβαση του Montego Bay, πλην
όμως -και πάντα κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγηςεπειδή
η Σύμβαση αυτή έχει υιοθετηθεί από πολύ μεγάλο αριθμό κρατών,
παράγει γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι
οποίοι είναι δεσμευτικοί για κάθε κράτος, άρα και για την Τουρκία.
δ) Αντίστοιχη, όμως, προστασία των συνόρων και του εδάφους της Χώρας
μας προσφέρει και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το οποίο αποτελεί τμήμα του
Διεθνούς Δικαίου. Συγκεκριμένα:
δ1) Τα σύνορα και το έδαφος της Ελλάδας είναι σύνορα και έδαφος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 4 παρ. 2 και 3 και 21 παρ. 2 περ. α) και γ) της Συνθήκης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), των άρθρων 67 παρ. 2 και 77 παρ. 2 περ.
δ) και παρ. 4 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(ΣΛΕΕ) και της παρ. ΙΙΙ του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την
Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008, όπως όλες οι διατάξεις αυτές
έχουν ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
δ2) Τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις ως προς τα σύνορα και το έδαφος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, έρχεται να ενισχύσει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία για
το «Δίκτυο NATURA 2000», που αφορά τον επακριβή καθορισμό των
εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιοχών με προστατευόμενα
οικοσυστήματα. Τα στοιχεία ως προς τις περιοχές που
περιλαμβάνονται στο «Δίκτυο NATURA 2000» αποδεικνύουν ότι οι
περιοχές αυτές -συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους νησίδων και
βραχονησίδων, δίχως να έχει οιαδήποτε νομική σημασία το ποια είναι η
έκτασή τους και, a fortiori, το αν κατοικούνται ή όχι -βρίσκονται εντός
των συνόρων της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γ. Ως προς την ΠΓΔΜ, και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως
ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως
αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική
προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την
Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε
σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το
ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές
στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι,
ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την
εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και
αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις
εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει
πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων,
σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο καθώς
και η κατά το Διεθνές Δίκαιο ορθή ερμηνεία της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας
και ΠΓΔΜ, προκειμένου αυτή να έλθει προς κύρωση στην Βουλή των
Ελλήνων.
Τελειώνω, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του Λαού και του Έθνους μας προς τις
Ένοπλες Δυνάμεις μας, γενικότερα, αλλά και στην Σχολή Ευελπίδων, ειδικότερα.
Είμαστε υπερήφανοι για το ανεπίληπτο ήθος τους και το ανυπέρβλητο φρόνημά
τους. Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας αποδεικνύουν, καθημερινά και εμπράκτως, τι
σημαίνει να είσαι άξιος απόγονος Μεγάλων Προγόνων αλλά και άξιος
υπερασπιστής της Πατρίδας, του Λαού μας και του Έθνους μας. Επιπλέον, φεύγω
από τον ιστορικό Δήμο σας παίρνοντας στις «αποσκευές» μου τις καλύτερες
αναμνήσεις από την φιλοξενία που μου επιφυλάξατε και η οποία μ’ επιφορτίζει με
το χρέος ν’ ανταποκριθώ, με όλες μου τις δυνάμεις, στην προσπάθεια για την
οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους μας και ιδίως για τη Νέα Γενιά
μας. Της το οφείλουμε.
Σας ευχαριστώ.