Το Γραφείο Κρατικού Προϋπολογισμού της Βουλής, με τη συμπλήρωση των πρώτων εννιά μηνών του έτους, αναφέρει ότι καταγράφεται δημοσιονομική επίδοση περίπου 1 δισ. ευρώ καλύτερη από πέρσι.
Εάν δεν υπάρξουν ανατροπές έως το τέλος της χρονιάς, τότε το πρωτογενές πλεόνασμα θα κινηθεί στα επίπεδα του 4,5%! Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος γύρω στα 1,8 δις ευρώ κι αν υπολογίσει κανείς ένα αναγκαίο «μαξιλάρι» περίπου 200 εκατ. ευρώ, τότε η κυβέρνηση θεωρητικά θα έχει τη δυνατότητα να μοιράσει περίπου 1,5 δις ευρώ ως κοινωνικό μέρισμα.
Το ΓΠΚ δείχνει να αμφισβητεί ότι αυτά τα υπερπλεονάσματα είναι αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης, επικαλούμενο τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ, που δείχνει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται κάπου στη μέση της Ευρωζώνης ως προς τις επιβαρύνσεις φόρων- εισφορών σε ποσοστό του ΑΕΠ, με 38,6%, έναντι μέσου όρου 37,3%.
Από την ίδια έκθεση προκύπτει, όμως, ότι η Ελλάδα, σε σχέση με τους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες (ΦΠΑ, Ειδικοί φόροι κατανάλωσης, δασμοί) κατέχει την πρώτη θέση σε επίπεδο Ευρωζώνης με 15,8%, ενώ παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση των εσόδων προς ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά την περίοδο 2007-2016 (κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες) σαν συνέπεια των μέτρων που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ποια είναι η γενεσιουργός αιτία αυτών των υπερπλεονασμάτων, κατά το ΓΠΚ; Η σταθερή υποεκτίμηση από τους Θεσμούς, των μέτρων που ελήφθησαν στη διάρκεια του 3ου Μνημονίου. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πρόβλεψη ότι η αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24% θα είχε «καθαρή» απόδοση κάτι παραπάνω από 400 εκατ. ευρώ. Από την άλλη, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς τις ευθύνες των Ελληνικών Αρχών, που λόγω των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις, επέτειναν το κλίμα αβεβαιότητας.