Η πόλη που, σύμφωνα με τον μύθο, ανέθρεψε τον Οιδίποδα ήρθε στο φως. Τα πρώτα οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας, τα οποία χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, εντοπίστηκαν για πρώτη φορά στο Χιλιομόδι Κορινθίας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Αρχαίας Τενέας, με φορέα τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, υπό τη διεύθυνση της δρος Έλενας Κόρκα, επίτιμης γενικής διευθύντριας.
«Οι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Στράβωνας, μιλούν για την Τενέα. Άλλωστε ήδη αναφέρουν ότι ο Οιδίποδας ανατράφηκε εκεί. Αυτό βεβαίως αυτή τη στιγμή είναι μύθος, όμως σίγουρα κάτι σημαίνει. Εφόσον αναφέρεται ότι εκεί ήταν τα θερινά ανάκτορα του βασιλιά της Κορίνθου, σημαίνει ήδη μια επιλογή μιας θέσης και για το περιβάλλον της και για τη γεωγραφική της θέση, την πολιτική πιθανώς ακόμα, αλλά σίγουρα ότι εκεί υπήρχε ένα κέντρο πολιτισμού που ανέθρεψε τον Οιδίποδα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κόρκα, η οποία διευκρινίζει:
«Και μόνο ο μύθος ότι ο Αγαμέμνονας εγκατέστησε εκεί τους Τρώες ή τους κατοίκους της Τενέδου, όλα αυτά δείχνουν τη σημασία της πόλης. Εμείς όμως πρέπει να περιοριζόμαστε στο τι βρίσκουμε καθαρά και μόνο στην ανασκαφή μας. Και ναι μεν μπορεί να υπάρχουν λυχνάρια με απεικόνιση του Αινεία που φεύγει από την Τροία ή που δείχνουν τον ίδιο τον Οιδίποδα και την αντιπαράθεσή του με τη Σφίγγα, αλλά αυτά ήταν και αγαπητά θέματα. Δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα, μέχρι να έχει ακριβή, ξεκάθαρα τεκμήρια, που του δίνουν το περιθώριο να οδηγηθεί σε μια υπόθεση», συμπληρώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κόρκα, τονίζοντας ότι «εμείς οι αρχαιολόγοι είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί σε αυτά. Κάνουμε άλλωστε με την ομάδα μας μια πολύ εκτεταμένη έρευνα σε αρχεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για έστω κάποια καταγραφή από κάποιο περιηγητή και η δημοσίευση που θα πραγματοποιήσουμε θα περιλαμβάνει και πάρα πολλά στοιχεία γύρω από αυτό».
Ως προς τη σημασία της ανεύρεσης της αρχαίας Τενέας, η ίδια προσθέτει ότι «όταν έρχεται στο φως μια καινούργια πόλη δίνει πάρα πολλά καινούργια στοιχεία. Δηλαδή ποια ήταν τα στοιχεία επίδρασης από τη μητρόπολη, δηλαδή την Κόρινθο, το πώς λειτουργούσε η πόλη… Το κομμάτι το οποίο εμείς σκάβουμε αυτή τη στιγμή, δηλαδή τα οικιστικά, εντοπίζονται στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν είχε μια τεράστια ευμάρεια η πόλη αυτή, η οποία είχε αρχίσει να διεκδικεί την ανεξαρτησία της. Νομίζω ότι αυτό είναι που δίνει ‘τροφή’ για την επιστήμη, για τους μελετητές που έχουν να δουν το επιμέρους υλικό».
Ένα υλικό που είναι εξαιρετικά πλούσιο και σε νομίσματα, καθώς εντοπίστηκαν «200 νομίσματα σε ένα σχετικά μικρό χώρο», γεγονός εξαιρετικά σημαντικό λόγω και της γνωστής αρχαιοκαπηλικής δράσης στην περιοχή, όπως αναφέρει η κ. Κόρκα «Το ότι μέσα από την ανασκαφή εντοπίσαμε τόσα, δείχνει μια τεράστια εμπορική δραστηριότητα, μια επικοινωνία ευρύτατη με πολλά μέρη του κόσμου, και αυτό ίσως είναι από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία», συνεχίζει η ίδια. Όσο για το θέμα της αρχαιοκαπηλίας, η ίδια τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Μια πλούσια περιοχή η οποία δεν ήταν στον αρχαιολογικό χάρτη τόσα χρόνια και όπου μπορεί να μην είχε καλλιεργηθεί η ευαισθητοποίηση των κατοίκων, δεν είναι κάτι που φεύγει από τη μία μέρα στην άλλη. Όμως, επικοινωνούμε πάρα πολύ με τον κόσμο, γιατί μένουμε εκεί, οι φοιτητές είναι πολλοί, κάνουμε παρουσιάσεις, βγάζουμε φυλλάδια, αφίσες, ενημερώνουμε, υλοποιούμε εκπαιδευτικά προγράμματα. Είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να βοηθήσουμε με τον τρόπο μας σιγά-σιγά».
Επανερχόμενη στα νομίσματα, η κ. Κόρκα συμπληρώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Είναι νομίσματα διαφόρων εποχών και δείχνουν μια διαχρονικότητα, κυρίως όμως υπήρχαν αρκετά της εποχής του Σεπτιμίου Σεβήρου (σσ. Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 193 ως το 211 μ. Χ.), ο οποίος όντως είχε την πολιτική να φτιάχνει μνημεία σε πόλεις οι οποίες ήταν σημαντικές. Και φαίνεται ότι επί της εποχής του δόθηκαν χρήματα στην πόλη». «Άλλωστε», συνεχίζει η ίδια, «τα νομίσματα της Τενέας, αυτά που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, δείχνουν μνημεία κυρίως της εποχής του Σεπτιμίου Σεβήρου, τα οποία πρέπει να είχαν ανεγερθεί. Δείχνουν λοιπόν ότι αναγνωριζόταν ως πολύ μεγάλη πόλη η Τενέα».
Ως προς τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών και το αν υπάρχει αρκετός χώρος για «σκάψιμο», η κ. Κόρκα επισημαίνει ότι «το να σκάψει κανείς σημαίνει ότι έρχεται σε επικοινωνία με τον ιδιώτη, παίρνει άδεια, εκείνος του επιτρέπει, φυσικά σεβόμαστε αν υπάρχουν καλλιέργειες. Και για την προστασία των αρχαιοτήτων και για τις καλλιέργειες του κόσμου, αποφεύγουμε τα σημεία που υπάρχουν δέντρα. Μετά καλύπτουμε τα αρχαία, πράγμα το οποίο τα προστατεύει και από την άλλη πλευρά επιτρέπει στους ντόπιους που ασχολούνται με αγροτικές εργασίες όσον επί το πλείστον να συνεχίζουν τη συγκομιδή τους, τις δράσεις τους, έτσι ώστε να συνυπάρχουν και τα δυο».
Εξάλλου, η ίδια κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη θερμή ανταπόκριση του κόσμου της περιοχής, στον Σύλλογο των Φίλων της Αρχαίας Τενέας, που «δημιουργήθηκε αυθόρμητα για να στηρίξει το δικό μας έργο, αλλά κυρίως για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων», καθώς και στην ανταπόκριση των ντόπιων. «Το χωριό άρχισε να το αγκαλιάζει πάρα πολύ ζεστά και νομίζω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη ικανοποίηση ότι βλέπουν να έρχεται στο φως κάτι το οποίο δεν γνώριζαν καθόλου, για το οποίο είναι υπερήφανοι. Έρχονται τα σχολεία, οι δάσκαλοι, πολλοί άνθρωποι από το χωριό και θεωρούν ότι δεν τους εμποδίζουμε. Το επικοινωνιακό και το κοινωνικό κομμάτι είναι ίσως από τα πιο σημαντικά», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τέλος, ως προς τι περιμένει ή τι ελπίζει να βρεθεί στην πορεία των ερευνών, η κ. Κόρκα επισημαίνει ότι «εμείς θέλουμε να συντάξουμε τον αρχαιολογικό χάρτη της πόλης. Δηλαδή, δεν μας ενδιαφέρει η ανασκαφή για την ανασκαφή, μας ενδιαφέρει η πληροφορία του πώς ήταν η δομή της πόλης, η λειτουργία της, η τοπογραφία της. Και τώρα μόλις πιάσαμε την αρχή του νήματος».
Όπως αναφέρει το Υπουργείο Πολιτισμού:
Το χρονικό διάστημα από 1 Σεπτεμβρίου έως 10 Οκτωβρίου 2018 διεξήχθη η συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο Χιλιομόδι Κορινθίας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Αρχαίας Τενέας, με φορέα τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, υπό την διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα, επίτιμης Γενικής Διευθύντριας.
Οι εργασίες επικεντρώθηκαν σε δύο κυρίως χώρους: στην περιοχή όπου εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων με συνοδά κτίρια και εγκαταστάσεις και σε έναν δεύτερο χώρο, όπου για πρώτη φορά εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας. Τα τελευταία αποτελούν πλέον αποδείξεις για τον εντοπισμό της αρχαίας πόλης, η ύπαρξη της οποίας καταμαρτυρείται μόνον μέσα από ιστορικές πηγές και επιγραμματικές μαρτυρίες παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών. Ταυτόχρονα, διεξήχθη ευρείας κλίμακας επιφανειακή και γεωφυσική έρευνα.
Στο χώρο του νεκροταφείου πραγματοποιήθηκαν τομές περιμετρικά του δίχωρου υπέργειου ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και της υποκείμενης αυτού δεξαμενής ελληνιστικών χρόνων, που ανασκάφηκαν το 2016 και 2017. Φέτος εντοπίστηκαν επτά νέοι τάφοι. Τέσσερις από αυτούς χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους και βρίσκονται βόρεια του ταφικού μνημείου, εντός των ρωμαϊκών ταφικών περιβόλων. Σε χαμηλότερο επίπεδο διερευνήθηκαν τρείς τάφοι ελληνιστικών χρόνων, εκ των οποίων ο ένας επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τα οστεολογικά κατάλοιπα των εννέα ταφών οι δύο σκελετοί ανήκαν σε ενήλικους άνδρες, οι πέντε σε ενήλικες γυναίκες και οι δύο σε παιδιά. Μάλιστα, σε έναν από τους τάφους εντοπίσθηκε γυναικεία μαζί με παιδική ταφή.
Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες με αγγεία, χρυσά, χάλκινα και οστέινα κοσμήματα, στλεγγίδες, νομίσματα κ.α. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει δαχτυλίδι που φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος καθήμενου σε θρόνο και πλησίον του τον Κέρβερο στην παραδοσιακή αναπαράστασή του με τις τρεις κεφαλές, ένας λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου με παράσταση της Υγείας, χρυσή δανάκη, θησαυρός τριών νομισμάτων που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου ως ρωμαϊκή αποικία και χρονολογούνται περί το 44-40 π.Χ. καθώς και αρχαϊκά νομίσματα του ίδιου νομισματοκοπείου, όπως ένας οβολός Κορίνθου του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα ασημένιο ημίδραχμο του α΄ μισού του 5ου αι. π.Χ. Διαπιστώνεται ότι, με επίκεντρο την δεξαμενή και μετέπειτα το ρωμαϊκό ταφικό μνημείο, εκτείνεται περιμετρικά οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που στο σύνολό του απαριθμεί, από τα μέχρις σήμερα ανασκαφικά στοιχεία, τριάντα πέντε τάφους πολλοί εκ των οποίων περιλαμβάνουν περισσότερες από μια ταφές. Ο πλούτος και η ποικιλία των κτερισμάτων πιστοποιεί την διαχρονική ευμάρεια της πόλης και των κατοίκων της.
Νότια του πηγαδιού που εντοπίστηκε το 2016, αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου ρωμαϊκής εποχής, η χρήση του οποίου συνδέεται πιθανότατα με το πηγάδι. Η διερεύνηση του κτιρίου που εντοπίστηκε προς το τέλος της έρευνας, θα συνεχιστεί και την επόμενη ανασκαφική περίοδο.
Βορειότερα του νεκροταφείου, στον δεύτερο χώρο έρευνας, εντοπίστηκε τμήμα κτιριακών εγκαταστάσεων. Συγκεκριμένα, σε έκταση 672τ.μ. ανασκάφηκε τμήμα του οικιστικού ιστού της πόλης, που διέθετε οργανωμένους χώρους με στέγαση και θυραία ανοίγματα. Στο εσωτερικό των χώρων αυτών διατηρούνταν σε καλή κατάσταση πήλινα δάπεδα, καθώς και τμήματα από μαρμάρινα και λίθινα δάπεδα, ενώ κάποιοι από τους τοίχους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι και έφεραν επίστρωση κονιάματος. Επιστήλια, κιονίσκοι και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη εντοπίστηκαν καταπεσμένα στο εσωτερικό των παραπάνω χώρων, καθώς και ένας πυθαμφορέας, ο οποίος βρέθηκε in situ. Στον ίδιο χώρο στην θεμελίωση ενός τοίχου εντοπίσθηκε εγχυτρισμός με δύο ταφές εμβρύων. Επιπλέον, σε έναν από τους χώρους, η διερεύνηση του οποίου δεν ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε τμήμα πήλινου αγωγού μήκους 3,5μ. Από τον ίδιο χώρο συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός ψηφίδων. Μόνον από την περιοχή των παραπάνω τομών προέκυψαν περισσότερα από διακόσια νομίσματα, τα οποία χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς μέχρι και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρκετά από τα νομίσματα αυτά ανήκουν στην εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.), ενώ εντοπίζονται και σπάνιες τοπικές κοπές διαφόρων πελοποννησιακών πόλεων. Τα νομισματικά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός πιθανότατα γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων. Παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμικής χρηστικών κυρίως αγγείων και ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωριστή θέση κατέχει απότμημα επιγραφής ρωμαϊκής εποχής και οστέινο ζάρι.
Οι παραπάνω κτιριακές εγκαταστάσεις χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και διαφαίνεται ότι επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η έρευνα θα συνεχιστεί στους χώρους αυτούς στην επόμενη περίοδο. Τα κτιριακά κατάλοιπα φανερώνουν συνεχείς παρεμβάσεις και αναδιαμορφώσεις εξαιτίας της μακράς περιόδου χρήσης τους.
Το σύνολο των φετινών ανασκαφικών στοιχείων μας οδηγεί στην υπόθεση ότι ο οικισμός ενδεχομένως υπέστη τις συνέπειες της επιδρομής του Αλάριχου στην Πελοπόννησο το 396-397 μ. Χ. και ότι ίσως εγκαταλείφθηκε στα χρόνια των αβαροοσλαβικών επιδρομών, στα τέλη του 6ου αιώνα μ. Χ.
Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα ερευνητών, ενώ συμμετείχαν σε αυτό φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ανασκαφικών εργασιών. Ταυτόχρονα, διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου της περιοχής.
Ουσιαστική υπήρξε για μια ακόμη χρονιά η αρωγή της Περιφέρειας Πελοποννήσου, της επιχείρησης Χ. Τσαούση, του Ιδρύματος Π. και Α. Κανελλοπούλου, της Protergia και της Λάβα Α. Ε. Σημαντική ήταν επίσης η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας με τις προσπάθειες του Σωματείου «Φίλοι Αρχαίας Τενέας». Εκφράζουμε ευχαριστίες στις οικογένειες Μανούσου Μανουσάκη και Θωμά Αθανασάκου για τη φιλοξενία τους και Διαμαντή Ηλία και Χρήστου Χασικίδη για τη δυνατότητα διερεύνησης των αγρών που μας διαθέτουν.
ΠΗΓΗ: left.gr